Τρίτη, Μαΐου 30, 2006

Στο βυθό στον Βροντάδο, σ' ένα ορισμένο σημείο όχι και τόσο πολυσύχναστο, επιθεωρούσα κάθε πρωί στις υποβρύχιες εξερευνήσεις μου, φορώντας τη μεγάλη, αστεία μάσκα της Balco, μια παλιά σκουριασμένη οβίδα.

Ήταν, κατά το ήμισυ, βυθισμένη στην άμμο.
Θα πρέπει, τότε, να ήμουν 10 ή 11 χρονώ. Το πάνω μέρος της κάψουλας ήταν κατεστραμμένο λόγω της διάβρωσης, και μπορούσες να διακρίνεις τον χοντρό εσωτερικό άξονα που είχε μετατραπεί σε αποικία κοραλλιών.
Λέγοντας «μπορούσες», εννοώ τον εαυτό μου και τρεις τέσσερις φίλους μου, εφόσον η ανορθογραφία εκείνη ποτέ δεν έγινε αξιοθέατο για περισσότερους.

Στάθηκε αδύνατον να προσελκύσω την προσοχή των ανθρώπων που δούλευαν εκεί πέρα· αδιαφόρησαν παντελώς.
Τώρα που το σκέφτομαι απέναντι από τον Τσεσμέ, ο πόλεμος δεν απείχε πολύ.
Η δική μου γενιά ήρθε στον κόσμο δέκα και κάτι χρόνια μετά τη λήξη του αλλά για τους γονείς μας ισοδυναμούσε με αντηχήσεις συναγερμών αρκετά νωπές.
Μία βόμβα παραπάνω, μία λιγότερο, το θέμα δεν τους ερέθιζε.
Γυρνώντας κάθε καλοκαίρι και σαράντα και κάτι χρόνια που μεσολάβησαν, ποτέ δεν άκουσα κάτι σχετικό με τα πιθανά επακόλουθα της ακραίας εκείνης αμέλειας.
Όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, το ανησυχητικό απομεινάρι θα πρέπει να βρίσκεται ακόμη εκεί, σε βάθος δυόμισι μόνον μέτρων, γεγονός, ομολογουμένως, εντυπωσιακό, αφού η πλαζ λειτουργεί ακόμη. Δεν υπήρχαν φύκια στο συγκεκριμένο σημείο, μόνον ένας απαλός υποπράσινος τάπητας. Κάθε χρόνο, τα νερά στην περιοχή είναι πιο ρηχά εξαιτίας των προσχώσεων, και η οβίδα, ενδεχομένως, έχει καλυφθεί εντελώς από τη λάσπη. Ωστόσο, η εσωτερική της παράσταση εξακολουθεί να αιωρείται στο παρά πέντε της ανάφλεξης.

Γιατί; Διότι αυτό το όπλο ηλικίας εξήντα χρόνων, αυτό το εκρηκτικό πράγμα στην καρδιά του πιο χαριτωμένου όρμου των τριών Μύλων Βροντάδου, στην καρδιά εκείνης της αίθριας, ζωηρής, φλύαρης, φιλόξενης φύσης, της συναρπαστικά ζωγραφισμένης πάνω στις πιο αδρές διαβαθμίσεις μιας παραδείσιας καλλονής, αποτελεί, από μόνο του, την κηλίδα, το συμβολικό στίγμα μιας τόσο ισχυρής αντίθεσης, ώστε να ακούω, στο όνειρό μου, το χτύπο της ωρολογιακής βόμβας.
Διαπεραστικό σήμα ενός είδους αθέατου πυκνωτή της Ιστορίας, μιας αντίστροφης μέτρησης που είχε αγγίξει το μηδέν, μιας προθεσμίας που εξέπνευσε χωρίς να το πάρουμε είδηση, με ειδοποιεί ότι το νησί μας έχει κιόλας καταστραφεί. Αμφιβάλλετε; Αν δεν το παραδεχόμαστε είναι μόνον από κακώς εννοούμενη λεπτότητα.

Ακόμη και ως παιδική ανακάλυψη, αποτελούσε το σημάδι μιας κακής προφητείας. Ευτυχώς, δεν ανατινάχθηκε μαζί με κάποια ηλικιωμένη κυρία που κολυμπούσε ανίδεη -όμως υπάρχει ακόμη εκεί,για το λόγο ότι τότε, όταν έπρεπε, δεν δώσαμε προσοχή. Σήμερα, αντικρίζω τα συντρίμμια μιας έκρηξης κατά μήκος και πλάτος ολόκληρου του νησιού: στον πυρήνα της αρρωστημένης επιθυμίας μας να εκμεταλλευτούμε τα πάντα, να τα ξεπουλήσουμε, κρυβόταν η δυστυχία, που τώρα μάς κυβερνάει απολύτως ορατή και αναιδέστατη.
Απενεργοποιήστε την!

Δευτέρα, Μαΐου 29, 2006

Και να το υποβρύχιο.
Ωραίο και κατάλευκο, ναυπηγημένο από χιόνι που διαλύεται μέσα στο νερό, ναυπηγημένο από γέλιο που έγινε κραυγή για να διαλευκάνει το σκοτάδι και με το περισκόπιο πάντα εκτός νερού, έτοιμο να το αδράξεις, όχι για τίποτε άλλο, μόνο για να δεις ένα "carpe diem".
Για να αδράξεις μια μέρα τού Οράτιου και να τη δεις όπως την είδε εκείνος ή ο Ουόλτ Ουίτμαν, ταξιδεύοντας με το δικό τους υποβρύχιο. Εδώ.
Τότε, εδώ.
Τώρα, εκεί.
Όλα εδώ.
Κάτω από τις ακακίες, τώρα που ξέρεις τις κακίες.
Τώρα που τις ξέρεις μαζί μ' εσένα, τις πριν από σένα και τις έπειτα από σένα.

Όλες τις κακιες που έγιναν για να φτιάξουν ένα ωραίο κατάλευκο υποβρύχιο παρόν, έτοιμο να ταξιδέψει έτσι όπως στέκεται με άγκυρες από φύκια και ιππόκαμπους πλοηγούς.
Και ταξίδεψε και χάθηκε.
Χάθηκε μέσα στο παρόν της μνήμης σου εκείνο το υποβρύχιο.
Μέσα σε μια στιγμή.
Σε μια ιερότητα που θα σε συντηρεί.
Κι ας το κατάλαβες λίγες στιγμές μονάχα.

Φτύνοντας αίμα από έρωτα και καταπίνοντας στίχους, για να μπορέσεις να πολεμήσεις από την αρχή.

Όπως εκείνους του Ίβαν Γκολ από τα "Μαλαισιανά τραγούδια": "το κορμί μου μεγάλωσε, με ξεπέρασε".
Σε ξεπέρασε το κορμί σου και γίνεται, το ίδιο, υποβρύχιο.
Ωραίο και κατάλευκο και βυθισμένο και έτοιμο για ένα καινούργιο ταξίδι.
Όπως εκείνο το λευκό κομματάκι βανίλιας που το βάζαμε στην άκρη του κουταλιού, το βυθίζαμε σ' ένα ποτήρι νερό και το λέγαμε υποβρύχιο.
Δεύτερο υποβρύχιο δεν υπήρξε ποτέ.
Γι΄αυτό το κοιτάζαμε ώρα πολλή.
Γι' αυτό το κοιτάζουμε.
Και στο μεταξύ το κορμί μας μεγάλωσε. Πώς το λέει ο Ίβαν Γκολ; Κάπως έτσι: "Όποιον δρόμο κι αν πάρεις, επάνω μου θα περπατήσεις".
Ακριβώς γι' αυτό χωράμε ακόμη στο υποβρύχιο της βανίλιας.
Γιατί ξέρουμε από ταξίδι.
Γιατί αυτό είναι είδηση.

Είκοσι χιλιάδες λεύγες πάνω από τον κόσμο ή κάτω από τον κόσμο. Όποιον δρόμο κι αν πάρουμε, επάνω του θα έχουμε περπατήσει.

Απο τον Μέρμηγκα σαν εισαγωγή.