Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 18, 2006

Χωρίς τηλέφωνο.

Τον παλιό καιρό που υπήρχαν ακόμα οι επισκέψεις και η Αθήνα είχε την έκταση ενός μεγάλου χωριού, κάτι απογεύματα εκεί γύρω στις 4.00, φορούσες κάτι καλό και ξεκινούσες να πας συχνά στην άλλη άκρη της πόλης με τα πόδια. Προορισμός ήταν κανένας δεύτερος ξάδελφος/η και πάντα πήγαινες με παρέα μετά από ολιγόστιγμο συμβούλιο για το πού θα σπάσει η ανία του απογεύματος, περίπου έτσι: δεν πάμε από του Λάκη; - Ουφ καημένε, μια ώρα δρόμο! – Γιατί ωραία θα είναι θα δούμε και τον τάδε, μπορεί να είναι και ο....

Από τη στιγμή που άρχιζαν οι συζητήσεις για το πού, το απόγευμα σάλευε, έχανε μεγάλο μέρος της ακινησίας του σαν άνθρωπος που σηκώνεται από τη καρέκλα να βηματίσει λίγο.

Τα ρούχα, το χτένισμα, το γυάλισμα των παπουτσιών, κλείδωσες καλά; τα φώτα....βουρ στον δρόμο κι άρχιζε ο μεγάλος περίπατος με τη προσμονή στο στόμα, δρόμοι- δρόμοι κι άλλοι δρόμοι, σπίτια, πεζοί και πού και πού αυτοκίνητα. Ο ήχος καμιά φορά ενός πιάνου, καθώς περνούσες. Υπήρχαν και οι στάσεις μπροστά σε κάποιο βιτρίνα. Με τη μόδα, την τσάντα που σου έλλειπε να συνοδεύψεις εκείνες τις γόβες, πιο πολύ προείχαν οι τιμές σε όλα τούτα τα όνειρα. Μετά ήταν η φλυαρία και η ανησυχία να μη φύγει κάποιος πόντος στην κάλτσα. Το κοκκινάδι ήταν επίσης ένας βραχνάς να διατηρηθεί ζωηρό. Και το χτένισμα, ιδίως αν υπήρχε αέρας. – Κοίτα μη σου ξεφύγει καμιά κουβέντα για..... Κτύπα το κουδούνι! Μια φορά μόνο, πρόσεχε....

Κανείς.
- Για κτύπα ακόμα μια φορά....
σαν να άκουσα βήματα, το κουρτινάκι... μου φάνηκε κουνήθηκε....
Κανείς! Κρίμα!

Πάλι πίσω από τους ίδιους δρόμους , τώρα πιο σκοτεινούς.
Αύριο, Δευτέρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: