Σάββατο, Ιουλίου 07, 2007

Ο θάνατος του κ. Καθηγητή.

Οσο η Σουρεκλεμέ μιλούσε έτσι για τον κ. Καθηγητή με κυρίευε ντροπή. Ολο και περισσότερη μέχρι που έχωσα το πρόσωπο μες την ποδιά μου και δεν σήκωνα καθόλου το κεφάλι. Ο βάλτος γύρω μου είχε στενέψει απελπιστικά. Ενιωθα στριμωγμένη ανάμεσα στις λέξεις της. Κάθε μια κατάφερνε και ένα χτύπημα στην εικόνα του σαν άνθρωπος που χάνει ένα- ένα τα δόντια του και στέκει στο τέλος φαφούτης μπροστά σου να κοιτά το κομμάτι το ψωμί στα χέρια του ξέροντας ότι δεν μπορεί να το φάει. Ψίχουλο- ψίχουλο ανάμεσα στα δάκτυλά του κόβεται τότε ο Κόσμος και γίνεται ο ήρωας μικρό αδύναμο πουλάκι που συντηρείται με ό,τι γλίτωσε από το παλιό του μεγαλείο. Σε τέτοιες περιπτώσεις τα όρια συγχέονται. Δεν ξέρεις αν το δέος που αισθάνεσαι είναι για την συντριβή του ή για σένα τον ίδιο που είσαι παρών και τον βλέπεις μέσα σ αυτήν.

Τον σαβάνωσες εκεί στον κάμπο αγαπημένη γερόντισσα, τον κ. Καθηγητή. Συρρικνώθηκε, ένα μικρό σκουληκάκι έγινε στη διπλανή πέτρα, κόμπος στο λαιμό, μια θολούρα μπροστά στις κόρες, δάκρυ. Ενιωσα την υγρασία του στην ανάποδη του χεριού μου καθώς αποκολλήθηκε για πάντα από μένα και τότε ανέβηκε θρήνος μεγάλος μέσα μου σαν ουρλιαχτό που έκαψε το λαιμό μου. Κύλησε κάτω ενώθηκε με το χώμα, μια χοντρή στάλα που ρούφηξε αμέσως η γης. Εσβησε για πάντα. Σκέφτηκα το ερμάρι με τα βιβλία μου. Είχα χρόνια να τα αγγίξω. Κλειστά. Βαριά. Ασήκωτα. Καμιά χαρά δεν μου έδιναν πια. Πέθανες, είπα. Κι έχωσα το πρόσωπο μέσα στις χούφτες μου νιώθοντας απέραντη μοναξιά.