Πέμπτη, Ιουνίου 29, 2006

Tο μονοπάτι.

Στο βουνό που πηγαίνω να περπατήσω, μόλις πέσει η κάψα της ημέρας, συναντώ περιπατητές που τους σέβομαι όπως γράφει και η ταμπέλα που έβαλε πρόσφατα ο δήμος: οδηγοί σεβαστείτε τους περιπατητές.

Βέβαια δεν είμαι οδηγός, αφού περπατώ κι εγώ μαζί τους παρέα με το Χρόνο.

Ο λόγος που με έκανε να το σκεφτώ αυτό είναι ο εξής: μετά από κάποια μικρή ανάβαση ο δρόμος γίνεται μονοπάτι. Το μονοπάτι αυτό είναι αρκετά μακρύ και ευρύ ανάμεσα σε δένδρα, ευκολοπάτητο και με αρκετά ανοίγματα που σου επιτρέπουν να βλέπεις το λεκανοπέδιο. Οι περιπατητές συνήθως το εξαντλούν μέχρι τη στροφή του και μετά γυρίζουν πάλι για να το ξαναπιάσουν από την αρχή.

Υπάρχουν κάθε λογής. Στρουμπουλοί που προσπαθούν να βελτιώσουν τη σιλουέτα τους, ηλικιωμένοι άνδρες που πάνε δυο-δυο αναλύοντας την πολιτική, γυναίκες που υπολογίζουν τα μόρια των παιδιών τους στης πανελλήνιες και φυσικά αθλητές που τους προσπερνούν όλους αυτούς με το κορμί τους να γυαλίζει από τον ιδρώτα.

Σε κάποια σημεία έχουν τοποθετηθεί παγκάκια.
Σε ένα από αυτά τα παγκάκια τελείως αντικανονικά από τις επιταγές του χώρου και της στιγμής, κάθομαι συνήθως να καπνίσω κανένα τσιγάρο. Χωρίς να το προρπαθήσω ιδιαίτερα, μόλις καθίσω εκεί, αρχίζω να παρατηρώ τους ανθρώπους. Διότι έτσι, όπως περνούν από μπροστά μου, μοιάζει να βρίσκομαι σε θέατρο και να εμφανίζονται ένας- ένας στη σκηνή.

Χθες όμως είδα μια πραγματική παράσταση.
Από το βάθος του μικρού δρόμου φάνηκε ένα νεαρό ζευγάρι.
Ο άνδρας, μέτριος στο ανάστημα με καλοσχηματισμένο κορμί φορούσε σορτάκι και ήταν γυμνός πάνω από τη μέση. Τα πόδια του ήταν δυνατά και ανεβοκατέβαιναν ρυθμικά πάνω στο χώμα, ακολουθώντας σίγουρα τους δυνατούς παλμούς της καρδιά του.

Η κοπέλα είχε λεπτούς μηρούς και εύθραυστους αστραγάλους, τυλιγμένους σφιχτά από τα χαμηλά σοσόνια της και τα ελαφρά αθλητικά της παπούτσια. Στον αέρα καθώς έτρεχε, χόρευε με ρυθμό μια χρυσαφί αλογοουρά πιασμένη ψηλά.

Ετρεχαν με ρυθμό δίπλα-δίπλα, αγγίζοντας τους αγκώνες τους και κουβέντιαζαν δυνατά.
Παρατηρώντας τις σιλουέτες τους να απομακρύνονται όλο ζωντάνια προς την ανηφόρα που δεν τολμούσαμε να πάρουμε εμείς οι υπόλοιποι, είχα την εντύπωση ότι δεν έβλεπα τους ίδιους αλλά τη σχέση τους. Ηταν ένα ζευγάρι, δεμένο καλά που έτρεχε προς τη ζωή. Για να είμαι ειλικρινής, έμοιαζαν να την έχουν κάτω από τα πόδια τους και να την κτυπούν με δύναμη και σιγουριά σαν να την κατείχαν. Τους παρακολούθησα μέχρι που μίκρυναν και χάθηκαν στη στροφή, αφήνοντας πίσω τους στον αέρα να πλανάται ο θόρυβος και η μυρωδιά της. Ενιωσα μια συγκατάβαση και ένα μικρό καμπανάκι στο μυαλό σαν υπενθύμιση για τη επόμενη πράξη.

Πριν προλάβω να σκεφτώ τίποτα περισσότερο, έχοντας ακόμη την όμορφη εικόνα τους στο νου, γύρισα το κεφάλι. Είδα τότε να έρχεται προς το μέρος μου ένα δεύτερο ζευγάρι. Ηλικιωμένων αυτή τη φορά.

Ηταν πολύ ηλικιωμένοι. Ο άνδρας φορούσε μακρύ παντελόνι και ένα ριχτό πουκάμισο. Η γυναίκα του μια άχρωμη φούστα και ένα μπλουζάκι με όμορφο γιακαδάκι. Και οι δυο φορούσαν ίσια παπούτσια και μίλαγαν χαμηλόφωνα, σχεδόν μουρμουριστά. Η μοναδική διαφορά τους από άλλα ηλικιωμένα ζευγάρια, ήταν ότι παρατήρησα αμέσως ότι κρατιόντουσαν χέρι-χέρι. Για την ακρίβεια, ο άνδρας κρατούσε τη γυναίκα από το χέρι και η γυναίκα κρατούσε τον άνδρα από το χέρι. Δεν ήταν από ανημπόρια, όχι φαινόντουσαν και οι δυο καλά. Δεν άφησαν το χέρι τους όταν πλησίασαν όπως θα έκανα πιθανότατα άλλοι πιο νέοι. Πέρασαν από μπροστά μου ήσυχα συνεχίζοντας την χαμηλόφωνη συνομιλία τους.
Τους παρακολούθησα κι αυτούς να μικραίνουν προς το τέλος του δρομάκου, όμως αυτή τη φορά πιο διακριτικά, παρόλο που μου είχαν γυρισμένη πια τη πλάτη. Η παρουσία τους, τόσο αργή, τόσο χαμηλόφωνη είχε μέσα της μια σοφία. Εμοιαζαν συνομιλώντας, να συζητούν για κάποια μυστικά που εκείνοι μόνο γνώριζαν. Πιθανότατα της ζωής. Που δεν ήμουν σε θέση να πιάσω, ακόμα και αν τα βροντοφώναζαν. Ανήκαν αποκλειστικά σε αυτούς και η φωνή τους ήταν χαμηλόφωνη διότι δεν υπήρχε λόγος να είναι δυνατότερη.

Χωρίς να προλάβω να πάρω ανάσα γύρισα το κεφάλι και είδα μια τρίτη φιγούρα, αυτή τη φορά μοναχική.

Ηταν μια γυναίκα ηλικιωμένη που βάδιζε. Ηταν λυγνή αλλά πολύ λιτή μέσα στα λίγο ριχτά, μαύρα ρούχα της. Περνώντας μπροστά από το παγκάκι όπου καθόμουν, με καλησπέρισε. Είχε πράγματι βραδιάσει .

Περίμενα λίγο ακόμα μη φανεί και εις έτερος περιπατητής που θα έκλεινε τη σκηνή αλλά ουδείς εφάνη.

Σήμερα, σκέφτηκα , ο Χρόνος έδωσε υπαίθρια παράσταση μπροστά στα μάτια μου και μάλιστα χωρίς εισιτήριο: μια –σπάνια- εκδοχή της ζωής.

Τετάρτη, Ιουνίου 28, 2006

!!!


(θαυματα θα ερθουν με το περασμα των αιωνων...)



οπου η ανθρωποτητα θα εχει γινει σαν τους ιδιους τους Θεους...ελευθερη και αγρια ...περα απο το κακο και το καλο εχοντας πεταξει τους νομους και την ηθικη...

οπου ολοι οι ανθρωποι θα ουρλιαζουν και θα σκοτωνουν γιορταζοντας την παλια-νεα χαρα

οπου οι Θεοι θα τους διδαξουν νεους τροπους να ουρλιαζουν και να σκοτωνουν και να γιορταζουν ευχαριστωντας τους εαυτους τους

και η γη θα φλεγεται σ'ενα ολοκαυτωμα εκστασης παθους και ελευθεριας



ο αποστάτης
---------------------------------------

Δε θα περάσουνε ποτέ από πάνω μου
σιωπηρής υποταγής σημάδια
ούτε τα γόνατα θα μου πληγώσουνε ,
μιάς μίζερης ζωής γεμίζοντας τα κρύα βράδυα,
γονυκλισίες και προσευχές , για να Τους εξορκίσω.


Απόκληροι κι ανεπιθύμητοι , έκπτωτοι
άγγελοι βρώμικοι , σύντροφοι συμπολεμιστές,
προς ένδοξο ας βαδίσουμε τέλος,
γνωρίζοντας ότι η ώρα έφτασε
το φόβο και τη λήθη να νικήσουμε
χαρούμενα τραγούδια σαν κι αυτό ας τραγουδήσουμε ,
ώσπου να ρίξουμε στους κακομούτσουνους Θεούς
απ' τις φαρέτρες μας το τελευταίο βέλος
και μ' αίμα από τις φλέβες μας να βάψουμε
την άγια γη πού θά 'πρεπε να μας ανήκει .

Τετάρτη, Ιουνίου 21, 2006

Βαθειά σιωπή. Το υποβρύχιο ταξιδεύει σε βάθη ανεξερεύνητα.
Σιωπηλά, σαν ψυχή που απώλεσε το βάρος του σώματος.

Τι βάρος κι αυτό!

Ένα κορμί ασήκωτο που ταλανίζει με ανάγκες και επιθυμίες. Που φυλακίζει με τις τρωτές του ευαισθησίες. Που εμποδίζει με τις ανίατες αναπηρίες...

Ο ένοχος που βαραίνει με τη σκιά του το ταξίδι για την ελευθερία.

Αχ, εσύ, θνητό κορμί μου, επωμίστηκες το καθήκον του αποδιοπομπαίου μαύρου τράγου, φορτώθηκες την ευθύνη για το αμάρτημα της φύσης μου, κουβαλάς την καταδίκη για τα δεινά του κόσμου.

Και η συνείδηση καταποντίζεται όλο και πιο βαθειά, λες και μπορεί το ψέμα όλα να τα διορθώνει

Τετάρτη, Ιουνίου 14, 2006

Πανσέληνος






Μείναμε αργά να μαζέψουμε τα σύνεργα, τις πετονιές, τα δολώματα, τα σκορπισμένα αρκουδάκια, τις γοργόνες με τα φύκια και την άμμο στα μπερδεμένα μαλλιά, τα θερμός με το νερό, τα άδεια κουτάκια πορτοκαλάδας…

Βράδιασε! Κι όπως σκαρφάλωνε το γαλάζιο όνειρο στο χωματόδρομο με τους φυτεμένους βράχους, χαζεύοντας το εκκλησάκι φωτισμένο να στέκεται αγέρωχο στο πιο ψηλό σημείο, που το μαστιγώνουν όλοι οι αγέρηδες, εκεί πίσω απ’ το ερημονήσι άρχισε να ανατέλλει ένα πορτοκαλί, βαθύ πορτοκαλί, σχεδόν μενεξεδί, φεγγάρι.

Απλώθηκαν τα χέρια έξω απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα και τραντάχτηκε η ησυχία μιας πλάσης που αποχαιρετούσε τη μέρα, από ξεφωνητά.

Έλαμψε μια αστραπή εν αιθρία και το φεγγάρι φυλακίστηκε σε κάδρο ψηφιακό.

Ξαφνιάστηκε μια νυχτερίδα και στην επόμενη αστραπή έμεινε κι αυτή ακίνητη, παγώνοντας το πέταγμά της μπροστά στον ροδακινί δίσκο.

Σε λίγο κυλούσαν πάλι οι λαστιχιένες ρόδες στην άσφαλτο και σε κάθε στροφή, ο μαγνητικός δίσκος στον ουρανό τραβούσε τα πρόσωπα, που γύριζαν να μετρήσουν με χτύπους της καρδιάς, το χρόνο που χανόταν μέχρι να τελειώσει το θαύμα.

Το φωτεινό μονοπάτι στη θάλασσα άλλαζε χρώμα και κείνη του χάριζε ένα στραφτάλισμα αντάξιο της απεραντοσύνης της.

Μαγικές νύχτες, αφήνουν αποτύπωμα στη σκέψη και χάνονται στο άπειρο, δορυφόροι της μνήμης.





(Η φωτογραφική μηχανή είναι υπό αναζήτηση, ανάμεσα σε πλαστικά κουβαδάκια, κοχύλια και αγκίστρια. Μόλις ανευρεθεί θα έχω και εικόνα…)

Πέμπτη, Ιουνίου 08, 2006

Γύρνα πίσω...

"Σκέψου το"

Το σκέφτηκα!

Διάβασέ μας εδώ! Κι αλλού! Και μίλα μας!

Το πίσω το αγαπώ, αλλά μάλλον δεν υπάρχω πια εκεί.

Χάθηκα, άλλαξα, θύμωσα... Στην αρχή χανόμουν στα μονοπάτια. Τώρα χάνομαι στη σιωπή. Δεν μου αξίζει. Όχι, δεν μου αξίζει. Θα διαλέξω τη σιωπή που ταιριάζει στα μέτρα μου.



Μέχρι τότε εδώ θα είμαι!

Τρίτη, Ιουνίου 06, 2006

Η τριανταφυλλίτσα.




Είχα μόλις ξυπνήσει από το μεσημεριανό υπνάκο μου. Την άνοιξη πάντα κοιμάμαι βαριά και πολλές φορές όταν ξυπνώ, δυσκολεύομαι να καταλάβω αν είναι πρωί ή απόγευμα. Αναρριχώμαι αργά από το πηγάδι του ύπνου. Κάποιος με τραβά προς τα πάνω. Είναι οι σκέψεις. Απλώνονται σαν κλαδιά στα τοιχώματα οδηγώντας με στην έξοδο. Πολλές φορές ένιωσα σαν κοντορεβυθούλα που πατά από κλαρί σε κλαρί, για να βγει πάνω και να αποκαταστήσει επαφή με τον πραγματικό κόσμο.

Αυτή τη φορά, αυτός που με τράβηξε έξω ήταν η τριανταφυλλίτσα.
Στεκόταν στη γωνία του σπιτιού, στερεωμένη με τα καρφάκια της και ανέβαινε ολοταχώς προς τα κεραμίδια. Εγώ την είχα φυτέψει εκεί κατά τη τελευταία μου επίσκεψη στο χωριό, στο πατρικό μου σπίτι. Μέχρι τώρα μόνο επισκευές έκανα, γιατί αυτές προείχαν και δεν είχα ποτέ το χρόνο για καλλωπισμούς. Το σπιτάκι όμως την έλεγε στα φανερά την ανάγκη του, ιδίως όταν έκλεινα τα πορτοπαράθυρα, μάζευα τα πράγματα από την αυλή και έφευγα για την Αθήνα. Οι εξωτερικοί τοίχοι, χωρίς την ακαταστασία των πραγμάτων που στερέωνα πάνω τους πρόχειρα όσο έμενα, έδειχναν τότε γυμνοί, τελείως εκτεθειμένοι στο βλέμμα. Είναι αλήθεια ότι σε κάτι κρυφές γωνιές, κάτι σκασίματα ή μικροσκοπικές τρυπούλες υπήρχαν τα μερμήγκια και πού και πού, έσπαζε η νεκράδα τους από κανένα κολλητηράκι πράσινο που στεκόταν ακίνητο σαν χαλκομανία.

Την φύτεψα λοιπόν την τριανταφυλλίτσα. Στη γωνία εκεί που έδενε παλιά ο παππούς τα ζωντανά, δίπλα σε μια χαμηλή τριγωνική ποτίστρα κι εκείνη άπλωσε από αυτή την απόσταση των λίγων εκατοστών από το τοίχο, την σπονδυλική της στήλη σχηματίζοντας στο ύψος της ρίζας μια ελαφρά καμπύλη.

Εμεινα να την παρατηρώ σε αυτή τη θέση, προσπαθώντας να φανταστώ πώς θα ήταν όταν άπλωνε και τα χέρια της και τα μαλλιά της πάνω στον αγριωπό τοίχο .Θα έμοιαζε με χορεύτρια σε κάποια μοντέρνα φιγούρα. Η, σα γυναίκα που κολλούσε σφιχτά το κορμί πάνω στον εραστή της. Θα σχημάτιζαν τότε ένα σύμπλεγμα γοητευτικό, από ασβέστη, κλαριά, άνθη και αγκάθια. Το χειμώνα μόνο κλαριά και αγκάθια. Ωστόσο πάντα εκεί, κολλημένη πάνω στο τοίχο. Ενας άρρηκτος δεσμός όπου συναίνεσαν και οι δυο, τριανταφυλλιά και τοίχος.

Ετσι τα έφτιαξα με το νου, αποσταμένη λίγο πάνω από το κασμά, δικαιολογώντας το παραστράτημα της φαντασίας μου από το σούρουπο και τις σκιές που απλώνονταν γύρω .

Η αλήθεια είναι, ότι πάντα υπάρχει στη φαντασία μας μια τριανταφυλλιά να αγκαλιάζει το «πατρικό» μας σπίτι. Εκεί που καταλάβαμε για πρώτη φορά το Κόσμο. Τη θέλουμε εκεί να τυλίγει το παρελθόν και να αγκαλιάζει το μέλλον. Σαν φρουρός. Η, σαν εγγυητής του. Είναι αυτή η τριανταφυλλίτσα ένας ζωγραφικός πίνακας κι εμείς πηδάμε μέσα.

Ξυπνώντας, μια ανησυχία. Ποιος θα την ποτίζει; Πόσο θα είχε τώρα απλωθεί; Μέχρι πού θα είχε φτάσει; Σχεδόν ένιωθα τη μικρή ανάσα της, στεγνή. Εβλεπα τα φύλλα της να έχουν στρίψει λίγο. Κι ο τοίχος να προσπαθεί να την συγκρατήσει! Κι εκείνη να ρίχνει το βλέμμα στο έδαφος. Να λυγίζει τα γόνατα στέλνοντας από τις ρίζες της και τη τελευταία σταγόνα.

Ω! πόσο μεγάλη αποστολή τής είχα αναθέσει! Να ζήσει! Και πόσο είναι αξιοπρεπής. Να προσπαθεί να τα καταφέρει μόνη! Ερχεται μόνο στον ύπνο μου και με εγείρει!

Ποτέ δεν έδινα ιδιαίτερη σημασία στα φυτά. Πότε δε τα αφουγκραζόμουνα τόσο. Ζούσα πάντα μαζί τους αρμονικά αλλά σε παράλληλους κόσμους.
Και τώρα μια μικρή τριανταφυλλιά, όλος ο Κόσμος!









υγ ....και πήρα τηλέφωνο τον κυρ-γιώργη το γείτονα. Εννοια σου, μου είπε θα στη ποτίζω. Τι καλός γείτονας! Τα όνειρά μας καμιά φορά τα εναποθέτουμε και σε φίλους; Ετσι δεν είναι;
Καλημέρα και με φωτογραφία σήμερα...

Σάββατο, Ιουνίου 03, 2006


Λοιπόν αγαπητοί μου συμπλογκίτες, όσο το κοιτάζω αυτό το υποβρύχιο, τόσο μου αρέσει. Και αυτό γιατί ένα υποβρύχιο μπορεί και βυθίζεται στο νερό. Δεν είναι δηλαδή σαν τα καράβια που ταξιδεύουν μόνο πάνω στη θάλασσα. Αυτό έχει πλήρη έλεγχο του υγρού περιβάλλοντός του. Βλέπει τα θαλάσσια φυτά, τα ψάρια. Πάει βαθιά, πιο ψηλά, αναδύεται, ταξιδεύει στον αφρό. Ολα. Τα καράβια δεν ξέρουν τα κακόμοιρα τι υπάρχει από κάτω. Εχουν βέβαια όργανα αλλά δεν είναι το ίδιο. Μπορεί να βλέπουν αλλά δε γίνονται ένα με το βυθό.

Δε ξέρω πώς, αλλά όλες αυτές οι σκέψεις με οδήγησαν "υποβρυχίως" θα έλεγα, σε μερικές άλλες σκέψεις σχετικά με τα μπλογκς. Είναι που λέτε ένα μπλογκ, έτοιμο από τον μπλόγκερ, σαν καράβι που ταξιδεύει πάνω στα νερά της μπλογκοθάλασσας. Μέσα σε τρία λεπτά το έχεις φτιάξει και μπορείς να στείλεις το πρώτο σου σήμα σαν καπετάνιος. Μπου- μπου.....καπνός βγαίνει ήδη από το φουγάρο. Κι έχεις και ήδη απλωμένο έτοιμο το χάρτη. Εδώ τα αρχεία, εκεί τα προηγούμενα ποστς, τα λινκς, το προφίλ. Ετοιμο!

Η δεύτερη σκέψη μου ήταν ότι αυτά τα έτοιμα μπλογς, μου θυμίζουν κάτι έτοιμα μοντέλα σπιτιών που έδωσε το κράτος στους σεισμόπληκτους, στους πρόσφυγες, τους αξιωματικούς ή και τους εργάτες. Κουτάκια για στέγαση! Ιδια. Και μέσα ανθρωπάκια που βγαίνουν και ποτίζουν τις γλάστρες τους με τα ποτιστηράκια. Κάπως έτσι ένιωσα. Λίγο ποντικάκι.Βέβαια σαν δεν έχεις σπίτι, ευγνωμονείς τους πάντες και τα πάντα που σε στέγασαν.Ομως μετά από λίγο κοιτάς γύρω σου και νιώθεις λίγο σαν σε γκέτο.

Επόμενη σκέψη. Πώς θα δώσω προσωπικό χαρακτήρα στο μπλο-γ-κάκι μου.Βέβαια δεν είναι τόσο το παρουσιαστικό, όσο αυτά που λέει ο άνθρωπος. Ετσι και τα μπλογκς. Αυτά που γράφεις μετρούν περισσότερο από την εμφάνιση. Παρόλα αυτά, υποψιάζομαι ότι και αυτά που λέει ο άνθρωπος εξαρτώνται κατά μεγάλο μέρος από το αν αισθάνεται άνετα μέσα στα ρούχα του. Δεν είναι δυνατό δηλαδή, να μιλάς ελεύθερα μέσα σε μια εργατική φόρμα, πανομοιότυπη με του διπλανού. Θέλεις μια πινελιά δική σου πάνω σου. Κάτι που θα σε κάνει να γιγαντώσεις τη φωνή σου.

Κι έτσι αγαπητοί μου, άρχισα να στενεύομαι.Προσπάθησα να κουνήσω τους αγκώνες μου και χτύπησα στους τοίχους. Ενα συναίσθημα λίγο ασφυχτικό.

Εκανα μια γυροβολιά να βρω κι άλλους σαν εμένα που ήθελαν μια πιο προσωπική πινελιά. Και βρήκα. Και έβαλα κι εγώ μερικά πράγματα. Αλλά δεν με έφτανε! Κάτι με ενοχλούσε. Δεν ήξερα το βυθό. Ηθελα να μάθω πώς γίνονται όλα αυτά τα πράγματα. Υπάρχει μια γλώσσα πίσω από όλα αυτά. Βρέθηκα λοιπόν να μελετώ τις « εντολές» που καταλαβαίνουν οι υπολογιστές . Και εκεί που " ζωγράφιζα" στο χαρτί μου όλα αυτά τα μυστηριώδη σύμβολα, μια λάμψη φώτισε το μυαλό μου. Με είδα πριν από χρόνια, να κάθομαι στο αμφιθέατρο και λίγο πολύ να " ζωγραφίζω" με τον ίδιο τρόπο τ α σύμβολα της φωνητικής που ήταν πνεύματα, απόστροφοι, οξείες βαρείες και υπογεγραμμένες που δήλωναν τη θέση των φωνηέντων ( βραχέα ή μακρά).

Ετούτη εδώ ήταν μια γλώσσα λοιπόν. Ενας κώδικας σαν τα γαλλικά ή τα αγγλικά που μαθαίνουμε για να συνεννοούμαστε με τους ανθρώπους. Αλλά γιατί να την μάθουμε αφού μπορούμε και συνεννοούμαστε και με τα έτοιμα; Μα γιατί είμαστε ένα υποβρύχιο. Που θέλει να πάει στο βυθό. Δεν είμαστε καράβια. Αυτό δε πρέπει να το ξεχάσουμε ποτέ. Δεν πλέουμε. Βυθιζόμαστε. Ζούμε σε μια εποχή που δεν αρκεί να συνεννοούμεθα με τους ανθρώπους. Πρέπει να συνεννοούμαστε και με τις μηχανές!

Το περίεργο είναι ότι είναι ο μόνος τρόπος για να μην καταντήσουμε κι εμείς μηχανές. Εργάτες σε γκέτο.

Παρασκευή, Ιουνίου 02, 2006


Η σιωπή με θλίβει!

Σε ετούτα εδώ τα βάθη όμως, για να ακούσεις πρέπει να σιωπήσεις. Για να ακούσεις τον παλμό του βυθού, τη μουσική που συνθέτουν τα βότσαλα, η άμμος, τα φύκια, να ακούσεις τη φωνή των πλασμάτων που πρώτα κατοίκησαν τη Γη και προπαντός για να αντιληφθείς την ομορφιά ενός κόσμου βυθισμένου σε μια ύλη πυκνότερη απ' τον αέρα, που εμείς οι "ζωντανοί" αναπνέουμε και ενίοτε μας σκοτώνει, και αραιότερη απ' το χώμα, που ανέχεται να μας φέρει και ενίοτε μας καταβροχθίζει (!!!), είναι ανάγκη να σιωπήσεις.


Ας μιλάει λοιπόν η ψυχή και τ' ακροδάχτυλα...

Καλώς σας βρήκα!

Πέμπτη, Ιουνίου 01, 2006

πρώτα θα σας χαιρετήσω
κι ύστερα σαν σεμνός κι ευαίσθητος , αλλά νεκρός θεατρίνος
θ'αφήσω ένα κομμάτι σάπιο ανθρώπινο κρέας να πέσει
από πάνω μου
για να λερώσει τα ιταλικά πλακάκια
μόνο και μόνο για να σας θυμίσω ότι
ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΘΑ ΚΛΗΡΟΝΟΜΗΣΟΥΝ ΤΗ ΓΗ .....
το κουβαλώ επάνω μου αιώνες, ήρθε η ώρα να το απορρίψω ,
να γδυθώ ως το κόκκαλο....
σαπίζω αδέρφια μου ....είναι γεγονός...πάντα ήταν,
τώρα πια το ξέρω ,
αλλά παρ'ολα αυτά είμαι δυνατός κι εύθυμος
κι έτοιμος





ας αρχίσει το παραμύθι .


Νεκρολαγνεία
-------------
Ημιδιάφανη , φορεμένη κατάσαρκα....

βλέμματα 'φήνει λαίμαργα
να σμίξουν με τ' αυτάρεσκα ,
για να χαρούν συντροφικές , ανομολόγητες ,
χαρές κρυμμένες ,ως πρόσφατα απαγορευμένες
του σκοτεινού παλιού-νέου σφρίγους
που τώρα πια σαν σώμα διαγράφεται ,
μία σκιά κάτω από τις πτυχώσεις της ,


....η επίφαση της φωτεινότητας ,
πολύτιμο των λίγων πρόσχημα
αγαπητό των σιχαμάτων όχημα ,
καίγεται απ' το πάθος
των νεκρών κορμιών μας .