Παρασκευή, Φεβρουαρίου 16, 2007



Να που πάλι εδώ γράφω , νιώθοντας μόνος μου ,χωρίς να ξεχνώ, χωρίς να φεύγει ο πόνος από το όνειρο, εδώ σ' αυτό το υποβρύχιο που δεν υπάρχει μήτε μέρα η νύχτα.

Τα ξεχασμένα και αξέχαστα, με απόντες συνφορουμιστες , με μάχες που χάθηκαν και προέκυψε εύρος της λύπης,, όλα εδώ.
Τα πάντα έρχονται και φεύγουν όπως η θάλασσα που πάντοτε φεύγει και πάντοτε είναι εδώ μοιρασμένη κι αυτή με σαφή ισότητα ανάμεσα στον βυθό και την επιφάνεια.
Μοιρασμένη ολόκληρη μέσα σε μια στιγμή και διαρκώς στο μεταίχμιο μεταξύ προσμονής και ανυπομονησίας. Μεταξύ ομορφιάς και κινδύνου (υπαρκτού) της ομορφιάς, τόσο μεγάλου ώστε να δημιουργεί και θύτες και θύματα.
Γιατί η Γραφή μπορεί και νάνε εκατόμβη ή πνιγμός από την ίδια σου τη θέληση να τη γνωρίσεις.
Κι ίσως ούτε να τη γνωρίσεις, μονάχα, να την υποψιαστείς και η πυρκαγιά να σου πάρει το πρόσωπα για πάντα.
Σε κείνο το δίκοπο και άγριο νόημα που μπορεί και να είναι η έλλειψη νοήματος.
Και πάντα εδώ.
Και όλο αγάντα.
Και όλο να υπάρχει εκείνο το σημείο για τα "Ελεγεία της οξώπετρας" και όλο να υπάρχει ταυτοχρόνως εκείνος ο ερειπιώνας με ονόματα της προδοσίας που τον προστατεύεις ως πολύτιμο κτήμα του καιρού, ανάμεσα σε δύο τραγούδια.
Θέλω να πω ότι δεν υπάρχει χώρος να συμβεί τίποτε άλλο και όλα συμβαίνουν τώρα και εδώ.



Σ' αυτό το διεσταλμένο τώρα και το απέραντο εδώ. Πέρασε χρόνος, έρχεται χρόνος. Πέρασαν τα πάντα και έρχονται τα πάντα.
Τα ζύγια του χαρταετού για να μπορεί να πετάξει.
Να πετάξει και να είναι το απλό αποτέλεσμα των συγκεκριμένων υλικών του.
Ένας χαρταετός στον ουρανό δεν είναι τα ζύγια του, η ουρά του, το χαρτί του, τα καλάμια του, η αλευρόκολλα.
Ένας χαρταετός στον ουρανό είναι η πτήση του.
Είναι το παιδί που κρατάει την καλούμπα και γελάει.
Ένας χαρταετός είναι το γέλιο του παιδιού που ενώνει τη γη με τον ουρανό, το παρελθόν με το μέλλον σε ένα πλήρες παρόν.
Γέλιο παιδιού. Χρησμικό με την υπόσταση ενός τελευταίου χρησμού και ανερμήνευτο μέσα στον ατελεύτητο χρόνο.

ΥΓ. Τίποτα δεν τελειώνει.
Και πού ξέρεις;
Τίποτα μπορεί να μην έχει αρχίσει.
Κι όλα που έγιναν να είναι απλώς τα υλικά ενός χαρταετού που κάποτε θα τον φτιάξουμε και κάποτε θα πετάξει.
Αυτή η επαναλαμβανόμενη κίνηση που λέγαμε, μιας εργασίας που νομίζεις ότι δεν θα τελειώσει ποτέ, ώσπου το αποτέλεσμα να λάμψει.
Νομίζεις ότι η Γραφή σαν τον Χαρταετό δεν θα τελειώσει ποτέ. Και δεν τελειώνει ποτέ. Μόνο κάποιες στιγμές λάμπει το μαχαίρι της. Κι ύστερα σβήνει, άλλοτε μέσα στο χώμα, άλλοτε μέσα στον ουρανό κι άλλοτε μέσα στη φλέβα. Και μοιράζει τον καιρό και τον άνθρωπο με σοφή ισότητα. Για μια στιγμή συμβαίνει. Αλλά συμβαίνει, για πάντα. Όπως το γέλιο ενός παιδιού.