Δέν είναι να βγαίνεις από το σπίτι.Ο άνεμος θέλει να σε πάρει να σε κοπανήσει όπου βρεί,η βροχή να σε μουλιάσει να σε σαπίσει,ο ήλιος να σε κάψει να σε εξατμίσει.
Και αυτά είναι τα συνηθισμένα καθημερινά φυσικά φαινόμενα.Μήν πούμε και για τα άλλα τα πιο τρομερά,τους σεισμους που θέλουν να σε τσακίσουν,τις πλημμύρες που θέλουν να σε πνίξουν,τους ανεμοστρόβιλους που θέλουν να σε ρουφήξουν και πάει λέγοντας.
Αλλά και το ίδιο το σπίτι που ενδεχομένως να κάτσεις μέσα για να προστατευτείς, νομίζετε πώς δέν θέλει να σου κάνει κακό;
Βασικά αυτό που θέλει είναι να πέσει πάνω σου να σε πλακώσει.Χρόνο με το χρόνο,μέρα με τη μέρα,στιγμή με τη στιγμή,συμπιέζει και φθείρει όλο και περισσότερο τους αρμούς του, προσπαθώντας να διαλυθεί πάνω στο κεφάλι σου.
Και αυτές είναι οι φυσικές δυνάμεις όπως είπαμε,γιατί υπάρχουν και οι κοινωνικές οι ανθρώπινες,εξίσου καταστροφικές και αυτές.Βγαίνεις έξω,και ο ένας θέλει να σε κλέψει,ο άλλος να σε κοπανήσει με το αυτοκίνητο,και ο τρίτος έχει κατάθλιψη γιατί δέν μπορεί να βρεί ακόμη τι κακό θέλει να να σου κάνει (κατάθλιψη έχουν πάντα οι καλοί επειδή δέν μπορούν να είναι κακοι).
Και όλες αυτές οι καταστροφικές δυνάμεις δέν είναι αποκλειστικό γνώρισμα βέβαια του πλανήτη μας.Όλος ο κόσμος,το σύμπαν,από αυτές κινείται.Άστρα που εκρήγνυται και σκορπούν γύρω τους τον όλεθρο,κομήτες και μετεωρήτες που κοπανάνε αενάως όπου βρούν,πεινασμένες μαύρες τρύπες που ρουφάνε τα πάντα στο πέρασμά τους.
Παντού γύρω μας,εχθρικές δυνάμεις και μόνο αυτές,μεγάλες η μικρές,θέλουν να μας αφανίσουν.
Ποιός βγήκε έξω,και μιά φιλική καλοσυνάτη δύναμη τον πήρει να τον αγκαλιάσει, να τον χαιδέψει και να τον νανουρίσει γλυκά;
Κανείς.
Άσε δηλαδή που και μέσα μας,στο ίδιο το σώμα μας,όλα τα κύταρά μας,τα βακτήρια που κουβαλάμε,τα πρωτόζωα,τα μιτοχόνδρια και ότι άλλο,αυτό που λαχταράνε είναι να μας φάνε,να μας ξεσκίσουν για να ικανοποιήσουν την ανεξάντλητη τεράστια πείνα τους.
Αλλά και αυτές οι ίδιες οι σκέψεις μας,οι ιδέες μας,τι άλλο κανουν από το να μας βαράνε σφαλιάρες από το πρωί μέχρι το βράδυ;
Ποιός βρήκε την γαληνη μέσα απο τις σκέψεις του;
Βέβαια ο ποιητής θα μας πεί πώς όλα αυτά είναι η ζωή και μέσα απο τις δυναμικές αλληλεπιδράσεις τους,από τον έρωτα, δημιουργου΄ν τον κόσμο.
Εντάξει,σωστός είναι ο ισχυρισμός του,αλλά μάλλον το λέει επειδή δέν έχει βρεί κάτι άλλο πραγματικά θετικό και καλό να πεί για τον κόσμο (διότι ποιητές είναι πάντα οι κακοί που δέν μπορούν να είναι καλοί).
Για αυτό λέω να μήν σταθούμε στον ποιητή και να το προχωρήσουμε το ζήτημα.Και άμα τα βρούμε δύσκολα,ξαναεπιστρέφουμε πάλι στις ποιητικές έτοιμες λύσεις.
Λέγαμε λοιπόν πώς ο ποιητής ισχυρίζεται πώς όλες αυτές οι δυνάμεις είναι η ζωή.
Ο ήπιος ανοιξιάτικος ήλιος που θα σε ζεστάνει ανακουφιστικά,ένα ωραίο ζουμερό φρούτο που θα κόψεις από το δέντρο και τόσα άλλα.
Σημασία όμως έχει πώς το κίνητρο του ήλιου δέν είναι να σε ζεστάνει αλλά να σε κάψει.
Το ίδιο και το δέντρο.Δέν έφτειαξε για σένα το καρπό του,αλλά για δικό του ώφελος.
Απλώς εσύ το αρπάζεις,επειδή και εσύ μιά τέτοια καταστροφική δύναμη είσαι.
Με τον ποιητή θα συνηγορήσει και ο επιστήμονας που θα μας πεί πως ζωή είναι η προσαρμοστικότητα σε αυτές τις δυνάμεις.
Καλά τώρα,είπε μιά λέξη πιο σινιέ και νομίζει πώς κάτι είπε.
Προσαρμοστικότητα!!!
Τι προσαρμοστικότητα;
Πές το πιο απλά ρε αδελφέ να μπούμε στο νόημα.Ουσιαστικά με την προσαρμοστικότητα,εννοεί την μοίρα του κυνηγημένου που πρέπει πάντα να είναι ένα βήμα πιο μπροστά από τις δυνάμεις που τον έχουν πάρει στο κατόπι να τον φάνε.
Μέχρι που όπως γίνεται πάντα,να κουραστεί να τρέχει,να τον προφθάσουν οι δυνάμεις που είναι ανεξάντλητες και αεικίνητες και να τον κατασπαράξουν (διότι άν ίσχυε μόνο η προσαρμοστικότητα τότε κάποιος θεωρητικά θα μπορούσε να ζήσει άπειρα).
Το οξυγόνο άς πούμε που είναι αυτό που μας σκοτώνει,όσο κατορθώνουμε να τρέχουμε μπροστά του και να μήν μας πιάνει,είναι και αυτό που μας χαρίζει την ζωή.
Ουσιαστικά δηλαδή,ζούμε επειδή το οξυγόνο θέλει να μας σκοτώσει.
Τουτέστιν,η ίδια η ζωή είναι απλώς μιά παρενέργεια της καταστροφής και του θανάτου.Για αυτό η ζωή είναι προσωρινή και ο θάνατος μόνιμος.
Το ερώτημα είναι,τι κάνουμε εμείς συνειδητοποιώντας όλο αυτό το μακελειό που γίνεται μέσα μας και γύρω μας.
Οι φιλόσοφοι,μαζί τους και οι παπάδες,θα πούν ότι αυτό που μας μένει είναι να γυρίσουμε την πλάτη σε όλες αυτές τις δυνάμεις,να γυρίσουμε την πλάτη και στην ίδια την φύση μας και όλες αυτές τις εχθρικές καταστροφικές δυνάμεις να τις φέρουμε τούμπα και να τις κάνουμε αγάπη.
Και αυτό είναι μιά πραγματική επανάσταση θα μας πούν.
Αντιθέτως οι πολιτικοί,οι επιστήμονες και οι τεχνοκράτες,θα μας πούν ότι όχι μόνο με αγάπη δέν πρέπει να φερθούμε σε αυτές τις δυνάμεις,αλλά θα πρέπει να τις πολεμήσουμε με τα ίδια όπλα.
Αυτή είναι η πραγματική επανάσταση θα μας πούν.
Δυστυχώς όμως,ούτε οι μέν ούτε οι δε επαναστάτες μπορεί να έχουν κανένα αποτέλεσμα πάνω στις καταστροφικές δυνάμεις (διότι επαναστάτες με τον κοσμο,είναι πάντα αυτοί που δέν μπορούν να έλθουν σε ρήξη με την λογική τους)Και είτε με αγάπη φερθείς στις καταστροφικές δυνάμεις είτε με μίσος,αυτές θα είναι πάντα εκεί και θα κάνουν αυτό που ξέρουν να κάνουν.
Για αυτό λέω όπως κάναμε και με τον ποιητή να μήν σταθούμε και σε αυτούς αλλά να το προχωρήσουμε λίγο ακόμη παραπέρα το ζήτημα.Και άν τα βρούμε μπαστούνια ξαναγυρνάμε πίσω στις έτοιμες τεχνοθρησκευτικές επαναστατικές λύσεις τους.
Καλά δέν θα κάνουμε;
Ούτε με την αγάπη ούτε με το μίσος λοιπόν.
Όχι μόνο με λογική δηλαδή,αλλά ακροβατώντας στα όρια της με το παράλογο.
Πρέπει να γίνει λάου λάου η δουλειά και για να το πετύχουμε αυτό χρειάζεται πονηριά.
Άν όπως λέγαμε λοιπόν,η ζωή είναι απλώς μιά δευτερεύουσα επενέργεια,ή μιά απρόβλεπτη παρενέργεια της καταστροφικής μανίας του θανάτου,τότε δέν θα πρέπει να ισχύει κανένας μαθησιακός εξελικτικός παράγοντας σε αυτήν,τίποτα δέν θα πρέπει να προστατεύει τα πλάσματα απο την καταστροφή τους πέρα από μιά απίθανη τύχη,μιάς και η ίδια η καταστροφή θα είναι απρόβλεπτη,και ποτέ δέν μπορείς να ξέρεις από που θα σούρθει και που θα σέβρει,διότι όλος ο κόσμος ουσιαστικά πλέει μέσα στην καταστροφή.
Αφού όμως τα πάντα αλληλοκαταστρέφονται γύρω μας,γιατί τελικά ο κόσμος δέν καταρρέει από τις φονικές δυνάμεις του;
Γιατί η τεράστια βαρυτική δύναμη ι επιδρά ασθενέστερα της σχετικά ασήμαντης ηλεκτρικής;
Που πήγε η βαρύτητα που πήγε η χαρά μας;
Ποιά εξελικτική συγκυρία μπορεί να οπλίσει με βιωματική γνώση τα πλάσματα άν αυτή,η γνώση, δέν προυπάρχει ώς έχει;
Είναι ώρα να γυρίσουμε στον ποιητή θα πείτε κάποιοι,ή στους θεολόγους και στους επιστήμονες θα πείτε άλλοι, γιατί πέσαμε σε αδιέξοδο.
Όχι περιμέντε λίγο ακόμη να συνεχίσω και γυρνάτε μιά και καλή όλοι μαζί παρέα.
Κανονικά για να είναι ισσοροπημένος ο κόσμος και να μήν καταρέει τελειωτικά,θα έπρεπε για όσες αρνητικές καταστροφικές δυνάμεις,να υπάρχουν άλλες τόσες θετικές δημιουργικές.
Για κάθε δύναμη που εξαπλώνεται με βία,θα έπρεπε να υπήρχε μιά δύναμη που συστέλεται ειρηνικά.
Καμμιά τέτοια δύναμη όμως δέν υπάρχει.
Παρόλαυτά ο κόσμος παραμένει ενεργός σάν να υπήρχε.
Και έτσι ο κόσμος υπάρχει σάν να υπήρχαν (οι δυνάμεις) ,επειδή οι δυνάμεις υπάρχουν σάν να μήν υπήρχε (ο κόσμος).
Σάν σε ένα σύμπαν να υπάρχουν οι δυνάμεις και σε άλλο σύμπαν ο κόσμος.
Όπου στο ένα σύμπαν δρούν οι δυνάμεις και εκδηλώνεται ο κόσμος και στο άλλο σύμπαν δρά ο κόσμος και εκδηλώνονται οι δυνάμεις.
Και όπου δηλαδή στο ένα σύμπαν υπάρχει ο κόσμος και στο άλλο η ερμηνεία του.
Αλλά βασικά και αυτό είναι που πρέπει να μας απασχολεί,όπου στο ένα σύμπαν ο κόσμος καταστρέφεται διαρκώς,για να τροφοδοτεί το άλλο με ενέργεια.
Ουσιαστικά οι κόσμοι μοιάζουν να είναι σάν τα αρχαία πλοία,όπου κάτω στα ανήλια και υγρά στεγανά του καραβιού ήταν αυτοί οι μαύροι και ταλαίπωροι που τράβαγαν κουπιά μέσα στον πόνο και στην δυστυχία χωρίς να έχουν ιδέα τι είναι ο κο΄σμος έξω από αυτούς.Και πάνω βέβαια στον ήλιο οι άλλοι οι ευνοημένοι να χαράζουν πορεία.
Πάνω η ερμηνεία του κόσμου, κάτω η δουλειά.
Με τους κάτω να πιστεύουν πώς η τύχη και η γνώση τους να τραβάνε κουπί,είναι αυτό που έχει αποτρέψει την πιθανότητα να πέσουν σε ξέρα.
Και περιττό βέβαια να πούμε,πώς εμείς είμαστε αυτοί του κόσμου οι κολασμένοι που τραβάμε κουπί.
Τι μας συμβαίνει;
Που είμαστε;
Πώς την πατήσαμε έτσι;
Τώρα νομίζετε πώς πρέπει να γυρίσουμε με τους ποιητές η τους τεχνοκράτες θεολόγους και να συνεχίζουμε να τραβάμε κουπί,ή να δούμε πώς θα γίνει να βγούμε από δώ μέσα;
Βλέπει κανείς κανένα άνοιγμα στο καταστροφικό μας κόσμο;
Και επαναλαμβάνω:
Ποιός βρήκε την γαλήνη μέσα από τις σκέψεις του;
(το παρόν εξεδόθη σε διπλότυπο, ένα για το μπλόγκ το υποβρύχιο ένα για το μίσσος.
Για να μήν σκεφτούν οι μέν ότι είμαι με του δε και οι δε ότι ει΄μαι με τους μεν.
Και οι απαντήσεις,όποιο χώρο και να αφορούν,πάλι σε διπλότυπο θα εκδοθούν.
Εκτός άν μας πιάσει η εφορία και τα βγάλουμε και σε τριπλότυπο.
Διότι όπως καταλάβατε,εμείς ήλθαμε να ενώσουμε τον κόσμο και φτειάχνουμε γέφυρα επικοινωνίας,μπάς και μας φωνάξουν πάνω στη άλλη γέφυρα να γλυτώσουμε το κουπί και ποιός σας γαμει μετά και τους μέν και τους δε και τον κόσμο όλο).
Τρίτη, Μαρτίου 20, 2007
Τετάρτη, Μαρτίου 14, 2007
Ο όρκος.
Η Πρόεδρος με ρώτησε αν ήθελα να δώσω θρησκευτικό όρκο. Αναρωτήθηκα στιγμιαία τι άλλη επιλογή είχα και μην βρίσκοντας απάντηση μέσα μου, είπα ναι.
Τώρα σκέπτομαι σαν τι άλλη επιλογή είχα, ίσως τον λόγο της τιμής μου αλλά η «τιμή» φαίνεται φιλοσοφία μιας άλλης εποχής ξεπερασμένης της οποίας οι αξίες δεν περνούν γι αυτό ίσως δεν μου ήλθε εκείνη την στιγμή στον νου. Όχι ότι ο θρησκευτικός όρκος δεσμεύει τις συνειδήσεις ώστε να μην γίνονται εμφανείς ψευδορκίες, τουναντίον τις διευκολύνει καθότι μεταθέτει την ευθύνη της μαρτυρίας σε σφαίρες ανεξέλεγκτες άρα ανώδυνες.
Ωστόσο δεν ενδιαφέρομαι να εξετάσω ποιος όρκος είναι ισχυρότερος αλλά για ποιο λόγο υπάρχει ο όρκος στην περίπτωση μιας κατάθεσης ενώπιον του δικαστηρίου που είναι ο ανθρώπινος νόμος. Γιατί η ανθρώπινη δικαιοσύνη χρειάζεται έναν εγγυητή; Η απάντηση είναι απλή. Επειδή ο δικαστής δεν δύναται να γνωρίσει την αλήθεια παρά μόνο μέσα από τις καταθέσεις των μαρτύρων. Στην ουσία πρόκειται για μια αντιπαράθεση αληθειών -καθότι αυτές αντικρούονται- τις οποίες ο δικαστής καλείται να επεξεργαστεί για να βγάλει την δική του αλήθεια που αποτελεί πλέον την ανθρώπινη δικαιοσύνη. Κατ αυτή την έννοια ο μάρτυρας έχει περισσότερη εξουσία ίσως και από τον δικαστή καθότι η κατάθεσή του πλέκει το νήμα της σκέψης του. Εδώ λοιπόν υπεισέρχεται η ανάγκη μιας ανώτερης αλήθειας που θα πλέξει τη σκέψη του μάρτυρα ώστε αυτός να δώσει στον δικαστή την δική του μεν αλήθεια αλλά φιλτραρισμένη από ένα άλλο δεσμευτικό στοιχείο που είναι η τιμή, η πίστη ή άλλο, φτάνει αυτό το άλλο στοιχείο να είναι παραδεκτό και από τους δυο, δικαστή και μάρτυρα. Και ήταν στην προκειμένη περίπτωση η πίστη σε μια δεδομένη κοσμοθεωρία όπως αυτή διαφαίνεται από τον λόγο του Ευαγγελίου. Αυτή την σημασία λοιπόν έχει ο όρκος. Της δέσμευσης από μια κοινώς παραδεκτή αλήθεια που μπορεί αντικειμενικά και να μην υπάρχει.
(Και είναι άραγε αυτή η αδυναμία της ανθρώπινης δικαιοσύνης να εκμαιεύσει την Αλήθεια που την κάνει να απευθύνεται σε μια ανώτερη Αρχή;)
Η προφανέστερη αντίρρηση ως προς την δέσμευση θα ήταν βέβαια το επιχείρημα ότι η αθέτηση της τιμής αλλά και της πίστης δεν βλάπτουν παρά εκείνον που τις προβάλλει ως δέσμευση ενώ δεν αποτελούν για τον ίδιον αλλά και για τον άλλον που τις ζητά παρά μια επίφαση. Είναι δηλαδή αμφότερες αξίες επίπλαστες στις οποίες ανατρέχουν οι συμβαλλόμενες εξουσίες του δικαστή και του μάρτυρα προκειμένου να βρουν μια βάση για να κτίσουν μια αλήθεια ανθρώπινη και μικρή. Την ανθρώπινη δικαιοσύνη.
Φαίνεται σωστό αλλά δεν είναι.
Διότι στην ουσία του ο όρκος ( στην τιμή ή στην πίστη) δεν σου ζητά να πεις την αλήθεια όπως την αντιλαμβάνεσαι εσύ αλλά την αλήθεια που εκπορεύεται από την κοσμοθεωρία την οποία επικαλείσαι ως εγγυητή. Σε δεσμεύει δηλαδή να ερμηνεύσεις τα γεγονότα υπό το πρίσμα μιας συγκεκριμένης κοσμοθεωρίας πριν τα καταθέσεις.
Κατ αυτό τον τρόπο μια μαρτυρία που θα απείχε από την φιλοσοφία της Αγάπης ή δεν θα ασπαζόταν τις αρχές της τιμής σου θα μας έκανε αυτομάτως επίορκους.
Για αυτόν το λόγο δικαιώνω απολύτως τους ανθρώπους που αρνούνται να δώσουν θρησκευτικό όρκο. Ποιος μπορεί να εγγυηθεί ότι καταθέσει με τρόπο που να δικαιώνει την φιλοσοφία της Αγάπης στην οποία ορκίζεται; Η, της τιμής του χωρίς να κάμει εκπτώσεις;
Υπάρχει περίπτωση ο Ιησούς να μην μπορούσε να πει την αλήθεια ώστε να υπερασπιστεί τον εαυτό του; Γιατί δεν το έπραξε; Μα επειδή αν το έπραττε θα πρόδιδε την ίδια του την διδασκαλία.
Τώρα σκέπτομαι σαν τι άλλη επιλογή είχα, ίσως τον λόγο της τιμής μου αλλά η «τιμή» φαίνεται φιλοσοφία μιας άλλης εποχής ξεπερασμένης της οποίας οι αξίες δεν περνούν γι αυτό ίσως δεν μου ήλθε εκείνη την στιγμή στον νου. Όχι ότι ο θρησκευτικός όρκος δεσμεύει τις συνειδήσεις ώστε να μην γίνονται εμφανείς ψευδορκίες, τουναντίον τις διευκολύνει καθότι μεταθέτει την ευθύνη της μαρτυρίας σε σφαίρες ανεξέλεγκτες άρα ανώδυνες.
Ωστόσο δεν ενδιαφέρομαι να εξετάσω ποιος όρκος είναι ισχυρότερος αλλά για ποιο λόγο υπάρχει ο όρκος στην περίπτωση μιας κατάθεσης ενώπιον του δικαστηρίου που είναι ο ανθρώπινος νόμος. Γιατί η ανθρώπινη δικαιοσύνη χρειάζεται έναν εγγυητή; Η απάντηση είναι απλή. Επειδή ο δικαστής δεν δύναται να γνωρίσει την αλήθεια παρά μόνο μέσα από τις καταθέσεις των μαρτύρων. Στην ουσία πρόκειται για μια αντιπαράθεση αληθειών -καθότι αυτές αντικρούονται- τις οποίες ο δικαστής καλείται να επεξεργαστεί για να βγάλει την δική του αλήθεια που αποτελεί πλέον την ανθρώπινη δικαιοσύνη. Κατ αυτή την έννοια ο μάρτυρας έχει περισσότερη εξουσία ίσως και από τον δικαστή καθότι η κατάθεσή του πλέκει το νήμα της σκέψης του. Εδώ λοιπόν υπεισέρχεται η ανάγκη μιας ανώτερης αλήθειας που θα πλέξει τη σκέψη του μάρτυρα ώστε αυτός να δώσει στον δικαστή την δική του μεν αλήθεια αλλά φιλτραρισμένη από ένα άλλο δεσμευτικό στοιχείο που είναι η τιμή, η πίστη ή άλλο, φτάνει αυτό το άλλο στοιχείο να είναι παραδεκτό και από τους δυο, δικαστή και μάρτυρα. Και ήταν στην προκειμένη περίπτωση η πίστη σε μια δεδομένη κοσμοθεωρία όπως αυτή διαφαίνεται από τον λόγο του Ευαγγελίου. Αυτή την σημασία λοιπόν έχει ο όρκος. Της δέσμευσης από μια κοινώς παραδεκτή αλήθεια που μπορεί αντικειμενικά και να μην υπάρχει.
(Και είναι άραγε αυτή η αδυναμία της ανθρώπινης δικαιοσύνης να εκμαιεύσει την Αλήθεια που την κάνει να απευθύνεται σε μια ανώτερη Αρχή;)
Η προφανέστερη αντίρρηση ως προς την δέσμευση θα ήταν βέβαια το επιχείρημα ότι η αθέτηση της τιμής αλλά και της πίστης δεν βλάπτουν παρά εκείνον που τις προβάλλει ως δέσμευση ενώ δεν αποτελούν για τον ίδιον αλλά και για τον άλλον που τις ζητά παρά μια επίφαση. Είναι δηλαδή αμφότερες αξίες επίπλαστες στις οποίες ανατρέχουν οι συμβαλλόμενες εξουσίες του δικαστή και του μάρτυρα προκειμένου να βρουν μια βάση για να κτίσουν μια αλήθεια ανθρώπινη και μικρή. Την ανθρώπινη δικαιοσύνη.
Φαίνεται σωστό αλλά δεν είναι.
Διότι στην ουσία του ο όρκος ( στην τιμή ή στην πίστη) δεν σου ζητά να πεις την αλήθεια όπως την αντιλαμβάνεσαι εσύ αλλά την αλήθεια που εκπορεύεται από την κοσμοθεωρία την οποία επικαλείσαι ως εγγυητή. Σε δεσμεύει δηλαδή να ερμηνεύσεις τα γεγονότα υπό το πρίσμα μιας συγκεκριμένης κοσμοθεωρίας πριν τα καταθέσεις.
Κατ αυτό τον τρόπο μια μαρτυρία που θα απείχε από την φιλοσοφία της Αγάπης ή δεν θα ασπαζόταν τις αρχές της τιμής σου θα μας έκανε αυτομάτως επίορκους.
Για αυτόν το λόγο δικαιώνω απολύτως τους ανθρώπους που αρνούνται να δώσουν θρησκευτικό όρκο. Ποιος μπορεί να εγγυηθεί ότι καταθέσει με τρόπο που να δικαιώνει την φιλοσοφία της Αγάπης στην οποία ορκίζεται; Η, της τιμής του χωρίς να κάμει εκπτώσεις;
Υπάρχει περίπτωση ο Ιησούς να μην μπορούσε να πει την αλήθεια ώστε να υπερασπιστεί τον εαυτό του; Γιατί δεν το έπραξε; Μα επειδή αν το έπραττε θα πρόδιδε την ίδια του την διδασκαλία.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)