Σάββατο, Δεκεμβρίου 02, 2006

Αναπτήρες.

-Μπορώ να έχω την φωτιά σας, παρακαλώ;

Ηταν μια ερώτηση που μας έκανε να χαμογελάσουμε κρυφά γιατί ήταν και ο τρόπος να σε φλερτάρει κάποιος. Η «φωτιά» είχε μια έννοια διφορούμενη. Χωρίς ποτέ να είσαι σίγουρος.
Πολλοί άνδρες είχαν αναπτήρες θυέλης. Οι γυναίκες είχαν κομψούς, συνήθως ασημί ή χρυσαφί.
Το να σου δώσει κάποιος το τσιγάρο του για να ανάψεις από την καύτρα ήταν σημάδι μεγάλης άνεσης.
Οι κύριοι σου έτειναν τον αναπτήρα ανάβοντάς τον. Υπήρχε μια αμφιβολία στο βλέμμα τους για το αν θα τα κατάφερνες με την πρώτη.
Οι πιο προοδευτικοί σού τον έδιναν στο χέρι να ανάψεις μόνη σου. Αυτοί ήταν πιο σίγουροι ότι δεν υπήρχε πρόβλημα.
Και στις δυο περιπτώσεις είχες μια μικρή αγωνία.

Σε περίπτωση που σου έτειναν αναμμένο σπίρτο τα πράγματα δυσκόλευαν, ιδίως αν φυσούσε αέρας. Τότε οι πιθανότητες ήταν μισές δικές σου και μισές του αέρα. Δεν είχες όλο το βάρος της ευθύνης αλλά αν άναβες με τη μια, αποδεικνυόσουν μεγάλος μάστορας. Αν έσβηνε το πρώτο σπίρτο τότε τα χέρια έκαμαν φωλίτσα γύρω από την φλόγα και τα κεφάλια πλησίαζαν λίγο αθέλητα προκειμένου να μη σβήσει η φλόγα. Αν έσβηνε και τούτο το δεύτερο, έπαιρνες όλο το κουτάκι και επικρατούσε αγωνία. Ο εχθρός ήταν κοινός πλέον, ο αέρας, ο Αέρας. Εκαμες με τα δάκτυλά σου όλα τα ταχυδακτυλουργικά και αν δεν έσβηνε ήτανε νίκη, Νίκη.

Υπήρχε βέβαια και η περίπτωση να σβήσει το σπίρτο πριν καν ανάψει με εκείνο το θλιβερό τσαφ αφήνοντας την χαρακτηριστική σπιρτάδα στον αέρα. Τότε υπήρχε αμηχανία.

Θυμάμαι επίσης το «τσακμάκι». Ω! Αυτό ήταν για πράγματα της στιγμής που παρουσιάζονταν ολούθε, όπως για να κάψεις λίγο την άκρη του σπάγκου.

Τώρα με τα μπικ, έχεις πολλές ευκαιρίες. Τα δάκτυλα γυρίζουν μηχανικά την πέτρα ενώ ο άλλος συνεχίζει την κουβέντα του με τον διπλανό του ή στο κινητό.
Ακόμα και το ευχαριστώ σου περνά σχεδόν απαρατήρητο. Τόσο που δεν είσαι σίγουρος ούτε καν εσύ ότι το είπες.

Πεζή εποχή όπου η φωτιά είναι ζήτημα αυτοματισμού.
Ούτε θυμάμαι πια από πότε έχω να δω σπίρτα.
Παλαιότερα αγόραζες την μάρκα σου «κι ένα κουτάκι σπίρτα».
Σε κάθε άναμμα μοσχοβολούσε για λίγο το δωμάτιο. Ηταν και ο «προδότης» όταν αρχίσαμε να πρωτοκαπνίζουμε κρυφά...
Τα θυμόσαστε;
Σου έδιναν επίσης τα ξενοδοχεία εκείνα τα πλακέ με καμιά δεκαριά μέσα σαν διαφημιστικό με το όνομα καλλιγραφικά γραμμένο, διεύθυνση και τηλέφωνο Κάναμε και συλλογές από ταξίδια. Τώρα σου δίνουν αναπτηράκια με την φίρμα τους σταμπαρισμένη, συνήθως σε διαφορετικό χρώμα για να κάνει εντύπωση.

Η ερώτηση μπορεί να παραμένει η ίδια αλλά η λέξη «φωτιά» αντηχεί σαν απολίθωμα εκείνης της παλιάς Φωτιάς.

Δευτέρα, Νοεμβρίου 20, 2006

DEERHUNTER no2 (rookie bugs a doe)



σε συνεχεια ... οπως το λεει κι ο τιτλος ...
[τυχαια επεσε σημερα στα χερια μου η πιο πανω φωτογραφια απο αμερικανικη τοπικη εφημεριδα ,ισως απο μια πολιτεια που αρχιζει απο I ...



τοσο ανωδυνα επιπεδη εξ'αποστασεως, που δε μπορει παρα ,ισα ισα , να ανηκει στις σελιδες ενος χαρτη , ανικανη να χωρεσει στη δικη μας πραγματικοτητα και οπου εκει ,μακρυα απο εμας ( απο τις τρεις διαστασεις της πραγματικοτητας μας) ισως εκκολαπτεται η νεα, αγρια γεννιά που θα γκρεμισει το καλο και το κακο και θα μας απελευθερωσει απ' τον εξωγηινο πολιτισμο , σκεπτομενη με εικονες, τις οποιες οι λεξεις ειναι ανικανες να περιγραψουν και ποσο μαλλον να φανταστουν . Εικονες που μονο η οξυτητα των αισθησεων , η ακορεστη ορεξη για σαρκα ,αιμα και απολαυσεις και η αχαλινωτη δυναμη των παιδιων του λυκου μπορουν να σμιλεψουν



....χρησιμοποιηθηκε κομμενη κομματακια σαν μονωση σε πακετο ...κι οπως λεει και το τραγουδι ..."bad news travels (fast)"...αυτα τα νεα σιγουρα εκαναν ενα διαδιαστασιακο
ταξιδακι ...αργα ή γρηγορα ...και τωρα ,ισως, τα λαβαμε κι εμεις ].

Πέμπτη, Νοεμβρίου 16, 2006

Η Συνέντευξη.

«Ηταν μια ευτυχισμένη εποχή όπου κυνηγούσαν μαζί.Τους άρεσε να ζώνονται το τουφέκι και να στήνουν ενέδρα στο ελάφι. Σαν ξεπρόβαλε από την άχλη του δάσους -για μια απειροελάχιστη στιγμή- το δάκτυλο καθυστερούσε στην σκανδάλη. Μετά ηδονικά την πίεζε και η σφαίρα έτρεχε αφήνοντας στον αέρα την θανατηφόρα της βοή. Το τύλιγαν σε μια κουβέρτα και άνοιγαν ένα μπουκάλι καλό κρασί.

Μετά οι σφαίρες άλλαξαν πορεία. Βρέθηκαν όλοι μαζί να κυνηγούν ανθρώπους. Τώρα δεν είχαν τουφέκι. Είχαν όπλα που έβγαζαν φωτιά. Τις ενέδρες τώρα τις είχαν στήσει άλλοι γι αυτούς. Αν τους σκότωναν δεν θα τους τύλιγαν σε κουβέρτα. Αν τους έβρισκαν ζωντανούς στην ενέδρα θα τους ανάγκαζαν να παίξουν ρωσική ρουλέτα. Τραβούσαν τότε την σκανδάλη κι η σφαίρα έφευγε αφήνοντας στον νου την θανατηφόρα της βοή.

Υστερα ο πόλεμος τελείωσε και γύρισαν πίσω.
Τίποτα δεν ήταν όπως πρώτα.
Το τουφέκι έστεκε.
Η γυναίκα έκλαιγε.
Ο φίλος σιωπούσε.
Το μυαλό δεν ήθελε να γυρίσει πίσω.

Μετρήθηκαν. Ηταν όλοι απόντες, είπαν.
Επρεπε να πάνε πίσω να κουβαλήσουν το μυαλό τους.
Οι άλλοι είπαν ότι θα ζούσαν έτσι. Με όσο κορμί τούς είχε απομείνει.
Ενας είπε ότι θα πήγαινε πίσω όχι για τον ίδιο αλλά για τον άλλο, τον φίλο που είχε μείνει «εκεί». Για το μυαλό του δεν τον ένοιαζε, είπε.

Τον έψαξε παντού. Τον βρήκε να παίζει μέσα στους καπνούς. Είχε τα μάτια δεμένα κάτω από μια χαμηλή λάμπα. Ενα γύρω στο τραπέζι, κλοιός ανθρώπων που στοιχημάτιζαν. Πάνω στο τραπέζι ένας σωρός ζεστά χαρτονομίσματα. Και το πιστόλι.

Του είπε ότι είχε επιστρέψει «εκεί» για να τον πάρει μαζί του. Το είπε πολλές φορές. Είπε το όνομά του. Φώναξε το δικό του. Ηταν τόσο κίτρινος! Τα χέρια του ήταν ακόμα κομψά. Τα νύχια περιποιημένα και φορούσε άσπρο πουκάμισο.

Νόμισε ότι τον άκουσε . Χάθηκε προς στιγμή η παγωμένη έκφραση αλλά μετά σήκωσε πάλι το πιστόλι στον κρόταφο.

Ηλπισε ότι θα ακουστεί το κλικ. Αλλά όχι ήταν η σφαίρα».

Τον συνάντησα όταν ήταν πια πολύ γέρος. Από το όμορφο κορμί δεν είχε σχεδόν τίποτα διασωθεί. Από το μυαλό όλα είχαν σωθεί.

Τον ρώτησα γιατί είχε επιστρέψει «εκεί». -Τον αγαπούσες τόσο πολύ, επέμενα.
Είπε ότι τον αγαπούσε πολύ. Η φωνή του έτρεμε λίγο. Μετά σήκωσε το χέρι και είπε: γιατί να σου πω ψέματα; Αν πρόκειται κάποιον να κοροϊδέψω, είναι ο εαυτός μου.





Σε ελεύθερη μεταφορά από τον «Ελαφοκυνηγό».

Σάββατο, Νοεμβρίου 11, 2006

το πρωτο χιονι

-------------------------------------------------------------------------------------
Οδηγωντας σημερα το πρωι στην εθνικη οδο κατω απ' τον ολυμπο και βλεποντας το χθεσινο χιονι ,που βεβαιως δεν ηταν το πρωτο για φετος ,αλλα ηταν το πρωτο που εφτασε τοσο χαμηλα(γυρω στα 700μ υψομετρο),ξεθαψα το παρακατω αποσπασμα απο ενα μισοτελειωμενο διηγηματακι μου (που φιλοδοξω να το τελειωσω καποτε) ."ΥΠΟΒΡΥΧΙΟ ΣΤΟ ΒΟΥΝΟ ?" θα αναρωτιεσται... κατα τη θρυλικη ατακα του θαναση βεγκου
"ναυτοπροσκοποι στο βουνο ? ααχα" .
-------------------------------------------------------------------------------------






Προχθές έπεσε το πρώτο χιόνι.

Ήμουν σ' ένα καταφύγιο στο βουνό με παρέα και

πήγαμε μια μικρή νυχτερινή πορεία ενώ χιόνιζε.

Όλα ήταν ήσυχα ,

τόσο ήσυχα που περίμενα από στιγμή σε στιγμή το τέλος του κόσμου.

Βγήκε ένα βοριαδάκι κι η ατμόσφαιρα καθάρισε

λίγο .

Ανάψαμε τσιγάρο και βλέπαμε τα ηλεκτρικά φώτα των ανθρώπων κάτω στον κάμπο,

ένα φάλτσο στο χειμερινό τοπίο .

Δε μιλούσα .Περίμενα να τα δω να σβήνουν με τη μια

και ν'ακούσω τις κραυγές των νεκρών να σκίζουν το λευκό σάβανο με το οποίο ο πορνόγερος ο χειμώνας στολίζει την ερωμένη του τη φύση ,για να της επιβάλλει την πολύτιμη για όλα τα γερόντια σιωπή .



Ο χειμώνας είναι ο ιδανικός εραστής της ,

ένας κανονικός sugar daddy .

Ο μόνος ικανός να τη σκοτώσει απλά για να τη δει να ξαναγεννιέται ,όταν αυτός

φύγει γι αλλού .

Για τη φύση ο θάνατος ποτέ δεν είναι το τέλος .

Δεν είναι θρήνος ,κατάθλιψη και κλάψα ,

αλλά ελπίδα κι έρωτας .

Κυριακή, Οκτωβρίου 29, 2006

Υπόθεση blogme

Διαβάζω τις δημοσιεύσεις που αφορούν την υπόθεση blogme.gr και προβληματίζομαι.

εδώ
εδώ διαβάστε τα άρθρα που έχουν γραφτεί για το θέμα στην διεύθυνση κάτω από το μπάνερ
εδώ
και

εδώ. βλέπε σχόλια

«ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΥΠ' ΑΡΙΘ. 131 (ΦΕΚ Α? 116/16.05.2003)
Προσαρμογή στην Οδηγία 2000/31

Ευθύνη των μεσαζόντων παροχής υπηρεσιών. Αρθρο 11 Απλή μετάδοση 1. Σε περίπτωση παροχής μιας υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας συνισταμένης στη μετάδοση πληροφοριών που παρέχει ο αποδέκτης της υπηρεσίας σε ένα δίκτυο επικοινωνιών ή στην παροχή πρόσβασης στο δίκτυο επικοινωνιών, δεν υφίσταται ευθύνη του φορέα παροχής υπηρεσιών όσον αφορά τις μεταδιδόμενες πληροφορίες, υπό τους όρους ότι ο φορέας παροχής υπηρεσιών: α) δεν αποτελεί την αφετηρία της μετάδοσης των πληροφοριών, β) δεν επιλέγει τον αποδέκτη της μετάδοσης και γ) δεν επιλέγει και δεν τροποποιεί τις μεταδιδόμενες πληροφορίες».


Αυτά που σκέφτομαι:
όταν γράφω στο ιστολόγιό μου, έχω αποκλειστικά την ευθύνη των όσων γράφω.

Αν όμως αυτά που γράφω αναρτούνται υπό μορφή καταλόγου από έναν φορέα μετάδοσης της πληροφορίας, όπως το δικό μας monitor ή το blogme, όπου είμαι κατόπιν εγκεκριμένης αιτήσεώς μου μέλος, έχω κάνει μια σύμβαση δηλαδή, τότε μήπως την ευθύνη σύμφωνα με την υπάρχουσα νομοθεσία, την έχει και ο διαχειριστής της εν λόγω σελίδας;

για τον λόγο ότι:

1. αποτελεί ο συγκεκριμένος φορέας αναμετάδοσης της πληροφορίας την πηγή μετάδοσης της πληροφορίας (όσα γράφω).
2. ότι με έχει επιλέξει σαν αποδέκτη της πληροφορίας που μεταδίδει.

Διότι ο κάθε ένας από τους εγγεγραμμένους ιστολόγους λειτουργεί για τον άλλον σαν αποδέκτης και αφού όλοι είναι επιλεγμένοι από τον διαχειριστή της σελίδας που αναρτά τις δημοσιεύσεις, αποτελούν όλοι μαζί ένα επιλεγμένο κοινό μέσα στο οποίο γυρίζει η πληροφορία- πράγμα που δεν συμβαίνει με τις εφημερίδες όπου η σύμβασή αφορά το προσωπικό που γράφει και την διεύθυνση όχι όμως και τον αναγνώστη.

Σημ: το google δεν έχει εγγεγραμμένους. Είναι απλός φορέας αναμετάδοσης χωρίς σύμβαση με τους αποδέκτες του.

Περισσότερα
εδώ. βλέπε σχόλια


ανακεφαλαίωση: αν αναρτώ κείμενα ως ανεξάρτητος ιστολόγος έχω ευθύνη μόνο εγώ.
αν είμαι μέλος σε μια σελίδα αναμετάδοσης της πληροφορίας ,είμαστε, εγώ πρώτα και μετά ο διαχειριστής της.

Το σκεπτικό του νομοθέτη για την 2η περίπτωση φαίνεται να στηρίζεται στο ότι ο διαχειριστής της σελίδας αναμετάδοσης συνεισφέρει στο να διαδίδονται ιδέες, θέσεις και απόψεις μέσα σε ένα συγκεκριμένο, επιλεγμένο αναγνωστικό κοινό που αποτελεί μια κοινωνία> μπλογκόσφαιρα.

Επομένως σε περίπτωση προσβολής τρίτου συνεισφέρει στο να διαδοθεί ευρύτερα. Άρα σε περίπτωση αγωγής υπάρχει ευθύνη.

Η περίπτωση είναι σοβαρή για τον λόγο ότι κάθε φορά που κάποιος θιγόμενος μηνύει τον διαχειριστή μιας μηχανής παρακολούθησης, ανεξάρτητα από το αν αυτός θα αθωωθεί ή θα καταδικαστεί, θα υπάρχει ο ΦΟΒΟΣ στα κοντύλια των υπολοίπων. Θα σκέπτεται ο κοντυλοφόρος αν θα πρέπει φερ ειπείν η σάτιρά του, να είναι λίγο πιο μαλακή, ο λόγος του πιο γενικός για να μην την πληρώσει και ο χριστιανός που τον βάζει στο «παρακολουθητήρι» του. Θα πρέπει να είναι πολύ «άνετος» να μην τον νοιάζει. Δεν έχει τώρα μόνο αυτός την ευθύνη των λόγων του αλλά και ο φορέας της μετάδοσης της πληροφορίας.

Συμπέρασμα: γράφετε ελεύθερα μεν αλλά με συνεργάτη την ασφάλεια εκείνου που σας προβάλλει. Πόσο ελεύθερα γράφετε τώρα; Για ξαναδιαβάστε, διορθώστε και κατόπιν αποστείλατε.Δεν νιώθετε λίγο φιμωμένοι;

Το να μην εγγράφεται κανείς σε τέτοιες σελίδες αναμετάδοσης της πληροφορίας δεν είναι λύση. Θα αντιστοιχούσε στο να μην δέχεται να γίνει γνωστός ευρύτερα ο λόγος του μέσω μιας εφημερίδας φερ ειπείν, από φόβο μην βρει τον μπελά του ο ιδιοκτήτης της. Γράφει κανείς για να ακούγεται. Ο λόγος και δη ο δημόσιος εκεί αποσκοπεί.

Διαβάζω ότι ο στόχος του μηνυτή – που λίγο πολύ γνωρίζουμε το όνομά του πλέον- είναι να φτάσει μέσω της μηνύσεώς του στον ιστολόγο που όπως διαβάζω τον «σατίρισε». Χωρίς να γνωρίζω ακόμη το περιεχόμενο αυτής της σάτιρας η οποία έγινε από ιστολόγο ψευδωνύμως θέλω να δηλώσω ότι θεωρώ τόσο την μέθοδο του μηνυτή όσο και του ιστολόγου μη δόκιμες.

1. γιατί όταν αναφέρεσαι σε πρόσωπο ασκώντας του κριτική με οποιονδήποτε τρόπο πρέπει να το κάνεις επωνύμως
2. γιατί όταν χρησιμοποιείς τον νόμο περνώντας χειροπέδες σε άνθρωπο που δεν φέρει ηθική ευθύνη για να φτάσεις στον άνθρωπο που σου έκανε κριτική, ασκείς κατ ουσία την εξουσία του νόμου για να «τακτοποιήσεις» πάλι όπως διαβάζω, κατ ιδίαν μετά τον φταίχτη.....και αυτό βέβαια αποτελεί μέρος των μεθόδων του υποκόσμου.


Θέλω να δηλώσω ότι είμαι υπέρ της ελευθερίας του λόγου. Η ελευθερία του λόγου όμως δεν εννοείται ψευδωνύμως. Είμαι επομένως υπέρ της επώνυμης σάτιρας. Όπως υπέρ της ποίησης, του θεάτρου, της μουσικής, της ζωγραφικής κλπ. Για τον λόγο ότι η τέχνη πάντα «ενοχλούσε» ορισμένους.. Ο δημόσιος λόγος επομένως πρέπει να διαθέτει τεχνική, Οσο πιο «σφιχτός» τόσο πιο ισχυρός. Αν είναι λόγος απρόσκοπτος κάνει κακό στο σύνολο, απ ό,τι αποδεικνύεται.



Και μερικές σκέψεις με ευρύτερη βάση.


Στο τόπο που ζούμε σύμφωνα με το Σύνταγμά μας, έχουμε ελευθερία λόγου.
Έχουμε; Αμφιβάλλω αν ένας δημοσιογράφος - ή ένας απλός πολίτης- μπορεί να γράψει στην εφημερίδα που εργάζεται αυτό που θέλει. Πάντα περνά από τον έλεγχο της διεύθυνσης. Στην τηλεόραση ο λόγος ελέγχεται από τον καναλάρχη και στο ραδιόφωνο από τον "σταθμάρχη".

Συμπέρασμα: ο "δημόσιος" λόγος ελέγχεται. Η ελευθερία του λόγου είναι σχετική.

Θυμάμαι την περίπτωση με τα σκίτσα που σατίριζαν τον Αλλάχ. Επίσης την περίπτωση του Πάπα με τις δηλώσεις για την μωαμεθανική θρησκεία. Είχε δημιουργηθεί οξύτητα μεταξύ 2 πολιτισμών. Τελικά ο Πάπας ζήτησε συγγνώμη -για διπλωματικούς λόγους. Στην περίπτωση του σκιτσογράφου, παρά τις αντιδράσεις των θιγομένων, καμιά θέση από τους "διαδίκους" δεν υπερίσχυσε και το πράγμα έμεινε μετέωρο, μάλλον κατά την εκτίμησή μου υπερίσχυσε η θέση των δυτικών, ως πιο ισχυρών. Ίσως και το όλο θέμα να ήταν και μια επίδειξη δύναμης - και από τις 2 πλευρές.

Συμπέρασμα: η υπέρμετρη άσκηση του δικαιώματος της ελευθερίας του λόγου στρέφεται ενίοτε κατά της ελευθερίας του λόγου, υπό την έννοια ότι δεν οδηγεί πουθενά αλλού πάρα στον λόγο. Η προσφυγή σε διεθνές δικαστήριο πάλι σε λόγο θα οδηγούσε. Όταν δε, τελειώσουν τα λόγια αναλαμβάνουν τα όπλα. Σκοπός των κέντρων εξουσίας είναι όλες οι συγκρούσεις (ιδεολογίας, αναγκών κλπ) να περνούν από το «φίλτρο» του λόγου, μέχρι ο λόγος να χάσει την βαρύτητά του και να πάρουν το λόγο οι "μεγάλοι" που θα μιλήσουν για όπλα.

Στο διαδίκτυο.
Έχουμε όλοι ένα πληκτρολόγιο. Όλοι μιλάμε. Όλοι κάτι λέμε. Οι περισσότεροι ψευδώνυμα. Δεν τα λέμε σε ένα βιβλίο. Ούτε σε εφημερίδα. Ούτε σε σταθμό. Ούτε σε κανάλι. Τα λέμε σε ένα ιστολόγιο. Ποιος τα διαβάζει; Ο ένας διαβάζει τον άλλον. Διαβαζόμαστε. Αλλά νά σου ξαφνικά και το «παρακολουθητήρι»! Η σούμα. Η φάτσα. Οι υπήκοοι του βασιλιά όλοι μαζεμένοι στο προαύλιο. Πώς είναι; Συνοφρυωμένοι; Αξούριστοι; Πεινασμένοι; Οργισμένοι εναντίον κάποιου; Όσο ήταν σκόρπιοι στα χωράφια ήταν βολικά τα πράγματα. Τώρα που είναι όλοι τους μαζεμένοι κοιτάζουν ο ένας τον άλλον και αποκτούν γνώση της ασχήμιας τους. Σε λίγο θα απαιτήσουν ξουράφια για να κόψουν την γενειάδα και ψωμί να φάγουν.

Συμπέρασμα: μεγάλης σημασίας η «φάτσα». Η εικόνα που παρουσιάζουν οι μαθητές στο προαύλιο πρέπει να είναι η "συνήθης". Πιάστε αυτόν που τους μάζεψε στην αυλή.

Ας το εξετάσουμε κι έτσι.




































Υγ εμείς παιδιά θα γραφτούμε στο monitor?

Πέμπτη, Οκτωβρίου 19, 2006

ΓΟΜΑΡΙ (ή ΝΤΟΝΤ ΜΕΣΣ ΓΟΥΪΘ ΤΕΧΝΗ...μαδαφάκα)

1. Eίμαι ένα γομάρι και μισό.Παλιότερα σήκωνα βάρη όλη μέρα και το αποτέλεσμα ήταν ν' αναγκάζομαι ν' αγοράζω μαύρο δερμάτινο μπουφάν δυο νούμερα μεγαλύτερο απ' ότι θ'αναλογούσε σε άνθρωπο με το ύψος μου ,για να χωράν μέσα οι πλάτες και τα μπράτσα μου .Τα μανίκια πάντα ήθελαν κόντεμα.Τα μαύρα τζιν δε μου χωρούσαν στα μπουτια γιατί απ' τα πολλά squat είχαν γίνει τεράστια.Είμαι τρομαχτικός ακόμα και τώρα στην κατάσταση που βρίσκομαι.Τι λεω...! τωρα ειμαι χειροτερος κι απ’ τον χειροτερο εφιαλτη σας .Δούλευα πολλά χρόνια πόρτα σε μαγαζιά κι έσπασα πολλά κεφάλια με ασήμαντη αφορμή.Τιποτα δε με διασκεδαζε περισσοτερο ,απ' το να βλέπω ενα κόκκινο παραμορφωμένο κεφάλι, να με παρακαλαει να σταματησω ,να το κλωτσαω.Ιδίως αν αυτό το κεφάλι μιλούσε ελληνικά με αλβανική προφορά και πάντα με τις ευλογίες του καταστήματος.Αυτά τα μουνιά δεν θέλουν να καταλάβουν ότι
εδώ κάνουμε κουμάντο εμείς και τέλος.
Ο λόγος που είμαι ακόμα εδώ και σας μιλάω είναι για να σας διδάξω. Να μην την πατήσετε και ‘σεις σαν κι εμένα.

Περνούσα νύχτα απ' την κωλοπόλη σας και σταμάτησα να ξεμουδιάσω.
Άφησα τη μηχανή κάπου να τη βλέπω απ' το παράθυρο και μπήκα μέσα σ’ένα φρουτάδικο για να παίξω,να ξεκουραστώ και να συνεχίσω το ταξίδι φρέσκος.Συνήθως σε τέτοια κωλομάγαζα βρίσκεις και κανένα γκομενάκι για γλέντι.Δε χρειάζεται να τα ψάξεις. Σε βρίσκουν αυτά αν έχεις τη σωστή μούρη , δηλ. αν δε βρωμάς σαν γουρούνι αν με καταλαβαίνετε.

Πήγα κατευθείαν στο μπαρ και ζήτησα ένα μεγάλο βαρέλι μπύρα κι ένα σφηνάκι γουάϊλντ τέρκυ ,πριν προλάβει να μου μιλήσει η γκόμενα, που ήταν μέσα. Άναψα τσιγάρο τράβηξα μια τζούρα και φύσηξα τον καπνο . Καλό κομμάτι, ρωσίδα ή ουκρανέζα ,ξανθειά, ζουμερή και κάτασπρη με μεγάλα μπλε μάτια. Μόλις μου τα ‘φερε ,τη ρώτησα από που ήταν και είπε ότι ήταν από Ρουμανία .Ωραία βυζιά!...με σιλικόνη!όπως αμερική. Είχα κάνει λάθος και δεν είχε και την ηλίθια ρώσικη προφορά ,που με γκαύλωνε, τελικά. Επίσης ,δεν είχε και γουάϊλντ τέρκι και μού 'βαλε τζακ. Το τζακ ήταν ζεστό .Σκέτο πετρέλαιο.Μου έγδαρε το λαρύγγι.Την κέρασα κι αυτή ένα ίδιο να βάλει μυαλό και πήρα δεύτερο.Τσούγκρισε μαζί μου και τα κοπανήσαμε μαζί.
“Aspro patos”
“ τον βλεπω”
Κατέβασα μια γερή γουλιά παγωμένη μπύρα να ξεπλύνω το μέσα μου.

"esy apo poy?"
“…………………….”
“pws lene?”
“…………………….”
Οι γαμημένες οι ρουμάνες ζεσταίνονται όταν μυρίσουν ευρουδάκια αλλά μόνο για όση ώρα τα παίρνουν .Θέλουν λεφτά για να βάλουν σιλικόνη ή να πάρουν λουσάτα ρούχα. Γαμάνε ψυχρά σα μηχανές .Πολύ επαγγελματίες για να τις γουστάρω αν και συνήθως όμορφες. Τα ρώσικα μουνιά όμως γουστάρουν το γαμήσι.Αποφάσισα ν’απαντήσω .
"Απο δω γυρω.”
"Μη μιλας πολυ και κοιτα να γεμιζεις το ποτηρι μου μολις αδειαζει".
"esy ti doyleia ?"
"Μονο να γεμιζεις το ποτήρι”.
”Bάλε να πιούμε ακόμα ένα".

Η ώρα περνούσε ,τα ποτήρια άδειαζαν και όσο γέμιζαν ξανά και ξανά τόσο πιο ενοχλητική γινόταν η γκόμενα και τα τεχνητά βυζόμπαλλα που μου μοστράριζε απλά δε δούλευαν.Το βλέμμα μου έπεσε σ'ενα όμορφο ξανθό παιδάκι ,όχι πανω απο 12-13 χρονων .Πήγα προς το μέρος του ,τράβηξα ενα σκαμπω κι έκατσα δίπλα του....

Όταν φύγαμε μαζί απ’ το φρουτάδικο το παιδάκι γελούσε όλο χαρά πού θα το πήγαινα βόλτα με τη μπουτσουκλετα.Το ανέβασα πάνω ,τό ’βαλα να κάτσει μπροστά και κόλλησα πάνω του για να μπορώ να οδηγώ. Έτριβα το μπούτσο μου πάνω του.Δεν πήγαμε μακρυά. Έστριψα σ' ένα σκοτεινό στενό γεμάτο σκουπίδια και σταμάτησα εκεί.

2. ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΗΞΕΡΑ
Λίγες μέρες πριν, στην πόλη είχαν ξεκινήσει μεγάλα έργα αναβάθμισης των υποβαθμισμένων συνοικιών. Κάποιοι είχαν προτείνει στον Δήμαρχο ,να αναθέσει σε ομάδες νεαρών καλλιτεχνών, να ζωγραφίσουν όλους τους άχαρους μαντρότοιχους και τις τυφλές όψεις των πολυκατοικιών με σπρέϊ.
Και το επίπεδο να ανεβαίνει κι ο κόσμος να ξεχνάει τη φτώχια του
και τα παιδιά να ξεκαυλώνουν ,κι η πόλη ντεμέκ να ομορφαίνει και κονδύλιο παχύ να κοπεί για να βάλουν οι κύριοι δημοτικοί σύμβουλοι καμμιά μίζα στην τσέπη.Κι επειδή οι μαλάκες ,οι φτωχοί κάτοικοι του μπύθουλα δεν καταλαβαίνουν από τέχνη, τα βράδυα πήγαιναν και καταστρέφανε τα έργα, γράφοντας από πάνω "ΘΥΡΑ 4",και "ΕΤΣΙ ΓΑΜΑΕΙ Η ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ" και "ΜΠΑΝΤΑΤΟΥΔΗ ΦΥΓΕ", η δημοτική αστυνομία ανέλαβε τη φύλαξη της περιοχής με περιπολίες, ώσπου να τελειώσουν τα έργα και να πάει ο Δήμαρχος να κάνει τα αποκαλυπτήρια ταυτόχρονα με μια μεγάλη συναυλία της Γανδή και του Σάκη Κουβά η του Δ. Σαβρόπουλου και του Γ. Μπαλαρα. Άλλο κονδυλι κι αυτό...δώθηκαν αυστηρές εντολες για φύλαξη των έργων πάση θυσία και με οποιοδήποτε τροπο , γιατί το προφίλ της δημοτικής αρχής χρειαζοτανε επειγόντως λίφτινγκ και "γιατί η τέχνη είναι το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωη μας",όπως είπαν στα αξιοκρατικώς (όποιος είχε το πιο μεγάλο βίσμα),νεοπροσληφθέντα στελέχη της νεοσύστατης Δημοτικής Αστυνομίας και "γιατί το κύρος του σώματος εξαρτάται από την επιτυχή έκβαση της αποστολής αυτής".”Έρχονται κι εκλογές“.

3. ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΨΗΤΟ
Το μαλακισμένο το παιδάκι έκλαιγε σαν γατί όταν τό‘σκιζα. Γαμώ την αλβανία του μέσα. Ένα κάρο λεφτά του έταζα για να το βουλώσει και δεν σταματούσε να σκούζει. Έχυσα μέσα στο σφιχτό,άσπρο κωλαράκι του και τραβήχτηκα με το μπούτσο μου να στάζει και ακόμα σκληρό σαν σιδερόβεργα."Έχω και γαμώ τα εργαλεία μικρέ " του είπα."Όταν μεγαλώσεις κοίτα να μου μοιάσεις αν θες να σ'αγαπάν οι γυναίκες". Έβγαλα ένα πενηντάρικο και του τό'δωσα. "Αϊντε σπίτι τώρα.Είναι πολύ αργά για να γυρνάς έξω τέτοια ώρα. Ο κόσμος είναι γεμάτος ανώμαλους , δε στα είπε η μάνα σου?"

Ο μικρός μάζεψε τα βρακιά του κι έφυγε μιξοκλαίγοντας ,γιατί πρέπει να τον είχα πονέσει με το τεράστιο εργαλείο μου, αλλά τι να έκανα..αυτός είμαι ‘γω . Ένα καλό κατούρημα ήταν αυτό που χρειαζόμουν για να ολοκληρώσω την απόλαυση. Τον ξαναέβγαλα έξω και γύρισα προς τον τοίχο. Πρόσεξα μια μυρωδιά φρέσκιας μπογιάς και κάτι περίεργα σχέδια στον τοίχο..."τι μαλακ"...δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω τη σκέψη μου.

" ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΨΗΛΑ ΝΑ ΤΑ ΒΛΕΠΟΥΜΕ ΚΑΙ ΓΟΝΑΤΙΣΕ ΚΑΘΑΡΜΑ,ΣΕ ΣΗΜΑΔΕΥΩ".Το κάτουρο πάγωσε μέσα στον πρησμένο σωλήνα μου."Τι μαλακείες ειν' αυτές ρε παιδιά. Δεν έκανα τίποτα" είπα, ενώ σκεφτόμουνα οτι το μαλακισμένο με κάρφωσε. "ΓΥΡΝΑ ΑΡΓΑ ΑΡΓΑ ΜΕ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΨΗΛΑ". Άρχισα να γυρίζω και κατέβασα τα χέρια μου για να βαλω μέσα το εργαλείο ,να μη γίνω θέαμα. Άκουσα τους πυροβολισμούς και ταυτόχρονα σχεδόν, κάτι καυτό διαπέρασε το σιδερένιο κορμί μου και με πέταξε κάτω.Ο πόνος ήταν αφόρητος και δεν πρόλαβα ούτε να ουρλιάξω. "Γαμιόληδες με φαγατε" φώναζα , αλλά η φωνή μου δεν ακουγόταν.


Το πρόσωπό μου κόλλησε πάνω στον τοίχο με τις φρέσκιες μπογιές και τώρα έβλεπα τα λουλούδια και τους ήλιους και τα πολύχρωμα παιδάκια να χορεύουν και να με κοροϊδεύουν και το αίμα μου να χορεύει κι αυτο παντού, καθώς έπεφτα κάτω. Το κεφάλι μου κατέληξε στη βάση του τοίχου ,μέσα σε μια λίμνη αίματος και κατουρλιού με υπολλείματα σπέρματος.Η ζωή με χαιρετούσε με κωλοδάχτυλα.Έφευγα καταστρέφοντας την τέχνη με το βρώμικο αίμα μου.Μικροί ,ξανθοί, σατανάδες τραγουδούσαν το "dirty deeds done dirt chip" πάνω απ' το κεφάλι μου. Ο πόνος έφευγε ,
και το υπόλοιπο κατουρλιό μεσα στο εργαλείο μου ξεπάγωσε.Μια ζεστή ,γλυκιά αίσθηση ανακούφισης με πλυμμήρισε, πριν την οριστική, μεγάλη παγωνιά.

Από ψηλά είδα τους αστυνομικούς να πλησιάζουν προσεκτικά το κουφάρι που γύμναζα τόσα χρόνια .Ήθελα να κατέβω ξανά κάτω και να τους σπάσω τα μούτρα..γαμημένοι ερασιτέχνες .
Φώναζαν..
"Πήγε να τραβήξει πιστόλι το καθήκι".
”Πρόσεχε μπορεί να είναι ακόμα ζωντανός",
"Ψάξε το όπλο"
Μια κλωτσιά ταρακούνησε το άψυχο σώμα μου και την ακολούθησε μια γερή σμπρωξιά που το γύρισε ανάσκελα.
”Σκατά !o τύπος απλά κατουρούσε”
”O πούστης κατούρησε τα έργα”
"Σήκω πάνω παλιοκαθήκι να σε γαμήσω"
”ΧΑΑΑΑΑ! Ακόμα κι αυτο ακούγεται καλό τώρα πια” , σκέφτηκα από δω πάνω .
Μια ακόμα κλωτσια στα πλευρά ταρακούνησε το άψυχο σώμα μου.

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 30, 2006

Αναρωτιέμαι...

Αναρωτιέμαι αν και εσείς εκνευρίζεστε με τα φακελάκια που σας έρχονται με το ταχυδρομείο από τους διαφόρους υποψηφίους των εκλογών. Επίσης όταν σας τηλεφωνούν αρχίζοντας τα καλησπέρα σας, ξέρετε ο πατέρας σας και ο πατέρας μου ήταν μαζί....ή μητέρα σας και η μητέρα μου κατάγονται από....

Ξέρω ότι κάποιοι πρέπει να "βγουν" αλλά αναρωτιέμαι γιατί αυτοί θέλουν να βγουν. Τι είδους άνθρωποι είναι; Μήπως αγαπούν τον τόπο περισσότερο από μένα;

Αναρωτιέμαι επίσης γιατί εγώ έχω δεχτεί να με αντιπροσωπεύουν άλλοι.

Μήπως τώρα με το διαδίχτυο υπάρχει περίπτωση να αλλάξει κάτι και να αποφασίζουμε όλοι για όλα αυτοπροσώπως;

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 20, 2006

Χωρίς δίχτυ.

Αν όμως ήταν εκεί;
Τότε η πόρτα θα άνοιγε με τον πρώτο χτύπο.
Τότε γίνεται η έκπληξη.
Μέσα από τα μάτια περνά μια αστραπή και ανοίγουν τα χέρια.
Καλωσορίσματα και περνούν στη σάλα ή βγαίνουν περισσότερα καθίσματα στη βεράντα.
Σε διάστημα εύλογο, βγαίνει το γλυκό- του κουταλιού- και λέγονται κάποια σχόλια για το σωστό του «δέσιμο».
Η επίσκεψη μπορεί να είναι και «αρμένικη».
Μπορεί να γίνει μια γνωριμία ιδιαίτερης σημασίας μεταξύ εκείνου και εκείνης, με εννοείτε τι θέλω να πω, που προβλέπεται ότι θα καταλήξει στο χορό του Ησαΐα.
Μπορεί να αρκεστεί κανείς στο κουτσομπολιό ή μπορεί να το γυρίσει στη πολιτική και να ανάψουν τα αίματα. Στους χαμηλούς μισθούς, στην ενορία, την αργοπορία του τραμ! Καμιά φορά αν υπάρχει στο σπίτι η νέα μόδα της φωτογραφίας, μπορεί ο οικοδεσπότης να προτείνει μια πόζα με τις κοπέλες μπροστά-μπροστά, γυρισμένες ελαφρά στο πλάι, το χτένισμα «παζ», τη μέση δακτυλιδένια.

Η ουσία σε όλα αυτά δεν είναι να σπάσει κανείς την ανία – της Κυριακής. Σιγά-σιγά, ένας δεσμός γεννιέται ανάμεσα σε αυτούς τους ανθρώπους. Κάτι μεταξύ Δευτέρας και Σαββάτου. Όλη τη βδομάδα κοιμάται, αίφνης σε κάποιον γάμο ξυπνά, οπωσδήποτε όταν πρόκειται για λύπη, κηδεία. Μαζεύονται όλοι τότε ντυμένοι επίσημα μιλώντας δυνατά ή χαμηλόφωνα, ανάλογα τη στιγμή που τους έσμιξε πάλι.

Μα εκείνο που μένει πιο πολύ είναι η ανάμνηση.
Το μυαλό την ανακαλεί για χρόνια μετά μέσα από το δίχτυ της μνήμης.

Είναι παράδοξο δυο λέξεις τόσο κοντινές, δίχτυ και δίκτυο, να ορίζουν τόσο διαφορετικά τις σχέσεις των ανθρώπων. Η μια περιέχει πράγματι σχέσεις ή άλλη data που σβήνονται με ένα format.

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 18, 2006

Χωρίς τηλέφωνο.

Τον παλιό καιρό που υπήρχαν ακόμα οι επισκέψεις και η Αθήνα είχε την έκταση ενός μεγάλου χωριού, κάτι απογεύματα εκεί γύρω στις 4.00, φορούσες κάτι καλό και ξεκινούσες να πας συχνά στην άλλη άκρη της πόλης με τα πόδια. Προορισμός ήταν κανένας δεύτερος ξάδελφος/η και πάντα πήγαινες με παρέα μετά από ολιγόστιγμο συμβούλιο για το πού θα σπάσει η ανία του απογεύματος, περίπου έτσι: δεν πάμε από του Λάκη; - Ουφ καημένε, μια ώρα δρόμο! – Γιατί ωραία θα είναι θα δούμε και τον τάδε, μπορεί να είναι και ο....

Από τη στιγμή που άρχιζαν οι συζητήσεις για το πού, το απόγευμα σάλευε, έχανε μεγάλο μέρος της ακινησίας του σαν άνθρωπος που σηκώνεται από τη καρέκλα να βηματίσει λίγο.

Τα ρούχα, το χτένισμα, το γυάλισμα των παπουτσιών, κλείδωσες καλά; τα φώτα....βουρ στον δρόμο κι άρχιζε ο μεγάλος περίπατος με τη προσμονή στο στόμα, δρόμοι- δρόμοι κι άλλοι δρόμοι, σπίτια, πεζοί και πού και πού αυτοκίνητα. Ο ήχος καμιά φορά ενός πιάνου, καθώς περνούσες. Υπήρχαν και οι στάσεις μπροστά σε κάποιο βιτρίνα. Με τη μόδα, την τσάντα που σου έλλειπε να συνοδεύψεις εκείνες τις γόβες, πιο πολύ προείχαν οι τιμές σε όλα τούτα τα όνειρα. Μετά ήταν η φλυαρία και η ανησυχία να μη φύγει κάποιος πόντος στην κάλτσα. Το κοκκινάδι ήταν επίσης ένας βραχνάς να διατηρηθεί ζωηρό. Και το χτένισμα, ιδίως αν υπήρχε αέρας. – Κοίτα μη σου ξεφύγει καμιά κουβέντα για..... Κτύπα το κουδούνι! Μια φορά μόνο, πρόσεχε....

Κανείς.
- Για κτύπα ακόμα μια φορά....
σαν να άκουσα βήματα, το κουρτινάκι... μου φάνηκε κουνήθηκε....
Κανείς! Κρίμα!

Πάλι πίσω από τους ίδιους δρόμους , τώρα πιο σκοτεινούς.
Αύριο, Δευτέρα.

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 12, 2006

Τα νέα σύμβολα.

Ένιωθα τρόμο μικρή στα όνειρά μου. Συνήθως έρχονταν ανθρωπόμορφα τσακάλια που χτυπούσαν το τζαμωτό της πόρτας, όταν ο πατέρας έλειπε ταξίδι. Τα έδιωχνα ανάβοντας σπίρτα επειδή είχα ακούσει ότι φοβούνται τη φωτιά.

Τρόμο μού δημιουργούσαν τα συλλαλητήρια στους δρόμους της Αθήνας, οι ιστορίες με τα «κονσερβοκούτια» και τη πηγάδα του Μελιγαλά αλλά κι αυτά τα ξέχασα.

Φοβόμουν πολύ τον «Δράκο».

Με κυνηγούσαν οι προαγωγικές εξετάσεις και ίδρωνα μπροστά στους ελέγχους και τον κατάλογο.

Θυμάμαι ακόμα τη βέργα του δασκάλου.

Ήταν τρόμοι. Φόβοι έντονοι που ξεθύμαναν μεγαλώνοντας. Πέρασαν αλλά έμειναν τα σύμβολα που πολλές φορές, τους αφυπνίζουν.

Με την τρομοκρατία που δεν έχω ακόμη βιώσει στο πετσί μου, το τοπίο άλλαξε.

Υπάρχει ένας διάχυτος φόβος που γίνεται όμως σιγά-σιγά τρόμος, ώστε να μπορώ να πω ότι αρχίζω να την βιώνω. Κινούμαι παράλληλα με αυτόν ή καλύτερα υπάρχει άκρες-άκρες στα πράγματα. Στους ελέγχους, στις κάμερες, στον τύπο που κάθεται καπνίζοντας μέσα στο Βαν στη γωνία.

Περίπου είναι σαν την επάρατη νόσο που ύπουλα παραμονεύει στα κύτταρά σου.Δεν ξέρεις με σιγουριά πόση είναι η ευθύνη σου. Καπνίζεις μεν αλλά χιλιάδες καπνίζουν χωρίς να νοσήσουν. Υποσυνείδητα ελπίζεις ότι θα είσαι ένας από τους δυτικούς που θα εξαιρεθούν από το κτύπημα. Προφασίζεσαι ότι καλύπτεις τον επιβαρυντικό παράγοντα με άλλες πράξεις εξισορροπητικές, όπως η υιοθεσία ενός μικρού από τον Τρίτο Κόσμο ή μια εισφορά στους Γιατρούς του Κόσμου.

Περισσότερο νιώθω τη δαγκάνα του με τα διάφορα μέτρα.
Νόμους αντιτρομοκρατικούς αλλά και συζητήσεις, αφιερώματα, εκτιμήσεις και αναλύσεις . Υπάρχει στον αέρα ένα αίσθημα κλεφτοπόλεμου, όπως ακριβώς ο αγώνας κατά του καρκίνου, όπου η ανθρωπότητα πραγματοποιεί καθημερινά άλματα, χωρίς όμως να μπορεί να πει ότι ανακάλυψε αυτό που θα αναστρέψει την πορεία του. Ιδίως όλα τούτα τα μέτρα στα αεροδρόμια, μού θυμίζουν τον αντικαρκινικό έρανο, όπου όλου δίνουν ελπίζοντας να νικήσουν το τέρας.

Πορτοφόλια, κλειδιά, κινητά τηλέφωνα πέφτουν πρόθυμα στο καλαθάκι, προκειμένου να περάσουν από τις ακτίνες. Ανιχνευτές ψάχνουν το κορμί μας για τον επικίνδυνο «όγκο» κι επιτέλους περνούμε «καθαροί».

Ο φόβος δεν περιορίζεται πια σε κάποιον συγκεκριμένο άνθρωπο – κάποιον διεστραμμένο ή φανατικούς- αλλά διαχέεται στα όργανα που προορίζονται να μας προφυλάξουν. Όπως παλιά η βέργα του δασκάλου ή η τσιμπίδα του χειρούργου που θα μας έβγαζε τα κρεατάκια. Τα κάνουν σύμβολα και ο χρόνος δεν παίζει κανένα ρόλο στο να τα ξεπεράσω αφού είναι η «τεχνολογία» του μέλλοντος.

Το νέο σύμβολο είναι ο έλεγχος.
Πρέπει διαρκώς να με ελέγχουν.
Και με εξαναγκάζουν σε έναν υποσυνείδητο έλεγχο που έχει να κάνει με την ιδεολογία, τι κάνω, με ποιους είμαι.

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 04, 2006

Διακοπές.

Οι «διακοπές» είναι τελικά η περίοδος του ανθρώπου όπου αυτός έρχεται πιο πολύ από όλες τις άλλες εποχές του έτους, σ επαφή με το υπαρξιακό του πρόβλημα.

Το βιώνει καθημερινά με την ειλικρίνεια που ξεχνά τον υπόλοιπο χρόνο χωμένος στη δουλειά και τη τακτοποιημένη ζωή στο σπίτι του.

Σας έχει τύχει σίγουρα να στήσετε μια μικρή φωλιά σε ένα ενοικιαζόμενο εποχιακό δωμάτιο ή ένα μικρό βασίλειο γύρω από το μικρό αντίσκηνο. Τι πιο γλυκά τραγικό από την εντύπωση ότι είναι ένα παιγνίδι μικράς διαρκείας με ημερομηνία λήξης την ημέρα της επιστροφής. Το ξέρετε ότι θα κρατήσει λίγο κι όμως το στήνετε με τόση φροντίδα, σκηνοθετώντας μια μικρή ζωούλα.


Θα ήθελα να μπορούσα να σκηνοθετώ με τον ίδιο τρόπο τις ημέρες μου.
Με ένα μικρό σημειωματάριο να περιηγούμουν τον κόσμο.
Μια εβδομάδα εδώ, ένα μηνάκι εκεί.
Ολα τούτα τα σημειωματάρια να τα έβρισκαν τα εγγόνια μου στο χέρι μου όταν θα ήμουν πολύ γριά αγκαλιασμένη με τον Θάνατο.

Θα έλεγαν τότε σίγουρα, να, μια σοφή γριά που δεν το έπαιξε σοφή.

Να είχαν μέσα από Αφρική και λίγο από θαλασσινά ταξίδια και λίγο έρωτα και ένα σωρό ατοπήματα καταχωνιασμένα στα μπαούλα....

Δε κάνει να παραδώσω τη ψυχή έτσι άχαρα. Τι θα πω στους αγγέλους σαν με ρωτήσουν πώς την πέρασα τη ζωή κει κάτω από τα άστρα;

Ο Κόσμος εξακολουθεί να με καλεί.
Τούτη η φλόγα μέσα μου να υψώνει παρατηρητήρια...

Τρίτη, Ιουλίου 25, 2006

Στροφές

Οι στροφές έχουν πάντα μια γοητεία μαγευτική. Καμιά ευθεία δεν δύναται να την συναγωνιστεί. Ακόμη κι όταν στην έξοδο κρύβουν τον πιο θανάσιμο κίνδυνο…

Πως θα ήταν ένα ταξίδι χωρίς στροφές; Μια απέραντη ευθεία που τίποτε δεν ξυπνάει το βλέμμα, τίποτε κρυμμένο, όλα μπροστά στα μάτια μας να κυλάνε, τοπία να εναλλάσσονται ομαλά, χωρίς εκπλήξεις, χωρίς η καρδιά να χτυπά λίγο πιο γρήγορα, χωρίς καν προσπάθεια να κρατήσεις λίγο πιο σφιχτά το τιμόνι, να δώσει ο εγκέφαλος εντολή να συγχρονιστούν τα χέρια, τα πόδια, τα μάτια, να περάσει η εντολή στις ρόδες, αυτές να ξαφνιαστούν, να αντισταθούν, και ο δρόμος να τελειώνει και ν’ απαιτεί εγρήγορση, απόφαση, δράση, ενέργεια, διόρθωση…

Και ταυτόχρονα να περνάνε αστραπιαία απ’ το νου όλα τα πιθανά ενδεχόμενα…
Να βρίσκεσαι στο γκρεμό, να σε αναζητάνε, να σε πενθούν, να μην υπάρχεις πια, πουθενά και για κανέναν.

Και ο εγκέφαλος να παίρνει φωτιά, να ανεβάζει στροφές, να ουρλιάζει παραγγέλματα, να χύνονται ορμόνες στο αίμα… Να υπακούν οι μύες, τα νεύρα, τα χέρια να πιέζουν τις ρόδες να πειθαρχήσουν… Κι ύστερα όλα να επανέρχονται στο φυσιολογικό. Να πέφτουν οι παλμοί, να χαλαρώνουν οι μύες, να ξεσφίγγονται τα δόντια… Να σταματούν οι εικόνες να παίζονται πίσω απ’ τα μάτια.

Σαν να σου δίνεται η ευκαιρία να ζήσεις την εμπειρία του θανάτου χωρίς θάνατο και να ξαναγυρίσεις στη ζωή. Στη ζωή, που σίγουρα, μόνο με ευθεία δεν μοιάζει!

Παρασκευή, Ιουλίου 21, 2006

Το καρφί.

Αφού έγραψα για το μονοπάτι και τα ίχνη, πρέπει να γράψω τώρα και για το καρφί.
Ίσως αυτό με βγάλει στον Γολγοθά.

Η πρώτη αίσθηση του καρφιού ήταν ένα σκουριασμένο καρφί, κρυμμένο κάτω από ένα ξύλο που με απειλούσε. Αν με τρυπούσε θα πάθαινα τέτανο. Ο Τέτανος ισοδυναμούσε με φριχτό θάνατο. Πρώτα, η περιοχή γύρω από τη πληγή γινόταν τούμπανο. Μετά αφόρμιζε βγάζοντας πύων. Ακολουθούσε υψηλός πυρετός και τελικά σπασμοί που σμπαράλιαζαν την καρδιά σου. Έτσι πέθανε μια δεύτερη εξαδέλφη μου στο χωριό, από τέτανο που πήρε στο δάκτυλο του ποδιού, καθώς έλυνε και έδενε τα ζώα στο σταύλο.

Ήταν όμως και ακίνδυνα καρφιά στον τοίχο. Από κει κρεμούσε ο παππούς το πουκάμισό του. Τα ρούχα των παλαιών κρέμονταν από καρφιά στους τοίχους ή πίσω από τη πόρτα. Ήταν ντρίλινα ρούχα, φτωχικά που δεν είχαν απαιτήσεις για μια κρεμάστρα. Ακολουθούσαν τρόπω τινά, τη κοσμοθεωρία των κατόχων τους που δεν είχαν γενικώς απαιτήσεις από τη ζωή, πλην της επιβίωσης.

Από καρφιά επίσης κρέμονταν το σακούλι με το ψωμί, οι προμήθειες του χειμώνα, καμιά κοτσίδα σκόρδα και άλλα χρειαζούμενα για το καθημερινό μαγείρεμα. Ντουλάπια δεν υπήρχαν. Τα πάντα ήταν έκθετα και ο πιο απλός τρόπος για να καταλάβεις τη ζωή των ανθρώπων, ήταν να γυροφέρεις το βλέμμα πάνω στους τοίχους.

Μεγαλώνοντας έμαθα και άλλες χρήσεις του καρφιού. Ήταν το κατ εξοχήν εργαλείο του χτίστη, όταν επρόκειτο να αλφαδιάσει τον τοίχο. Κρεμούσε από ένα καρφί το νήμα στο τέλος του οποίου στερέωνε μια πέτρα. Επίσης και ο ξυλουργός κάρφωνε καρέκλες, τραπέζια και παραθυρόφυλλα, βίδες δεν υπήρχαν.

Περίπου στη εφηβεία μου, πέρασα στη μεταφορική σημασία του λήμματος. «Καρφί» ήταν ο «χαφιές».Τον «κάρφωσε» επίσης φάνταζε σαν προδοσία μεταξύ συμμαθητών, συνήθως κάτι γυαλάκιες, πρώτοι μαθητές που τα σφύριζαν όλα στους καθηγητές. Αυτά που πετάγονταν σε συζητήσεις επίσης σαν «σφήνες» κακόβουλες ήταν «καρφιά».

Στην ίδια περίοδο, έμαθα και τη λογοτεχνική απόδοση της λέξης που μου φαινόταν κάπως παθιάρικη: τον/την κάρφωσε με τα μάτια, προκειμένου να γίνει έκδηλο κάποιο μήνυμα, μάλλον ερωτικό ή άλλης εξαιρετικής σημασίας!

Στο βάθος του νου, παρ όλα αυτά, έμενε σταθερή η φρικιαστική εικόνα της Σταύρωσης. Μου ήταν αδιανόητη η αγριότητα της πράξης και ανατρίχιαζα μέσα στις εκκλησιές με τον Εσταυρωμένο. Ο νους μου ακόμα εξεγείρεται στην μεθοδική έκθεσή της και μάλιστα για να εξυπηρετηθούν οι σκοποί της λατρείας ή και η ίδια η λατρεία.

Ενήλικας, απέκτησα ιδέες που καρφώνονταν στο μυαλό, ως εμμονές, τις οποίες δεν μπορούσα να ξε-καρφώσω με τίποτα. Πολλοί, κατά το ρεύμα, είπαν ότι γίνεται μόνο με "ειδική" βοήθεια.

Πρόσφατα το «καρφί» με παραπέμπει σε έντυπο.

Από τη στιγμή που εμμονή και έντυπο συναντήθηκαν υπήρχε ένας σημαντικός λόγος να αρχίσω να γράφω. Κι έτσι βγήκα στο μικρό προσωπικό Γολγοθά μου.

Δευτέρα, Ιουλίου 10, 2006

Ιχνη.

Τα σχόλια μοιάζουν με πατημασιές ανθρώπων.
Στην άμμο επάνω βλέπεις ίχνη άπό δάκτυλα.
Δοκιμάζεις το πέλμα σου μέσα στο άγνωστο πέλμα και είναι μικροσκοπικό και εκείνο τεράστιο. Μετά παρά κει το δικό σου περισσεύει. Αλλά όλα τελικά τα σβήνει η θάλασσα. Το πρωί η παραλία είναι αψεγάδιαστη πάλι.
Αδύνατο να μπεις στη θάλασσα χωρίς να πατήσεις πάνω της.
Είναι τόσο λεία η επιφάνειά της, έτσι όπως τα σκούπισε όλα το βράδυ ο άνεμος!
Περπατάς έχοντας στο νου την όμορφη αίσθηση του νερού που θα νιώσεις πάνω στο σώμα σου. Ξέρεις ότι είναι αδύνατο να το κάνεις χωρίς να αφήσεις τα ίχνη σου πάνω στη παραλία. Εκτός και αν είσαι ο ίδιος ο άνεμος και περάσεις πάνω από την άμμο χτενίζοντας πάλι. Χαϊδέψεις και το νερό, ρυτιδώντας ελαφρά το πρόσωπό της.

Και λυπάσαι τελικά που είσαι μόνο απλά άνθρωπος.

Πέμπτη, Ιουνίου 29, 2006

Tο μονοπάτι.

Στο βουνό που πηγαίνω να περπατήσω, μόλις πέσει η κάψα της ημέρας, συναντώ περιπατητές που τους σέβομαι όπως γράφει και η ταμπέλα που έβαλε πρόσφατα ο δήμος: οδηγοί σεβαστείτε τους περιπατητές.

Βέβαια δεν είμαι οδηγός, αφού περπατώ κι εγώ μαζί τους παρέα με το Χρόνο.

Ο λόγος που με έκανε να το σκεφτώ αυτό είναι ο εξής: μετά από κάποια μικρή ανάβαση ο δρόμος γίνεται μονοπάτι. Το μονοπάτι αυτό είναι αρκετά μακρύ και ευρύ ανάμεσα σε δένδρα, ευκολοπάτητο και με αρκετά ανοίγματα που σου επιτρέπουν να βλέπεις το λεκανοπέδιο. Οι περιπατητές συνήθως το εξαντλούν μέχρι τη στροφή του και μετά γυρίζουν πάλι για να το ξαναπιάσουν από την αρχή.

Υπάρχουν κάθε λογής. Στρουμπουλοί που προσπαθούν να βελτιώσουν τη σιλουέτα τους, ηλικιωμένοι άνδρες που πάνε δυο-δυο αναλύοντας την πολιτική, γυναίκες που υπολογίζουν τα μόρια των παιδιών τους στης πανελλήνιες και φυσικά αθλητές που τους προσπερνούν όλους αυτούς με το κορμί τους να γυαλίζει από τον ιδρώτα.

Σε κάποια σημεία έχουν τοποθετηθεί παγκάκια.
Σε ένα από αυτά τα παγκάκια τελείως αντικανονικά από τις επιταγές του χώρου και της στιγμής, κάθομαι συνήθως να καπνίσω κανένα τσιγάρο. Χωρίς να το προρπαθήσω ιδιαίτερα, μόλις καθίσω εκεί, αρχίζω να παρατηρώ τους ανθρώπους. Διότι έτσι, όπως περνούν από μπροστά μου, μοιάζει να βρίσκομαι σε θέατρο και να εμφανίζονται ένας- ένας στη σκηνή.

Χθες όμως είδα μια πραγματική παράσταση.
Από το βάθος του μικρού δρόμου φάνηκε ένα νεαρό ζευγάρι.
Ο άνδρας, μέτριος στο ανάστημα με καλοσχηματισμένο κορμί φορούσε σορτάκι και ήταν γυμνός πάνω από τη μέση. Τα πόδια του ήταν δυνατά και ανεβοκατέβαιναν ρυθμικά πάνω στο χώμα, ακολουθώντας σίγουρα τους δυνατούς παλμούς της καρδιά του.

Η κοπέλα είχε λεπτούς μηρούς και εύθραυστους αστραγάλους, τυλιγμένους σφιχτά από τα χαμηλά σοσόνια της και τα ελαφρά αθλητικά της παπούτσια. Στον αέρα καθώς έτρεχε, χόρευε με ρυθμό μια χρυσαφί αλογοουρά πιασμένη ψηλά.

Ετρεχαν με ρυθμό δίπλα-δίπλα, αγγίζοντας τους αγκώνες τους και κουβέντιαζαν δυνατά.
Παρατηρώντας τις σιλουέτες τους να απομακρύνονται όλο ζωντάνια προς την ανηφόρα που δεν τολμούσαμε να πάρουμε εμείς οι υπόλοιποι, είχα την εντύπωση ότι δεν έβλεπα τους ίδιους αλλά τη σχέση τους. Ηταν ένα ζευγάρι, δεμένο καλά που έτρεχε προς τη ζωή. Για να είμαι ειλικρινής, έμοιαζαν να την έχουν κάτω από τα πόδια τους και να την κτυπούν με δύναμη και σιγουριά σαν να την κατείχαν. Τους παρακολούθησα μέχρι που μίκρυναν και χάθηκαν στη στροφή, αφήνοντας πίσω τους στον αέρα να πλανάται ο θόρυβος και η μυρωδιά της. Ενιωσα μια συγκατάβαση και ένα μικρό καμπανάκι στο μυαλό σαν υπενθύμιση για τη επόμενη πράξη.

Πριν προλάβω να σκεφτώ τίποτα περισσότερο, έχοντας ακόμη την όμορφη εικόνα τους στο νου, γύρισα το κεφάλι. Είδα τότε να έρχεται προς το μέρος μου ένα δεύτερο ζευγάρι. Ηλικιωμένων αυτή τη φορά.

Ηταν πολύ ηλικιωμένοι. Ο άνδρας φορούσε μακρύ παντελόνι και ένα ριχτό πουκάμισο. Η γυναίκα του μια άχρωμη φούστα και ένα μπλουζάκι με όμορφο γιακαδάκι. Και οι δυο φορούσαν ίσια παπούτσια και μίλαγαν χαμηλόφωνα, σχεδόν μουρμουριστά. Η μοναδική διαφορά τους από άλλα ηλικιωμένα ζευγάρια, ήταν ότι παρατήρησα αμέσως ότι κρατιόντουσαν χέρι-χέρι. Για την ακρίβεια, ο άνδρας κρατούσε τη γυναίκα από το χέρι και η γυναίκα κρατούσε τον άνδρα από το χέρι. Δεν ήταν από ανημπόρια, όχι φαινόντουσαν και οι δυο καλά. Δεν άφησαν το χέρι τους όταν πλησίασαν όπως θα έκανα πιθανότατα άλλοι πιο νέοι. Πέρασαν από μπροστά μου ήσυχα συνεχίζοντας την χαμηλόφωνη συνομιλία τους.
Τους παρακολούθησα κι αυτούς να μικραίνουν προς το τέλος του δρομάκου, όμως αυτή τη φορά πιο διακριτικά, παρόλο που μου είχαν γυρισμένη πια τη πλάτη. Η παρουσία τους, τόσο αργή, τόσο χαμηλόφωνη είχε μέσα της μια σοφία. Εμοιαζαν συνομιλώντας, να συζητούν για κάποια μυστικά που εκείνοι μόνο γνώριζαν. Πιθανότατα της ζωής. Που δεν ήμουν σε θέση να πιάσω, ακόμα και αν τα βροντοφώναζαν. Ανήκαν αποκλειστικά σε αυτούς και η φωνή τους ήταν χαμηλόφωνη διότι δεν υπήρχε λόγος να είναι δυνατότερη.

Χωρίς να προλάβω να πάρω ανάσα γύρισα το κεφάλι και είδα μια τρίτη φιγούρα, αυτή τη φορά μοναχική.

Ηταν μια γυναίκα ηλικιωμένη που βάδιζε. Ηταν λυγνή αλλά πολύ λιτή μέσα στα λίγο ριχτά, μαύρα ρούχα της. Περνώντας μπροστά από το παγκάκι όπου καθόμουν, με καλησπέρισε. Είχε πράγματι βραδιάσει .

Περίμενα λίγο ακόμα μη φανεί και εις έτερος περιπατητής που θα έκλεινε τη σκηνή αλλά ουδείς εφάνη.

Σήμερα, σκέφτηκα , ο Χρόνος έδωσε υπαίθρια παράσταση μπροστά στα μάτια μου και μάλιστα χωρίς εισιτήριο: μια –σπάνια- εκδοχή της ζωής.

Τετάρτη, Ιουνίου 28, 2006

!!!


(θαυματα θα ερθουν με το περασμα των αιωνων...)



οπου η ανθρωποτητα θα εχει γινει σαν τους ιδιους τους Θεους...ελευθερη και αγρια ...περα απο το κακο και το καλο εχοντας πεταξει τους νομους και την ηθικη...

οπου ολοι οι ανθρωποι θα ουρλιαζουν και θα σκοτωνουν γιορταζοντας την παλια-νεα χαρα

οπου οι Θεοι θα τους διδαξουν νεους τροπους να ουρλιαζουν και να σκοτωνουν και να γιορταζουν ευχαριστωντας τους εαυτους τους

και η γη θα φλεγεται σ'ενα ολοκαυτωμα εκστασης παθους και ελευθεριας



ο αποστάτης
---------------------------------------

Δε θα περάσουνε ποτέ από πάνω μου
σιωπηρής υποταγής σημάδια
ούτε τα γόνατα θα μου πληγώσουνε ,
μιάς μίζερης ζωής γεμίζοντας τα κρύα βράδυα,
γονυκλισίες και προσευχές , για να Τους εξορκίσω.


Απόκληροι κι ανεπιθύμητοι , έκπτωτοι
άγγελοι βρώμικοι , σύντροφοι συμπολεμιστές,
προς ένδοξο ας βαδίσουμε τέλος,
γνωρίζοντας ότι η ώρα έφτασε
το φόβο και τη λήθη να νικήσουμε
χαρούμενα τραγούδια σαν κι αυτό ας τραγουδήσουμε ,
ώσπου να ρίξουμε στους κακομούτσουνους Θεούς
απ' τις φαρέτρες μας το τελευταίο βέλος
και μ' αίμα από τις φλέβες μας να βάψουμε
την άγια γη πού θά 'πρεπε να μας ανήκει .

Τετάρτη, Ιουνίου 21, 2006

Βαθειά σιωπή. Το υποβρύχιο ταξιδεύει σε βάθη ανεξερεύνητα.
Σιωπηλά, σαν ψυχή που απώλεσε το βάρος του σώματος.

Τι βάρος κι αυτό!

Ένα κορμί ασήκωτο που ταλανίζει με ανάγκες και επιθυμίες. Που φυλακίζει με τις τρωτές του ευαισθησίες. Που εμποδίζει με τις ανίατες αναπηρίες...

Ο ένοχος που βαραίνει με τη σκιά του το ταξίδι για την ελευθερία.

Αχ, εσύ, θνητό κορμί μου, επωμίστηκες το καθήκον του αποδιοπομπαίου μαύρου τράγου, φορτώθηκες την ευθύνη για το αμάρτημα της φύσης μου, κουβαλάς την καταδίκη για τα δεινά του κόσμου.

Και η συνείδηση καταποντίζεται όλο και πιο βαθειά, λες και μπορεί το ψέμα όλα να τα διορθώνει

Τετάρτη, Ιουνίου 14, 2006

Πανσέληνος






Μείναμε αργά να μαζέψουμε τα σύνεργα, τις πετονιές, τα δολώματα, τα σκορπισμένα αρκουδάκια, τις γοργόνες με τα φύκια και την άμμο στα μπερδεμένα μαλλιά, τα θερμός με το νερό, τα άδεια κουτάκια πορτοκαλάδας…

Βράδιασε! Κι όπως σκαρφάλωνε το γαλάζιο όνειρο στο χωματόδρομο με τους φυτεμένους βράχους, χαζεύοντας το εκκλησάκι φωτισμένο να στέκεται αγέρωχο στο πιο ψηλό σημείο, που το μαστιγώνουν όλοι οι αγέρηδες, εκεί πίσω απ’ το ερημονήσι άρχισε να ανατέλλει ένα πορτοκαλί, βαθύ πορτοκαλί, σχεδόν μενεξεδί, φεγγάρι.

Απλώθηκαν τα χέρια έξω απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα και τραντάχτηκε η ησυχία μιας πλάσης που αποχαιρετούσε τη μέρα, από ξεφωνητά.

Έλαμψε μια αστραπή εν αιθρία και το φεγγάρι φυλακίστηκε σε κάδρο ψηφιακό.

Ξαφνιάστηκε μια νυχτερίδα και στην επόμενη αστραπή έμεινε κι αυτή ακίνητη, παγώνοντας το πέταγμά της μπροστά στον ροδακινί δίσκο.

Σε λίγο κυλούσαν πάλι οι λαστιχιένες ρόδες στην άσφαλτο και σε κάθε στροφή, ο μαγνητικός δίσκος στον ουρανό τραβούσε τα πρόσωπα, που γύριζαν να μετρήσουν με χτύπους της καρδιάς, το χρόνο που χανόταν μέχρι να τελειώσει το θαύμα.

Το φωτεινό μονοπάτι στη θάλασσα άλλαζε χρώμα και κείνη του χάριζε ένα στραφτάλισμα αντάξιο της απεραντοσύνης της.

Μαγικές νύχτες, αφήνουν αποτύπωμα στη σκέψη και χάνονται στο άπειρο, δορυφόροι της μνήμης.





(Η φωτογραφική μηχανή είναι υπό αναζήτηση, ανάμεσα σε πλαστικά κουβαδάκια, κοχύλια και αγκίστρια. Μόλις ανευρεθεί θα έχω και εικόνα…)

Πέμπτη, Ιουνίου 08, 2006

Γύρνα πίσω...

"Σκέψου το"

Το σκέφτηκα!

Διάβασέ μας εδώ! Κι αλλού! Και μίλα μας!

Το πίσω το αγαπώ, αλλά μάλλον δεν υπάρχω πια εκεί.

Χάθηκα, άλλαξα, θύμωσα... Στην αρχή χανόμουν στα μονοπάτια. Τώρα χάνομαι στη σιωπή. Δεν μου αξίζει. Όχι, δεν μου αξίζει. Θα διαλέξω τη σιωπή που ταιριάζει στα μέτρα μου.



Μέχρι τότε εδώ θα είμαι!

Τρίτη, Ιουνίου 06, 2006

Η τριανταφυλλίτσα.




Είχα μόλις ξυπνήσει από το μεσημεριανό υπνάκο μου. Την άνοιξη πάντα κοιμάμαι βαριά και πολλές φορές όταν ξυπνώ, δυσκολεύομαι να καταλάβω αν είναι πρωί ή απόγευμα. Αναρριχώμαι αργά από το πηγάδι του ύπνου. Κάποιος με τραβά προς τα πάνω. Είναι οι σκέψεις. Απλώνονται σαν κλαδιά στα τοιχώματα οδηγώντας με στην έξοδο. Πολλές φορές ένιωσα σαν κοντορεβυθούλα που πατά από κλαρί σε κλαρί, για να βγει πάνω και να αποκαταστήσει επαφή με τον πραγματικό κόσμο.

Αυτή τη φορά, αυτός που με τράβηξε έξω ήταν η τριανταφυλλίτσα.
Στεκόταν στη γωνία του σπιτιού, στερεωμένη με τα καρφάκια της και ανέβαινε ολοταχώς προς τα κεραμίδια. Εγώ την είχα φυτέψει εκεί κατά τη τελευταία μου επίσκεψη στο χωριό, στο πατρικό μου σπίτι. Μέχρι τώρα μόνο επισκευές έκανα, γιατί αυτές προείχαν και δεν είχα ποτέ το χρόνο για καλλωπισμούς. Το σπιτάκι όμως την έλεγε στα φανερά την ανάγκη του, ιδίως όταν έκλεινα τα πορτοπαράθυρα, μάζευα τα πράγματα από την αυλή και έφευγα για την Αθήνα. Οι εξωτερικοί τοίχοι, χωρίς την ακαταστασία των πραγμάτων που στερέωνα πάνω τους πρόχειρα όσο έμενα, έδειχναν τότε γυμνοί, τελείως εκτεθειμένοι στο βλέμμα. Είναι αλήθεια ότι σε κάτι κρυφές γωνιές, κάτι σκασίματα ή μικροσκοπικές τρυπούλες υπήρχαν τα μερμήγκια και πού και πού, έσπαζε η νεκράδα τους από κανένα κολλητηράκι πράσινο που στεκόταν ακίνητο σαν χαλκομανία.

Την φύτεψα λοιπόν την τριανταφυλλίτσα. Στη γωνία εκεί που έδενε παλιά ο παππούς τα ζωντανά, δίπλα σε μια χαμηλή τριγωνική ποτίστρα κι εκείνη άπλωσε από αυτή την απόσταση των λίγων εκατοστών από το τοίχο, την σπονδυλική της στήλη σχηματίζοντας στο ύψος της ρίζας μια ελαφρά καμπύλη.

Εμεινα να την παρατηρώ σε αυτή τη θέση, προσπαθώντας να φανταστώ πώς θα ήταν όταν άπλωνε και τα χέρια της και τα μαλλιά της πάνω στον αγριωπό τοίχο .Θα έμοιαζε με χορεύτρια σε κάποια μοντέρνα φιγούρα. Η, σα γυναίκα που κολλούσε σφιχτά το κορμί πάνω στον εραστή της. Θα σχημάτιζαν τότε ένα σύμπλεγμα γοητευτικό, από ασβέστη, κλαριά, άνθη και αγκάθια. Το χειμώνα μόνο κλαριά και αγκάθια. Ωστόσο πάντα εκεί, κολλημένη πάνω στο τοίχο. Ενας άρρηκτος δεσμός όπου συναίνεσαν και οι δυο, τριανταφυλλιά και τοίχος.

Ετσι τα έφτιαξα με το νου, αποσταμένη λίγο πάνω από το κασμά, δικαιολογώντας το παραστράτημα της φαντασίας μου από το σούρουπο και τις σκιές που απλώνονταν γύρω .

Η αλήθεια είναι, ότι πάντα υπάρχει στη φαντασία μας μια τριανταφυλλιά να αγκαλιάζει το «πατρικό» μας σπίτι. Εκεί που καταλάβαμε για πρώτη φορά το Κόσμο. Τη θέλουμε εκεί να τυλίγει το παρελθόν και να αγκαλιάζει το μέλλον. Σαν φρουρός. Η, σαν εγγυητής του. Είναι αυτή η τριανταφυλλίτσα ένας ζωγραφικός πίνακας κι εμείς πηδάμε μέσα.

Ξυπνώντας, μια ανησυχία. Ποιος θα την ποτίζει; Πόσο θα είχε τώρα απλωθεί; Μέχρι πού θα είχε φτάσει; Σχεδόν ένιωθα τη μικρή ανάσα της, στεγνή. Εβλεπα τα φύλλα της να έχουν στρίψει λίγο. Κι ο τοίχος να προσπαθεί να την συγκρατήσει! Κι εκείνη να ρίχνει το βλέμμα στο έδαφος. Να λυγίζει τα γόνατα στέλνοντας από τις ρίζες της και τη τελευταία σταγόνα.

Ω! πόσο μεγάλη αποστολή τής είχα αναθέσει! Να ζήσει! Και πόσο είναι αξιοπρεπής. Να προσπαθεί να τα καταφέρει μόνη! Ερχεται μόνο στον ύπνο μου και με εγείρει!

Ποτέ δεν έδινα ιδιαίτερη σημασία στα φυτά. Πότε δε τα αφουγκραζόμουνα τόσο. Ζούσα πάντα μαζί τους αρμονικά αλλά σε παράλληλους κόσμους.
Και τώρα μια μικρή τριανταφυλλιά, όλος ο Κόσμος!









υγ ....και πήρα τηλέφωνο τον κυρ-γιώργη το γείτονα. Εννοια σου, μου είπε θα στη ποτίζω. Τι καλός γείτονας! Τα όνειρά μας καμιά φορά τα εναποθέτουμε και σε φίλους; Ετσι δεν είναι;
Καλημέρα και με φωτογραφία σήμερα...

Σάββατο, Ιουνίου 03, 2006


Λοιπόν αγαπητοί μου συμπλογκίτες, όσο το κοιτάζω αυτό το υποβρύχιο, τόσο μου αρέσει. Και αυτό γιατί ένα υποβρύχιο μπορεί και βυθίζεται στο νερό. Δεν είναι δηλαδή σαν τα καράβια που ταξιδεύουν μόνο πάνω στη θάλασσα. Αυτό έχει πλήρη έλεγχο του υγρού περιβάλλοντός του. Βλέπει τα θαλάσσια φυτά, τα ψάρια. Πάει βαθιά, πιο ψηλά, αναδύεται, ταξιδεύει στον αφρό. Ολα. Τα καράβια δεν ξέρουν τα κακόμοιρα τι υπάρχει από κάτω. Εχουν βέβαια όργανα αλλά δεν είναι το ίδιο. Μπορεί να βλέπουν αλλά δε γίνονται ένα με το βυθό.

Δε ξέρω πώς, αλλά όλες αυτές οι σκέψεις με οδήγησαν "υποβρυχίως" θα έλεγα, σε μερικές άλλες σκέψεις σχετικά με τα μπλογκς. Είναι που λέτε ένα μπλογκ, έτοιμο από τον μπλόγκερ, σαν καράβι που ταξιδεύει πάνω στα νερά της μπλογκοθάλασσας. Μέσα σε τρία λεπτά το έχεις φτιάξει και μπορείς να στείλεις το πρώτο σου σήμα σαν καπετάνιος. Μπου- μπου.....καπνός βγαίνει ήδη από το φουγάρο. Κι έχεις και ήδη απλωμένο έτοιμο το χάρτη. Εδώ τα αρχεία, εκεί τα προηγούμενα ποστς, τα λινκς, το προφίλ. Ετοιμο!

Η δεύτερη σκέψη μου ήταν ότι αυτά τα έτοιμα μπλογς, μου θυμίζουν κάτι έτοιμα μοντέλα σπιτιών που έδωσε το κράτος στους σεισμόπληκτους, στους πρόσφυγες, τους αξιωματικούς ή και τους εργάτες. Κουτάκια για στέγαση! Ιδια. Και μέσα ανθρωπάκια που βγαίνουν και ποτίζουν τις γλάστρες τους με τα ποτιστηράκια. Κάπως έτσι ένιωσα. Λίγο ποντικάκι.Βέβαια σαν δεν έχεις σπίτι, ευγνωμονείς τους πάντες και τα πάντα που σε στέγασαν.Ομως μετά από λίγο κοιτάς γύρω σου και νιώθεις λίγο σαν σε γκέτο.

Επόμενη σκέψη. Πώς θα δώσω προσωπικό χαρακτήρα στο μπλο-γ-κάκι μου.Βέβαια δεν είναι τόσο το παρουσιαστικό, όσο αυτά που λέει ο άνθρωπος. Ετσι και τα μπλογκς. Αυτά που γράφεις μετρούν περισσότερο από την εμφάνιση. Παρόλα αυτά, υποψιάζομαι ότι και αυτά που λέει ο άνθρωπος εξαρτώνται κατά μεγάλο μέρος από το αν αισθάνεται άνετα μέσα στα ρούχα του. Δεν είναι δυνατό δηλαδή, να μιλάς ελεύθερα μέσα σε μια εργατική φόρμα, πανομοιότυπη με του διπλανού. Θέλεις μια πινελιά δική σου πάνω σου. Κάτι που θα σε κάνει να γιγαντώσεις τη φωνή σου.

Κι έτσι αγαπητοί μου, άρχισα να στενεύομαι.Προσπάθησα να κουνήσω τους αγκώνες μου και χτύπησα στους τοίχους. Ενα συναίσθημα λίγο ασφυχτικό.

Εκανα μια γυροβολιά να βρω κι άλλους σαν εμένα που ήθελαν μια πιο προσωπική πινελιά. Και βρήκα. Και έβαλα κι εγώ μερικά πράγματα. Αλλά δεν με έφτανε! Κάτι με ενοχλούσε. Δεν ήξερα το βυθό. Ηθελα να μάθω πώς γίνονται όλα αυτά τα πράγματα. Υπάρχει μια γλώσσα πίσω από όλα αυτά. Βρέθηκα λοιπόν να μελετώ τις « εντολές» που καταλαβαίνουν οι υπολογιστές . Και εκεί που " ζωγράφιζα" στο χαρτί μου όλα αυτά τα μυστηριώδη σύμβολα, μια λάμψη φώτισε το μυαλό μου. Με είδα πριν από χρόνια, να κάθομαι στο αμφιθέατρο και λίγο πολύ να " ζωγραφίζω" με τον ίδιο τρόπο τ α σύμβολα της φωνητικής που ήταν πνεύματα, απόστροφοι, οξείες βαρείες και υπογεγραμμένες που δήλωναν τη θέση των φωνηέντων ( βραχέα ή μακρά).

Ετούτη εδώ ήταν μια γλώσσα λοιπόν. Ενας κώδικας σαν τα γαλλικά ή τα αγγλικά που μαθαίνουμε για να συνεννοούμαστε με τους ανθρώπους. Αλλά γιατί να την μάθουμε αφού μπορούμε και συνεννοούμαστε και με τα έτοιμα; Μα γιατί είμαστε ένα υποβρύχιο. Που θέλει να πάει στο βυθό. Δεν είμαστε καράβια. Αυτό δε πρέπει να το ξεχάσουμε ποτέ. Δεν πλέουμε. Βυθιζόμαστε. Ζούμε σε μια εποχή που δεν αρκεί να συνεννοούμεθα με τους ανθρώπους. Πρέπει να συνεννοούμαστε και με τις μηχανές!

Το περίεργο είναι ότι είναι ο μόνος τρόπος για να μην καταντήσουμε κι εμείς μηχανές. Εργάτες σε γκέτο.

Παρασκευή, Ιουνίου 02, 2006


Η σιωπή με θλίβει!

Σε ετούτα εδώ τα βάθη όμως, για να ακούσεις πρέπει να σιωπήσεις. Για να ακούσεις τον παλμό του βυθού, τη μουσική που συνθέτουν τα βότσαλα, η άμμος, τα φύκια, να ακούσεις τη φωνή των πλασμάτων που πρώτα κατοίκησαν τη Γη και προπαντός για να αντιληφθείς την ομορφιά ενός κόσμου βυθισμένου σε μια ύλη πυκνότερη απ' τον αέρα, που εμείς οι "ζωντανοί" αναπνέουμε και ενίοτε μας σκοτώνει, και αραιότερη απ' το χώμα, που ανέχεται να μας φέρει και ενίοτε μας καταβροχθίζει (!!!), είναι ανάγκη να σιωπήσεις.


Ας μιλάει λοιπόν η ψυχή και τ' ακροδάχτυλα...

Καλώς σας βρήκα!

Πέμπτη, Ιουνίου 01, 2006

πρώτα θα σας χαιρετήσω
κι ύστερα σαν σεμνός κι ευαίσθητος , αλλά νεκρός θεατρίνος
θ'αφήσω ένα κομμάτι σάπιο ανθρώπινο κρέας να πέσει
από πάνω μου
για να λερώσει τα ιταλικά πλακάκια
μόνο και μόνο για να σας θυμίσω ότι
ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΘΑ ΚΛΗΡΟΝΟΜΗΣΟΥΝ ΤΗ ΓΗ .....
το κουβαλώ επάνω μου αιώνες, ήρθε η ώρα να το απορρίψω ,
να γδυθώ ως το κόκκαλο....
σαπίζω αδέρφια μου ....είναι γεγονός...πάντα ήταν,
τώρα πια το ξέρω ,
αλλά παρ'ολα αυτά είμαι δυνατός κι εύθυμος
κι έτοιμος





ας αρχίσει το παραμύθι .


Νεκρολαγνεία
-------------
Ημιδιάφανη , φορεμένη κατάσαρκα....

βλέμματα 'φήνει λαίμαργα
να σμίξουν με τ' αυτάρεσκα ,
για να χαρούν συντροφικές , ανομολόγητες ,
χαρές κρυμμένες ,ως πρόσφατα απαγορευμένες
του σκοτεινού παλιού-νέου σφρίγους
που τώρα πια σαν σώμα διαγράφεται ,
μία σκιά κάτω από τις πτυχώσεις της ,


....η επίφαση της φωτεινότητας ,
πολύτιμο των λίγων πρόσχημα
αγαπητό των σιχαμάτων όχημα ,
καίγεται απ' το πάθος
των νεκρών κορμιών μας .

Τρίτη, Μαΐου 30, 2006

Στο βυθό στον Βροντάδο, σ' ένα ορισμένο σημείο όχι και τόσο πολυσύχναστο, επιθεωρούσα κάθε πρωί στις υποβρύχιες εξερευνήσεις μου, φορώντας τη μεγάλη, αστεία μάσκα της Balco, μια παλιά σκουριασμένη οβίδα.

Ήταν, κατά το ήμισυ, βυθισμένη στην άμμο.
Θα πρέπει, τότε, να ήμουν 10 ή 11 χρονώ. Το πάνω μέρος της κάψουλας ήταν κατεστραμμένο λόγω της διάβρωσης, και μπορούσες να διακρίνεις τον χοντρό εσωτερικό άξονα που είχε μετατραπεί σε αποικία κοραλλιών.
Λέγοντας «μπορούσες», εννοώ τον εαυτό μου και τρεις τέσσερις φίλους μου, εφόσον η ανορθογραφία εκείνη ποτέ δεν έγινε αξιοθέατο για περισσότερους.

Στάθηκε αδύνατον να προσελκύσω την προσοχή των ανθρώπων που δούλευαν εκεί πέρα· αδιαφόρησαν παντελώς.
Τώρα που το σκέφτομαι απέναντι από τον Τσεσμέ, ο πόλεμος δεν απείχε πολύ.
Η δική μου γενιά ήρθε στον κόσμο δέκα και κάτι χρόνια μετά τη λήξη του αλλά για τους γονείς μας ισοδυναμούσε με αντηχήσεις συναγερμών αρκετά νωπές.
Μία βόμβα παραπάνω, μία λιγότερο, το θέμα δεν τους ερέθιζε.
Γυρνώντας κάθε καλοκαίρι και σαράντα και κάτι χρόνια που μεσολάβησαν, ποτέ δεν άκουσα κάτι σχετικό με τα πιθανά επακόλουθα της ακραίας εκείνης αμέλειας.
Όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, το ανησυχητικό απομεινάρι θα πρέπει να βρίσκεται ακόμη εκεί, σε βάθος δυόμισι μόνον μέτρων, γεγονός, ομολογουμένως, εντυπωσιακό, αφού η πλαζ λειτουργεί ακόμη. Δεν υπήρχαν φύκια στο συγκεκριμένο σημείο, μόνον ένας απαλός υποπράσινος τάπητας. Κάθε χρόνο, τα νερά στην περιοχή είναι πιο ρηχά εξαιτίας των προσχώσεων, και η οβίδα, ενδεχομένως, έχει καλυφθεί εντελώς από τη λάσπη. Ωστόσο, η εσωτερική της παράσταση εξακολουθεί να αιωρείται στο παρά πέντε της ανάφλεξης.

Γιατί; Διότι αυτό το όπλο ηλικίας εξήντα χρόνων, αυτό το εκρηκτικό πράγμα στην καρδιά του πιο χαριτωμένου όρμου των τριών Μύλων Βροντάδου, στην καρδιά εκείνης της αίθριας, ζωηρής, φλύαρης, φιλόξενης φύσης, της συναρπαστικά ζωγραφισμένης πάνω στις πιο αδρές διαβαθμίσεις μιας παραδείσιας καλλονής, αποτελεί, από μόνο του, την κηλίδα, το συμβολικό στίγμα μιας τόσο ισχυρής αντίθεσης, ώστε να ακούω, στο όνειρό μου, το χτύπο της ωρολογιακής βόμβας.
Διαπεραστικό σήμα ενός είδους αθέατου πυκνωτή της Ιστορίας, μιας αντίστροφης μέτρησης που είχε αγγίξει το μηδέν, μιας προθεσμίας που εξέπνευσε χωρίς να το πάρουμε είδηση, με ειδοποιεί ότι το νησί μας έχει κιόλας καταστραφεί. Αμφιβάλλετε; Αν δεν το παραδεχόμαστε είναι μόνον από κακώς εννοούμενη λεπτότητα.

Ακόμη και ως παιδική ανακάλυψη, αποτελούσε το σημάδι μιας κακής προφητείας. Ευτυχώς, δεν ανατινάχθηκε μαζί με κάποια ηλικιωμένη κυρία που κολυμπούσε ανίδεη -όμως υπάρχει ακόμη εκεί,για το λόγο ότι τότε, όταν έπρεπε, δεν δώσαμε προσοχή. Σήμερα, αντικρίζω τα συντρίμμια μιας έκρηξης κατά μήκος και πλάτος ολόκληρου του νησιού: στον πυρήνα της αρρωστημένης επιθυμίας μας να εκμεταλλευτούμε τα πάντα, να τα ξεπουλήσουμε, κρυβόταν η δυστυχία, που τώρα μάς κυβερνάει απολύτως ορατή και αναιδέστατη.
Απενεργοποιήστε την!

Δευτέρα, Μαΐου 29, 2006

Και να το υποβρύχιο.
Ωραίο και κατάλευκο, ναυπηγημένο από χιόνι που διαλύεται μέσα στο νερό, ναυπηγημένο από γέλιο που έγινε κραυγή για να διαλευκάνει το σκοτάδι και με το περισκόπιο πάντα εκτός νερού, έτοιμο να το αδράξεις, όχι για τίποτε άλλο, μόνο για να δεις ένα "carpe diem".
Για να αδράξεις μια μέρα τού Οράτιου και να τη δεις όπως την είδε εκείνος ή ο Ουόλτ Ουίτμαν, ταξιδεύοντας με το δικό τους υποβρύχιο. Εδώ.
Τότε, εδώ.
Τώρα, εκεί.
Όλα εδώ.
Κάτω από τις ακακίες, τώρα που ξέρεις τις κακίες.
Τώρα που τις ξέρεις μαζί μ' εσένα, τις πριν από σένα και τις έπειτα από σένα.

Όλες τις κακιες που έγιναν για να φτιάξουν ένα ωραίο κατάλευκο υποβρύχιο παρόν, έτοιμο να ταξιδέψει έτσι όπως στέκεται με άγκυρες από φύκια και ιππόκαμπους πλοηγούς.
Και ταξίδεψε και χάθηκε.
Χάθηκε μέσα στο παρόν της μνήμης σου εκείνο το υποβρύχιο.
Μέσα σε μια στιγμή.
Σε μια ιερότητα που θα σε συντηρεί.
Κι ας το κατάλαβες λίγες στιγμές μονάχα.

Φτύνοντας αίμα από έρωτα και καταπίνοντας στίχους, για να μπορέσεις να πολεμήσεις από την αρχή.

Όπως εκείνους του Ίβαν Γκολ από τα "Μαλαισιανά τραγούδια": "το κορμί μου μεγάλωσε, με ξεπέρασε".
Σε ξεπέρασε το κορμί σου και γίνεται, το ίδιο, υποβρύχιο.
Ωραίο και κατάλευκο και βυθισμένο και έτοιμο για ένα καινούργιο ταξίδι.
Όπως εκείνο το λευκό κομματάκι βανίλιας που το βάζαμε στην άκρη του κουταλιού, το βυθίζαμε σ' ένα ποτήρι νερό και το λέγαμε υποβρύχιο.
Δεύτερο υποβρύχιο δεν υπήρξε ποτέ.
Γι΄αυτό το κοιτάζαμε ώρα πολλή.
Γι' αυτό το κοιτάζουμε.
Και στο μεταξύ το κορμί μας μεγάλωσε. Πώς το λέει ο Ίβαν Γκολ; Κάπως έτσι: "Όποιον δρόμο κι αν πάρεις, επάνω μου θα περπατήσεις".
Ακριβώς γι' αυτό χωράμε ακόμη στο υποβρύχιο της βανίλιας.
Γιατί ξέρουμε από ταξίδι.
Γιατί αυτό είναι είδηση.

Είκοσι χιλιάδες λεύγες πάνω από τον κόσμο ή κάτω από τον κόσμο. Όποιον δρόμο κι αν πάρουμε, επάνω του θα έχουμε περπατήσει.

Απο τον Μέρμηγκα σαν εισαγωγή.