Τρίτη, Ιουνίου 06, 2006

Η τριανταφυλλίτσα.




Είχα μόλις ξυπνήσει από το μεσημεριανό υπνάκο μου. Την άνοιξη πάντα κοιμάμαι βαριά και πολλές φορές όταν ξυπνώ, δυσκολεύομαι να καταλάβω αν είναι πρωί ή απόγευμα. Αναρριχώμαι αργά από το πηγάδι του ύπνου. Κάποιος με τραβά προς τα πάνω. Είναι οι σκέψεις. Απλώνονται σαν κλαδιά στα τοιχώματα οδηγώντας με στην έξοδο. Πολλές φορές ένιωσα σαν κοντορεβυθούλα που πατά από κλαρί σε κλαρί, για να βγει πάνω και να αποκαταστήσει επαφή με τον πραγματικό κόσμο.

Αυτή τη φορά, αυτός που με τράβηξε έξω ήταν η τριανταφυλλίτσα.
Στεκόταν στη γωνία του σπιτιού, στερεωμένη με τα καρφάκια της και ανέβαινε ολοταχώς προς τα κεραμίδια. Εγώ την είχα φυτέψει εκεί κατά τη τελευταία μου επίσκεψη στο χωριό, στο πατρικό μου σπίτι. Μέχρι τώρα μόνο επισκευές έκανα, γιατί αυτές προείχαν και δεν είχα ποτέ το χρόνο για καλλωπισμούς. Το σπιτάκι όμως την έλεγε στα φανερά την ανάγκη του, ιδίως όταν έκλεινα τα πορτοπαράθυρα, μάζευα τα πράγματα από την αυλή και έφευγα για την Αθήνα. Οι εξωτερικοί τοίχοι, χωρίς την ακαταστασία των πραγμάτων που στερέωνα πάνω τους πρόχειρα όσο έμενα, έδειχναν τότε γυμνοί, τελείως εκτεθειμένοι στο βλέμμα. Είναι αλήθεια ότι σε κάτι κρυφές γωνιές, κάτι σκασίματα ή μικροσκοπικές τρυπούλες υπήρχαν τα μερμήγκια και πού και πού, έσπαζε η νεκράδα τους από κανένα κολλητηράκι πράσινο που στεκόταν ακίνητο σαν χαλκομανία.

Την φύτεψα λοιπόν την τριανταφυλλίτσα. Στη γωνία εκεί που έδενε παλιά ο παππούς τα ζωντανά, δίπλα σε μια χαμηλή τριγωνική ποτίστρα κι εκείνη άπλωσε από αυτή την απόσταση των λίγων εκατοστών από το τοίχο, την σπονδυλική της στήλη σχηματίζοντας στο ύψος της ρίζας μια ελαφρά καμπύλη.

Εμεινα να την παρατηρώ σε αυτή τη θέση, προσπαθώντας να φανταστώ πώς θα ήταν όταν άπλωνε και τα χέρια της και τα μαλλιά της πάνω στον αγριωπό τοίχο .Θα έμοιαζε με χορεύτρια σε κάποια μοντέρνα φιγούρα. Η, σα γυναίκα που κολλούσε σφιχτά το κορμί πάνω στον εραστή της. Θα σχημάτιζαν τότε ένα σύμπλεγμα γοητευτικό, από ασβέστη, κλαριά, άνθη και αγκάθια. Το χειμώνα μόνο κλαριά και αγκάθια. Ωστόσο πάντα εκεί, κολλημένη πάνω στο τοίχο. Ενας άρρηκτος δεσμός όπου συναίνεσαν και οι δυο, τριανταφυλλιά και τοίχος.

Ετσι τα έφτιαξα με το νου, αποσταμένη λίγο πάνω από το κασμά, δικαιολογώντας το παραστράτημα της φαντασίας μου από το σούρουπο και τις σκιές που απλώνονταν γύρω .

Η αλήθεια είναι, ότι πάντα υπάρχει στη φαντασία μας μια τριανταφυλλιά να αγκαλιάζει το «πατρικό» μας σπίτι. Εκεί που καταλάβαμε για πρώτη φορά το Κόσμο. Τη θέλουμε εκεί να τυλίγει το παρελθόν και να αγκαλιάζει το μέλλον. Σαν φρουρός. Η, σαν εγγυητής του. Είναι αυτή η τριανταφυλλίτσα ένας ζωγραφικός πίνακας κι εμείς πηδάμε μέσα.

Ξυπνώντας, μια ανησυχία. Ποιος θα την ποτίζει; Πόσο θα είχε τώρα απλωθεί; Μέχρι πού θα είχε φτάσει; Σχεδόν ένιωθα τη μικρή ανάσα της, στεγνή. Εβλεπα τα φύλλα της να έχουν στρίψει λίγο. Κι ο τοίχος να προσπαθεί να την συγκρατήσει! Κι εκείνη να ρίχνει το βλέμμα στο έδαφος. Να λυγίζει τα γόνατα στέλνοντας από τις ρίζες της και τη τελευταία σταγόνα.

Ω! πόσο μεγάλη αποστολή τής είχα αναθέσει! Να ζήσει! Και πόσο είναι αξιοπρεπής. Να προσπαθεί να τα καταφέρει μόνη! Ερχεται μόνο στον ύπνο μου και με εγείρει!

Ποτέ δεν έδινα ιδιαίτερη σημασία στα φυτά. Πότε δε τα αφουγκραζόμουνα τόσο. Ζούσα πάντα μαζί τους αρμονικά αλλά σε παράλληλους κόσμους.
Και τώρα μια μικρή τριανταφυλλιά, όλος ο Κόσμος!









υγ ....και πήρα τηλέφωνο τον κυρ-γιώργη το γείτονα. Εννοια σου, μου είπε θα στη ποτίζω. Τι καλός γείτονας! Τα όνειρά μας καμιά φορά τα εναποθέτουμε και σε φίλους; Ετσι δεν είναι;
Καλημέρα και με φωτογραφία σήμερα...

5 σχόλια:

Ντιάνα Η. είπε...

....κάτι έχει ο μπλογκερ και δεν ανοίγει η σελίδα που στέλνει φωτογραφίες.

χαμίνι είπε...

Καμιά φορά τα όνειρα πάνε κι ακουμπάνε σε πρόσωπα. Παίρνουν τότε μια μορφή αληθινή. Έχουν φωνή, έχουν ύψος, φοράνε ρούχα, κινούνται με ιδιαίτερο τρόπο. Μερικές, σπάνιες, πολύτιμες φορές, τα όνειρα ταιριάζουν, σαν γάντι, σε πρόσωπα. Και τότε αποδεσμεύεται μια ενέργεια που η δράση της επιφέρει συγκόλληση. Και τα όνειρα αποκτούν τη δική τους ζωή. Και ελευθερία ύπαρξης. Σαν τα παιδιά...

Ντιάνα Η. είπε...

Αχ χαμίνι μου, τούτο μόνο συνειδητοποίησα εκείνο το μεσημεράκι: ότι η ενέργεια αυτή για την οποία μιλάς, αποδεσμευόταν από την τριανταφυλλίτσα και από κανένα άλλο πρόσωπο. Και δεν ήξερα αν θα έπρεπε να χαίρομαι γι αυτό το καινούργιο μου προσανατολισμό ή αν θα έπρεπε να λυπάμαι. Μου φάνηκε σα να άνοιξε μια πόρτα προς τα φυτά και συγχρόνως να έκλεισε μια άλλη. Η, μάλλον δεν ήταν τελείως κλειστή, ήταν μισάνοιχτη, γιατί έτσι όπως φύσηξε ο αέρας, πρόλαβα και έβαλα το πόδι μου ανάμεσα για να μη βροντήξει, όπως το κάνουμε καμιά φορά.

Και τωρα πες μου: είναι ευτυχία αυτή η γλύκα που με έπιασε την ώρα που σκεπτόμουν τη τριανταφυλλίτσα; Είναι καλό να μιλάς με τον "Αμερικάνο", τον ήρωα που έπλασα στη "κωφάλαλη"΄. Πέρασα σε άλλο στάδιο. Η, είναι μοναξιά και μιζέρια;

χαμίνι είπε...

Αφού ρωτάς, θα απαντήσω: Δεν μπορεί από ένα πλάσμα μοναχικό και μίζερο να βγαίνουν τέτοιες ιστορίες. (Βλέπεις, χρησιμοποιώ τη μέθοδο της ατόπου απαγωγής, διότι το τι συμβαίνει μόνο εσύ μπορείς να το ανακαλύψεις, εγώ είμαι απλά ο θεατής)

Στην αρχή πίστευα πως τις ιστορίες αυτές τις έχεις ζήσει, έστω πως κάποιος τις έχει διηγηθεί. Εσύ όμως τις ζεις εκ των έσω... Έτσι δεν είναι; Τις πλάθει η φαντασία. Πλάσματα, λοιπόν με τέτοια φαντασία μπορεί να είναι μοναχικά, γιατί έτσι επέλεξαν και όχι κατ' ανάγκη, μίζερα όμως αδύνατον... Η φαντασία προϋποθέτει πλούτο, συναισθημάτων καταρχήν και εμπειριών. Και η μιζέρια δεν βοηθάει ούτε στο ένα, ούτε στο άλλο.

Όσο για την πόρτα που λες, ορθάνοιχτη τη βλέπω εγώ!

Ντιάνα Η. είπε...

Χαμίνι,ή γριά η Σουρεκλεμέ συνήθιζε να μου λέει: " όσο πιο ανοιχτή η πόρτα τσούπρα μου, τόσο λιγότερος κόσμος μπαίνει."
Γι αυτό μη νομίζεις, τα φαινόμενα απατούν. :)

καλή σου μέρα

υγ. πού είναι "βυθισμένοι" οι υπόλοιποι;