Τρίτη, Μαρτίου 20, 2007

Είς διπλότυπον

Δέν είναι να βγαίνεις από το σπίτι.Ο άνεμος θέλει να σε πάρει να σε κοπανήσει όπου βρεί,η βροχή να σε μουλιάσει να σε σαπίσει,ο ήλιος να σε κάψει να σε εξατμίσει.
Και αυτά είναι τα συνηθισμένα καθημερινά φυσικά φαινόμενα.Μήν πούμε και για τα άλλα τα πιο τρομερά,τους σεισμους που θέλουν να σε τσακίσουν,τις πλημμύρες που θέλουν να σε πνίξουν,τους ανεμοστρόβιλους που θέλουν να σε ρουφήξουν και πάει λέγοντας.
Αλλά και το ίδιο το σπίτι που ενδεχομένως να κάτσεις μέσα για να προστατευτείς, νομίζετε πώς δέν θέλει να σου κάνει κακό;
Βασικά αυτό που θέλει είναι να πέσει πάνω σου να σε πλακώσει.Χρόνο με το χρόνο,μέρα με τη μέρα,στιγμή με τη στιγμή,συμπιέζει και φθείρει όλο και περισσότερο τους αρμούς του, προσπαθώντας να διαλυθεί πάνω στο κεφάλι σου.
Και αυτές είναι οι φυσικές δυνάμεις όπως είπαμε,γιατί υπάρχουν και οι κοινωνικές οι ανθρώπινες,εξίσου καταστροφικές και αυτές.Βγαίνεις έξω,και ο ένας θέλει να σε κλέψει,ο άλλος να σε κοπανήσει με το αυτοκίνητο,και ο τρίτος έχει κατάθλιψη γιατί δέν μπορεί να βρεί ακόμη τι κακό θέλει να να σου κάνει (κατάθλιψη έχουν πάντα οι καλοί επειδή δέν μπορούν να είναι κακοι).
Και όλες αυτές οι καταστροφικές δυνάμεις δέν είναι αποκλειστικό γνώρισμα βέβαια του πλανήτη μας.Όλος ο κόσμος,το σύμπαν,από αυτές κινείται.Άστρα που εκρήγνυται και σκορπούν γύρω τους τον όλεθρο,κομήτες και μετεωρήτες που κοπανάνε αενάως όπου βρούν,πεινασμένες μαύρες τρύπες που ρουφάνε τα πάντα στο πέρασμά τους.
Παντού γύρω μας,εχθρικές δυνάμεις και μόνο αυτές,μεγάλες η μικρές,θέλουν να μας αφανίσουν.
Ποιός βγήκε έξω,και μιά φιλική καλοσυνάτη δύναμη τον πήρει να τον αγκαλιάσει, να τον χαιδέψει και να τον νανουρίσει γλυκά;
Κανείς.
Άσε δηλαδή που και μέσα μας,στο ίδιο το σώμα μας,όλα τα κύταρά μας,τα βακτήρια που κουβαλάμε,τα πρωτόζωα,τα μιτοχόνδρια και ότι άλλο,αυτό που λαχταράνε είναι να μας φάνε,να μας ξεσκίσουν για να ικανοποιήσουν την ανεξάντλητη τεράστια πείνα τους.
Αλλά και αυτές οι ίδιες οι σκέψεις μας,οι ιδέες μας,τι άλλο κανουν από το να μας βαράνε σφαλιάρες από το πρωί μέχρι το βράδυ;
Ποιός βρήκε την γαληνη μέσα απο τις σκέψεις του;
Βέβαια ο ποιητής θα μας πεί πώς όλα αυτά είναι η ζωή και μέσα απο τις δυναμικές αλληλεπιδράσεις τους,από τον έρωτα, δημιουργου΄ν τον κόσμο.
Εντάξει,σωστός είναι ο ισχυρισμός του,αλλά μάλλον το λέει επειδή δέν έχει βρεί κάτι άλλο πραγματικά θετικό και καλό να πεί για τον κόσμο (διότι ποιητές είναι πάντα οι κακοί που δέν μπορούν να είναι καλοί).
Για αυτό λέω να μήν σταθούμε στον ποιητή και να το προχωρήσουμε το ζήτημα.Και άμα τα βρούμε δύσκολα,ξαναεπιστρέφουμε πάλι στις ποιητικές έτοιμες λύσεις.
Λέγαμε λοιπόν πώς ο ποιητής ισχυρίζεται πώς όλες αυτές οι δυνάμεις είναι η ζωή.
Ο ήπιος ανοιξιάτικος ήλιος που θα σε ζεστάνει ανακουφιστικά,ένα ωραίο ζουμερό φρούτο που θα κόψεις από το δέντρο και τόσα άλλα.
Σημασία όμως έχει πώς το κίνητρο του ήλιου δέν είναι να σε ζεστάνει αλλά να σε κάψει.
Το ίδιο και το δέντρο.Δέν έφτειαξε για σένα το καρπό του,αλλά για δικό του ώφελος.
Απλώς εσύ το αρπάζεις,επειδή και εσύ μιά τέτοια καταστροφική δύναμη είσαι.
Με τον ποιητή θα συνηγορήσει και ο επιστήμονας που θα μας πεί πως ζωή είναι η προσαρμοστικότητα σε αυτές τις δυνάμεις.
Καλά τώρα,είπε μιά λέξη πιο σινιέ και νομίζει πώς κάτι είπε.
Προσαρμοστικότητα!!!
Τι προσαρμοστικότητα;
Πές το πιο απλά ρε αδελφέ να μπούμε στο νόημα.Ουσιαστικά με την προσαρμοστικότητα,εννοεί την μοίρα του κυνηγημένου που πρέπει πάντα να είναι ένα βήμα πιο μπροστά από τις δυνάμεις που τον έχουν πάρει στο κατόπι να τον φάνε.
Μέχρι που όπως γίνεται πάντα,να κουραστεί να τρέχει,να τον προφθάσουν οι δυνάμεις που είναι ανεξάντλητες και αεικίνητες και να τον κατασπαράξουν (διότι άν ίσχυε μόνο η προσαρμοστικότητα τότε κάποιος θεωρητικά θα μπορούσε να ζήσει άπειρα).
Το οξυγόνο άς πούμε που είναι αυτό που μας σκοτώνει,όσο κατορθώνουμε να τρέχουμε μπροστά του και να μήν μας πιάνει,είναι και αυτό που μας χαρίζει την ζωή.
Ουσιαστικά δηλαδή,ζούμε επειδή το οξυγόνο θέλει να μας σκοτώσει.
Τουτέστιν,η ίδια η ζωή είναι απλώς μιά παρενέργεια της καταστροφής και του θανάτου.Για αυτό η ζωή είναι προσωρινή και ο θάνατος μόνιμος.
Το ερώτημα είναι,τι κάνουμε εμείς συνειδητοποιώντας όλο αυτό το μακελειό που γίνεται μέσα μας και γύρω μας.
Οι φιλόσοφοι,μαζί τους και οι παπάδες,θα πούν ότι αυτό που μας μένει είναι να γυρίσουμε την πλάτη σε όλες αυτές τις δυνάμεις,να γυρίσουμε την πλάτη και στην ίδια την φύση μας και όλες αυτές τις εχθρικές καταστροφικές δυνάμεις να τις φέρουμε τούμπα και να τις κάνουμε αγάπη.
Και αυτό είναι μιά πραγματική επανάσταση θα μας πούν.
Αντιθέτως οι πολιτικοί,οι επιστήμονες και οι τεχνοκράτες,θα μας πούν ότι όχι μόνο με αγάπη δέν πρέπει να φερθούμε σε αυτές τις δυνάμεις,αλλά θα πρέπει να τις πολεμήσουμε με τα ίδια όπλα.
Αυτή είναι η πραγματική επανάσταση θα μας πούν.
Δυστυχώς όμως,ούτε οι μέν ούτε οι δε επαναστάτες μπορεί να έχουν κανένα αποτέλεσμα πάνω στις καταστροφικές δυνάμεις (διότι επαναστάτες με τον κοσμο,είναι πάντα αυτοί που δέν μπορούν να έλθουν σε ρήξη με την λογική τους)Και είτε με αγάπη φερθείς στις καταστροφικές δυνάμεις είτε με μίσος,αυτές θα είναι πάντα εκεί και θα κάνουν αυτό που ξέρουν να κάνουν.
Για αυτό λέω όπως κάναμε και με τον ποιητή να μήν σταθούμε και σε αυτούς αλλά να το προχωρήσουμε λίγο ακόμη παραπέρα το ζήτημα.Και άν τα βρούμε μπαστούνια ξαναγυρνάμε πίσω στις έτοιμες τεχνοθρησκευτικές επαναστατικές λύσεις τους.
Καλά δέν θα κάνουμε;
Ούτε με την αγάπη ούτε με το μίσος λοιπόν.
Όχι μόνο με λογική δηλαδή,αλλά ακροβατώντας στα όρια της με το παράλογο.
Πρέπει να γίνει λάου λάου η δουλειά και για να το πετύχουμε αυτό χρειάζεται πονηριά.
Άν όπως λέγαμε λοιπόν,η ζωή είναι απλώς μιά δευτερεύουσα επενέργεια,ή μιά απρόβλεπτη παρενέργεια της καταστροφικής μανίας του θανάτου,τότε δέν θα πρέπει να ισχύει κανένας μαθησιακός εξελικτικός παράγοντας σε αυτήν,τίποτα δέν θα πρέπει να προστατεύει τα πλάσματα απο την καταστροφή τους πέρα από μιά απίθανη τύχη,μιάς και η ίδια η καταστροφή θα είναι απρόβλεπτη,και ποτέ δέν μπορείς να ξέρεις από που θα σούρθει και που θα σέβρει,διότι όλος ο κόσμος ουσιαστικά πλέει μέσα στην καταστροφή.
Αφού όμως τα πάντα αλληλοκαταστρέφονται γύρω μας,γιατί τελικά ο κόσμος δέν καταρρέει από τις φονικές δυνάμεις του;
Γιατί η τεράστια βαρυτική δύναμη ι επιδρά ασθενέστερα της σχετικά ασήμαντης ηλεκτρικής;
Που πήγε η βαρύτητα που πήγε η χαρά μας;
Ποιά εξελικτική συγκυρία μπορεί να οπλίσει με βιωματική γνώση τα πλάσματα άν αυτή,η γνώση, δέν προυπάρχει ώς έχει;
Είναι ώρα να γυρίσουμε στον ποιητή θα πείτε κάποιοι,ή στους θεολόγους και στους επιστήμονες θα πείτε άλλοι, γιατί πέσαμε σε αδιέξοδο.
Όχι περιμέντε λίγο ακόμη να συνεχίσω και γυρνάτε μιά και καλή όλοι μαζί παρέα.
Κανονικά για να είναι ισσοροπημένος ο κόσμος και να μήν καταρέει τελειωτικά,θα έπρεπε για όσες αρνητικές καταστροφικές δυνάμεις,να υπάρχουν άλλες τόσες θετικές δημιουργικές.
Για κάθε δύναμη που εξαπλώνεται με βία,θα έπρεπε να υπήρχε μιά δύναμη που συστέλεται ειρηνικά.
Καμμιά τέτοια δύναμη όμως δέν υπάρχει.
Παρόλαυτά ο κόσμος παραμένει ενεργός σάν να υπήρχε.
Και έτσι ο κόσμος υπάρχει σάν να υπήρχαν (οι δυνάμεις) ,επειδή οι δυνάμεις υπάρχουν σάν να μήν υπήρχε (ο κόσμος).
Σάν σε ένα σύμπαν να υπάρχουν οι δυνάμεις και σε άλλο σύμπαν ο κόσμος.
Όπου στο ένα σύμπαν δρούν οι δυνάμεις και εκδηλώνεται ο κόσμος και στο άλλο σύμπαν δρά ο κόσμος και εκδηλώνονται οι δυνάμεις.
Και όπου δηλαδή στο ένα σύμπαν υπάρχει ο κόσμος και στο άλλο η ερμηνεία του.
Αλλά βασικά και αυτό είναι που πρέπει να μας απασχολεί,όπου στο ένα σύμπαν ο κόσμος καταστρέφεται διαρκώς,για να τροφοδοτεί το άλλο με ενέργεια.
Ουσιαστικά οι κόσμοι μοιάζουν να είναι σάν τα αρχαία πλοία,όπου κάτω στα ανήλια και υγρά στεγανά του καραβιού ήταν αυτοί οι μαύροι και ταλαίπωροι που τράβαγαν κουπιά μέσα στον πόνο και στην δυστυχία χωρίς να έχουν ιδέα τι είναι ο κο΄σμος έξω από αυτούς.Και πάνω βέβαια στον ήλιο οι άλλοι οι ευνοημένοι να χαράζουν πορεία.
Πάνω η ερμηνεία του κόσμου, κάτω η δουλειά.
Με τους κάτω να πιστεύουν πώς η τύχη και η γνώση τους να τραβάνε κουπί,είναι αυτό που έχει αποτρέψει την πιθανότητα να πέσουν σε ξέρα.
Και περιττό βέβαια να πούμε,πώς εμείς είμαστε αυτοί του κόσμου οι κολασμένοι που τραβάμε κουπί.
Τι μας συμβαίνει;
Που είμαστε;
Πώς την πατήσαμε έτσι;
Τώρα νομίζετε πώς πρέπει να γυρίσουμε με τους ποιητές η τους τεχνοκράτες θεολόγους και να συνεχίζουμε να τραβάμε κουπί,ή να δούμε πώς θα γίνει να βγούμε από δώ μέσα;
Βλέπει κανείς κανένα άνοιγμα στο καταστροφικό μας κόσμο;


















































Και επαναλαμβάνω:
Ποιός βρήκε την γαλήνη μέσα από τις σκέψεις του;
(το παρόν εξεδόθη σε διπλότυπο, ένα για το μπλόγκ το υποβρύχιο ένα για το μίσσος.
Για να μήν σκεφτούν οι μέν ότι είμαι με του δε και οι δε ότι ει΄μαι με τους μεν.
Και οι απαντήσεις,όποιο χώρο και να αφορούν,πάλι σε διπλότυπο θα εκδοθούν.
Εκτός άν μας πιάσει η εφορία και τα βγάλουμε και σε τριπλότυπο.
Διότι όπως καταλάβατε,εμείς ήλθαμε να ενώσουμε τον κόσμο και φτειάχνουμε γέφυρα επικοινωνίας,μπάς και μας φωνάξουν πάνω στη άλλη γέφυρα να γλυτώσουμε το κουπί και ποιός σας γαμει μετά και τους μέν και τους δε και τον κόσμο όλο).

9 σχόλια:

dianathenes είπε...

Ωραία το πας Ασπικ στην αρχή όσον αφορά στις καταστροφικές δυνάμεις – φυσικά φαινόμενα, συμπαντικές, περιβάλλοντος, κοινωνικές, του πνεύματος και του σώματος- όμως διαφωνώ με την ανάλυση που κάνεις στην συνέχεια και επομένως τα συμπεράσματα που εξάγεις.

Διότι ναι, συμφωνώ ότι ζούμε μέσα σε μια δίνη καταστροφικών δυνάμεων αλλά όχι ότι η ζωή είναι μιά «παρενέργεια» της καταστροφής και του θανάτου, όπου «παρενέργεια» έχει υποθέτω την φαρμακευτική έννοια, σαν ο θάνατος να λαμβάνεται από το σώμα και το πνεύμα μας σαν γιατρικό για να μας θεραπεύσει από μια ασθένεια προκαλώντας όμως μια άλλη βλάβη, παρενέργεια που είναι στην προκειμένη περίπτωση η ζωή.

Ποια είναι η «ασθένεια» αυτή όμως άσπικ; Αλλη κατάσταση εκτός από τον θάνατο και την ζωή δεν γνωρίζω. Υπάρχει επομένως ένα κενό στο συμπέρασμα που καταλήγεις. Θαυμαστή θα ήταν μια κατάσταση έξω από αυτά τα δυο όπου απλά θα υπήρχαμε μην γνωρίζοντας θάνατο και ζωή, σε μια κατάσταση ουδέτερη στον αιώνα τον άπαντα, δηλαδή μόνο ως «έννοιες», εκτός θανάτου και ζωής....
Καλύτερα να πούμε επομένως ότι η ζωή είναι «αποτέλεσμα» της καταστροφής και του θανάτου, όπου αποτέλεσμα έχει την έννοια του επακόλουθου. Αν το δεχτούμε αυτό, πέρα από την πικρία που νιώθουμε λόγω της ανθρωποκεντρικής τάσης που έχουμε να αντιμετωπίζουμε τον Κόσμο και εμάς τους ιδίους στο κέντρο του, τα πάντα βρίσκουν την λογική θέση τους κατά κυνικό τρόπο βέβαια αλλά τι να κάνουμε.....
Αυτό βέβαια θα αντιστοιχούσε στο λογικό σχήμα «ο θανατός σου= η ζωή μου» και τανάπαλιν, συμπέρασμα που δεν επιδέχεται καμιά φιλοσοφική, θρησκευτική, επιστημονική, τεχνολογική ή .....ποιητική ερμηνεία διότι αποτελεί απλά Νόμο. Κοσμικό νόμο για τον οποίο κανείς δεν μας ρώτησε και τον οποίο παραδέχεσαι αλλιώς δεν θα μιλούσες για μανία των δυνάμεων ( φυσικών και άλλων) που μας εξοντώνουν για να υπερισχύσουν οι ίδιες -συμπεραλαμβανομένων και ημών βεβαίως στην ίδια λογική.

Αλλο σημείο που διαφωνώ στην ανάλυσή σου είναι το «κίνητρο» των δυνάμεων αυτών:
«Σημασία όμως έχει πώς το κίνητρο του ήλιου δεν είναι να σε ζεστάνει αλλά να σε κάψει. Το ίδιο και το δέντρο. Δεν έφτιαξε για σένα το καρπό του αλλά για δικό του όφελος. Απλώς εσύ το αρπάζεις, επειδή και εσύ μια τέτοια καταστροφική δύναμη είσαι».

Κατά την γνώμη μου, δεν υπάρχουν κίνητρα στα φυσικά φαινόμενα. Ο ήλιος ζεσταίνει επειδή αυτή είναι λειτουργικότητά του μέσα στο σύμπαν, το ίδιο και το δένδρο θρέφει καρπό επειδή αυτό του προορίζεται και εμείς το ίδιο θρεφόμαστε από αυτόν όχι επειδή είμαστε δολοφόνοι του καρπού αλλά επειδή ακολουθούμε εξ ορισμού την βιολογική αλυσίδα όπως και το δένδρο που γίνεται «δολοφόνος» των ουσιών που παίρνει με τις ρίζες του από το έδαφος που με την σειρά του τις αποκτά υπό την ζωογόνο επίδραση του ήλιου που και αυτός συμμετέχει στους συμπαντικούς νόμους όπου ανήκει. Σε αυτήν την λογική επομένως βρίσκεται και ο εξισορροπητικός παράγοντας στον Κόσμο που αναζητάς ώστε να μην καταρρέει τελικώς.

Αλλο σημείο που θα ήθελα να σχολιάσω είναι ο εξελικτικός παράγοντας.

«Άν όπως λέγαμε λοιπόν, η ζωή είναι μια απρόβλεπτη παρενέργεια της καταστροφικής μανίας του θανάτου, τότε δεν θα πρέπει να ισχύει κανένας μαθησιακός εξελικτικός παράγοντας σε αυτήν, τίποτα δεν θα πρέπει να προστατεύει τα πλάσματα από την καταστροφή τους πέρα από μια απίθανη τύχη μιας και η ίδια η καταστροφή θα είναι απρόβλεπτη και ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις από που θα σού ρθει και που θα σε βρει, διότι όλος ο κόσμος ουσιαστικά πλέει μέσα στην καταστροφή».

Κατά την γνώμη μου, υπάρχει εξελικτικός παράγοντας στηριζόμενος στην μάθηση και είναι αποκλειστικό προνόμιο του ανθρώπου. Είναι ο διαρκής αγώνας, η τέχνη και ο έρωτας (όπου «μάθηση» βεβαίως καταλαβαίνω «παρατήρηση»και επομένως άμυνα).

Σε αυτήν την λογική της άμυνας θα ήθελα να επιμείνω. Διότι δεν είναι από «απίθανη τύχη» που επιβιώνει ο Κόσμος, αυτός είναι αποτέλεσμα των εξισορροπητικών παραγόντων. Ο Ανθρωπος όμως επιβιώνει διότι έμαθε να επιβιώνει οργανώνοντας την ζωή του σε κοινωνίες όπου η μεγαλύτερη αξία είναι η κατανόηση του προβλήματος. Το ότι δηλαδή δεν μπορεί να επιβιώσει παρά κατανοώντας κατά πρώτον ότι έχει πρόβλημα επιβίωσης, πράγμα που αποτελεί την μισή νίκη και κατά δεύτερον ότι για να επιβιώσει χρειάζεται να επικοινωνήσει το πρόβλημά του και να συνεργαστεί με τους άλλους ανθρώπους – τελευταίως και με το φυσικό περιβάλλον του.

Συμπεραίνω λοιπόν ότι οι ανθρώπινες σχέσεις - πέρα ακόμα και από την πολιτική διάσταση που τους δίνεις με το παράδειγμα του πλοίου όπου χωρίζεις τον κόσμο με ξεπερασμένο κατά την άποψή μου τρόπο, σε ευνοημένους στον ήλιο και μη -είναι η λύση για την ανθρώπινη ευημερία – όχι απλή επιβίωση- του ανθρώπινου είδους στην Γη, πράγμα που νομίζω ασπάζεσαι καθώς διαφαίνεται από το γεγονός ότι και επικοινωνείς το πρόβλημα αυτήν την στιγμή γράφοντας τον προβληματισμό σου και ότι δηλώνεις την πρόθεσή σου «να ενώσεις τον κόσμο γράφοντας». Να τον ενώσεις επομένως ενάντια σε όποιες καταστροφικές δυνάμεις. Αρα και από την δήλωσή σου αυτή και μόνο, νομίζω συμφωνούμε: η «γέφυρα επικοινωνίας» είναι το μόνο άνοιγμα για να βγούμε ΟΛΟΙ στην γέφυρα, άσπικ και ποιος νοιάζεται μετά και για το «κουπί» και για την «γέφυρα», αφού αυτές θα είναι πλέον «ερμηνείες» που θα ανήκουν στον Παλιό Κόσμο.....

Black Swan είπε...

Οι ξεχασμένες γνώσεις ,μας πηγαίνουν στην Αρχή.
Στην Γαληνή.
Των όντων και των φαινομένων.
Και να μετεωρίζεσαι σε ξέφωτο αιθρίας, ανάμεσα στον Επίκτητο και τον Ιωάννη Σεβαστιανό Μπαχ.

Δηλαδή στον εναρμόνιο ήχο της μοναξιάς μας εν σχέση με το σύμπαν.
Δεν εννοώ μόνο την μοναξιά ενός εκάστου, αλλά και τη μοναξιά ολόκληρης της ανθρωπότητας μέσα στο αχανές.
Για να μάθουμε το ελάχιστο απαραίτητο που θα γαληνέψει την ταραχή, "τα περί φαινομένων δόγματα" που λέει ο Επίκτητος, ώστε η πορεία να συνεχισθεί.

Ο εναρμόνιος ήχος δεν είναι απλή ιστορία.
Τα κοπάδια των οποίων τα κουδούνια ήταν ηχητικά συγχρονισμένα δεν κινδύνευαν από λύκο.
Φαντάσου ένα κοπάδι.
Αλλά με τον ήχο του συντεταγμένο. Για να μην κινδυνεύσει.

Όντως δεν είναι απλή ιστορία.

Τίποτε δεν είναι απλό.

Και η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας δεν είναι απλή ιστορία.

Άλλης τάξεως πραγματικότητες, που όμως και οι δύο βρίσκονται στη
σφαίρα του κατανοητού.

Αρκεί να υπάρχει γενναιότητα παντού, για να μην πλησιάσει στις ψυχές και στο μυαλό η πείνα του αγριμιού.

Σοφία χρειάστηκε για να ποκαλυφθεί ο ήχος που θα απομάκρυνε (όχι
θα σκότωνε) τον λύκο.

Και επιμονή στην αποκάλυψη.


ΥΓ. Όπως ο Μπαχ που απορούσε όταν τον χειροκροτούσαν.
Κι έλεγε ότι δεν κάνει τίποτε περισσότερο από το να βάζει το δάχτυλό του στο κατάλληλο πλήκτρο την κατάλληλη στιγμή.
Καθόλου απλή ιστορία.
Από πίσω υπήρχε μια ανθρωπότητα.
Όπως και τώρα.
Όπως και πάντα στο μέλλον.
Όπου και πάλι θα απαντήσει ο ήχος με όλα τα επόμενα μυστικά του.
Ο ήχος του ανεπανάληπτου.
Κάθε φορά που τον ακούς, μια φορά τον ακούς.
Και πας παρακάτω.

dianathenes είπε...

Μου άρεσε η ερμηνεία σου περί εναρμονίου αντίληψης των όντων και των φαινομένων.
Νομίζω είναι ήχοι, μόνο την πρώτη φορά που τους συλλαμβάνουμε οπότε και τους ερμηνεύουμε. Φερ ειπείν ένας ήχος είναι ο έρωτας όταν ξυπνάς ερωτικά για πρώτη φορά ως έφηβος και άλλος ένας ο θάνατος όταν αγγίζεις την ωριμότητα. Ακούγονται στο στέρνο σου σαν να κτυπά κάποιος μια χορδή που πάλλεται μετά για αρκετή ώρα μηρμυγκιάζοντας το είναι σου σαν τους κύκλους που αφήνει το βότσαλο όταν το πετάξεις στην θάλασσα.
Μετά δεν είναι ήχοι πια άλλά θόρυβος επειδή εκχυδαϊζονται από τον φόβο που φέρνει η γνώση τους.

Μακάρι η ανθρωπότητα να λειτουργούσε σαν ηχητικά συγχρονισμένο κοπάδι, συντεταγμένο με τους ήχους του σύμπαντος αλλά όχι, λειτουργεί συντεταγμένο με τον δικό του ήχο που είναι ποδοβολητό τρόμου.

Φαντάσου Μέρμηγκα το ειρηνικό πέρασμα ενός κοπαδιού από πρόβατα με τα κουδουνάκια τους να ηχούν, το βλέμμα να ακουμπά τα πράγματα καθαρά και ένα κοπάδι βόδια που σηκώνει μπουχό από σκόνη ώστε να μην μπορείς να δεις ποιος βαδίζει στο πλάι. Μόνο ο αχός σε οδηγεί.

Πολύ ωραίο "κομμάτι", Μέρμηγκα Μπαχ. Τίποτα άλλο.

aspic είπε...

Είπα να δούμε πιό ιδιαίτερα τα πράγματα διανάθενς,πέρα από την συνηθισμένη τους οπτική που θέλει ένα υποβρύχιο σάν το δικό μας παράδειγμα, να πλέει σε μπλέ θάλλασες και όχι σε ρόζ λόγου χάρη,εκτοξεύοντας τορπίλλες και όχι άς πούμε ντοματάκια αποφλοιωμένα).
Να τα δούμε πέρα όσο μπορούμε από την προσωπική μας ιδιοτέλεια και την ιδιοτέλεια του είδους μας.
Πιο γενικά ρε αδελφέ,πιο πανοραμικά.
Μπάς και βρούμε, ή υποψιαστούμε τουλάχιστον, τι στο διάολο μας συμβαίνει και δέν μπορούμε να αράξουμε λίγο, να ησυχάσουμε.
Γιατί να μήν μπορούμε να ξαπλάρουμε ανέμελοι στο καταπράσινο λιβάδι ρε παιδιά με ένα λουλουδάκι στα χείλη;
Μόνο στα μικυμάους θα γίνονται αυτά;

Έτσι λοιπόν θα πρέπει να δούμε τα πράγματα διανάθενς, έξω απο τις ερμηνείες που τα έχουμε φυλακίσει.
Για παράδειγμα,επειδή στην ιατρική αναφέρεται η πρωτεύουσα δράση μιάς ουσίας σάν θεραπευτική και μιά ενδεχόμενη δευτερεύουσα δράση της σάν βλαπτική παρενέργεια,δέν σημαίνει ότι με αυτή την ιατρική ορολογία θα ερμηνεύουμε τον κόσμο εν γένει επειδή έτσι συνηθίσαμε (εξάλλου και στην ιατρική πολλές παρενέργειες φαρμάκων,εξελίχτηκαν στην συνέχεια σάν την κύρια θεραπευτική τους δράση).
Δέν είναι στον κόσμο λοιπόν θεραπευτικές οι ενέργειες και δέν είναι βλαβερές οι παρενέργειες.Και άν σε μπερδεύουν διανάθενς οι λέξεις ενέργεια και παρενέργεια για να το καταλάβεις αυτό,άλλαξέ τις και βάλε στην θέση τους τις λέξεις έργο και πάρεργο.

Θα έχει σημασία τότε, να ψάξουμε να βρούμε ποιό είναι το έργο που παράγουν οι δυνάμεις και ποιό είναι το πάρεργό τους.
Και για να το βρούμε αυτό πρέπει να μελετήσουμε την φύση τους,που θα μας αποκαλύψει και τα κίνητρά τους (έχουν κίνητρα, διότι όλες αυτές οι δυνάμεις δέν είναι σταθερές αλλά εξελισσόμενες, αποσκοπώντας κάπου).
Κάνοντας αυτό λοιπόν,θα διαπιστώσουμε πώς ο ήλιος ο δικός μας και όλοι οι ήλιοι του κόσμου,δέν είναι η λειτουργικότητά τους να ζεσταίνουν όπως λές,αλλά να καίγονται,να καίγονται,να καίγονται, μέχρι που να εκρήγνυνται και να παρασέρνουν στο χαμό και ότι υπάρχει γύρω τους.
Αυτό είναι το έργο τους και για αυτό υπάρχουν.
Το ότι σε ένα πολύ περιορισμένο και συγκεκριμένο χώρο,χρόνο και φάσμα,μπορεί και να ζεσταίνουν αυτό είναι κάτι δευτερεύον,και μόνο σάν πάρεργο μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε.
Θα ήταν το έργο τους να ζεσταίνουν,άν αυτό έκαναν παντού σε όλους τους χώρους χρόνους και φάσματα που επηρεάζουν και απλώς σε κάποια πολύ συγκεκριμένα τέτοια θα δημιουργούσαν εκρήξεις,καύσεις η καταστροφές.
Τότε θα λέγαμε πώς το έργο τους ήταν η ζεστασιά,η ζωή δηλαδή,και η καταστροφή,ο θάνατος,θα ήταν το πάρεργό τους.
Κάτι τέτοιο όμως δέν συμβαίνει πουθενά.

Και επειδή όχι μόνο με τους ήλιους,αλλά και με όλα τα φυσικά φαινόμενα,ακόμη και με τα ψυχικά και διανοητικά,αυτό φαίνεται να συμβαίνει,να έχουν την καταστροφή σάν έργο και την δημιουργία σάν πάρεργο,για αυτό νομίζω πώς καλό θα ήταν να την ψάξουμε κάπως την δουλειά μήπως διαφοροποιηθούμε από την τόσο συνηθισμένη αυτή θεωρία των αντιθέτων δυνάμεων,καταστροφής και δημιουργίας,ζωής και θανάτου,και εντέλει καλού και κακού γενικά.
Μήπως οι δυνάμεις έχουν μόνο αντίθετη ανταγωνιστική ροπή και κατεύθυνση,αλλά στην ουσία τους είναι ίδιες;
Μήπως είναι μόνο καταστροφικές;
Ακόμη και οι κοινωνίες που λές ότι με την οργάνωσή τους βοηθούν στην επιβίωση του ατόμου,μήπως τελικά ακριβώς το αντίθετο κάνουν;
Μήπως βοηθούν στον αφανισμό του;
Μήπως οι κοινωνίες μισούν το άτομο και θέλουν να το συνθλίψουν να το καταστρέψουν και ακριβώς για αυτό τον λόγο φτειάχτηκαν;
Οι οργανωμένες κοινωνίες και η προστασία της συνοχής τους, δέν είναι αυτά που οδήγησαν τόσους και τόσους ανθρώπους στην σφαγή τους,μέσα από πολέμους,διώξεις και λοιπά;
Σε ένα συγκεκριμένο φάσμα βέβαια βοήθησαν όντως το άτομο.
Φτάνει όμως αυτό;
Γιατί οι κοινωνίες έχουν την τάση να εξαπλώνονται (είς βάρος του περιβάλλοντος,άλλων κοινωνιών και λοιπά),ενώ αντιθέτως δέν έχουν τις περισσότερες φορές την τάση όπως ωφείλουν να προστατεύουν το άτομο.
Μήπως λοιπόν φτειάχτηκαν απλώς για να εξαπλώνονται και όχι για να προστατεύουν;
Και ακριβώς αυτή η ανάγκη τους για εξάπλωση δέν είναι που κάνει και τις κοινωνίες καταστροφικές σάν και τις φυσικές δυνάμεις;
Γιατί τα πράγματα στον κόσμο μας,θέλουν διαρκώς να εξαπλώνονται;
Και η αρμονία που μας λέει ο άτομαντ να εξαπλωθεί στον κόσμο δέν θέλει και αυτή;
Τι άλλο προσπαθεί να πετύχει άραγε εκτός από μιά αρμονική ανασύνταξη του κόσμου;
Εξάλλου το μεγαλύτερο μέρος της κλασσικής μουσικής είναι λίγο πολύ πολεμικά εμβατήρια.
Μήπως αρμονία ονομάζουμε ένα πακέτο ευνοικών συνθηκών που οραματιζόμαστε για το είδος μας ή τον εαυτό μας,στην προσπάθειά μας να βιάσουμε και να κυριεύσουμε τον κόσμο;
Και επαναλαμβάνω:γιατί τα πάντα στον κόσμο μας θέλουν να εξαπλώνονται και ποτέ δέν θέλουν να συρικνώνονται;

Και με αυτό το τελευταίο ερώτημα λοιπόν διανάθενς,δεδομένης και της τεράστιας βαρυτικής απώλειας που εντοπίζουν οι επιστήμονες,αλλά και της ξεπερασμένης εξελικτικής θεωρίας που πλεον δέν εξηγεί τίποτα όπως και στην περίπτωση με τις τσούχτρες και τα φύκια που ανέφερα και πολλές άλλες (χωρίς να σημαίνει αυτό ότι θα πρέπει να ακολουθήσουμε την μοντέρνα επιστημονική θεολογία περί ευφυούς σχεδιασμού του κόσμου) μου κατεβαίνει βαρειά και ασήκωτη η βασανιστική υποψία στο μυαλό,ναι θα σας το πώ,πώς όχι μόνο ζούμε σε ένα μαύρο,σάπιο,μοχθηρό και καταστροφικό κόσμο,όχι μόνο ζούμε στην κόλαση χωρίς να ξέρουμε για ποιό πράγμα τιμωρούμαστε ή άν έτσι έτυχε,αλλά θα πρέπει να υπάρχει και ένας κόσμος έξω από τον δικό μας,ένας αντίστροφος του δικού μας κόσμου, που τα πάντα συρικνώνονται μιάς και έχει πλεονάζουσα βαρυτική ενέργεια,την δική μας βαρυτική ενέργεια που χάνουμε,και για αυτό δέν χρειάζεται να την παράγει αυτοκαταστρεφόμενος όπως εμείς.
Φίλοι μου καλοί,ναι θα σας το ξαναπώ,ζούμε στην κόλαση.
Όλος αυτός ο κόσμος,μέσα μας,έξω μας,πάνω μας και κάτω μας είναι η κόλαση.

Έτσι λοιπόν διανάθενς,δέν είναι ο κόσμος αυτός που ζούμε και υπάρχουμε,τον οποίο χώρισα σε ευνοημένους και μή όπως λάθος κατάλαβες,αλλά αναφερόμουν σε δυό ξεχωριστούς κοσμους,πραγματικά και κατ ουσίαν αντίθετους και αντίστροφους μαζί,που καμμιά επικοινωνία δέν θα πρέπει να έχουν μεταξύ τους,πέρα απο ένα μικρό πέρασμα,τόσο μικρό,τόσο ελάχιστα μικρό σάν ένα υποατομικό σωμάτιο και ακομη πιο μικρό,τόσο πιο μικρό που κανένα υλικό δέν χωράει να περάσει από τον ένα κόσμο στον άλλο.
Και το ερώτημα που τίθεται,μιάς και το να περάσουμε σε αυτόν τον άλλο κόσμο είναι αδύνατο και πρέπει να το ξεχάσουμε,είναι πώς πρέπει να την φτειάξουμε την δουλειά σε αυτό τον κόσμο που είμαστε;
Να πάμε ενάντια στις δυνάμεις,να πάμε σύμφωνα με αυτές,να αποχωρήσουμε-αναχωρήσουμε από το παιχνίδι και να τις γράψουμε στα αρχίδια μας, ,τι να κάνουμε πιά για να ξεμπλέξουμε ή και να μπλέξουμε περισσότερο εντέλει;
Τι θα μπορούσα να απαντήσω,τι θα μπορούσατε να απαντήσετε,που να μήν είναι επεκτατικό,βίαιο και καταστροφικό,που να μήν φέρει την φύση της ιδιοτέλειας,προσωπικής και ότι άλλο;
Όχι πέστε μου δηλαδή,τι μπορούμε να πούμε τελικά,που επειδή το είπαμε και μόνον για αυτο,να μήν είναι θάνατος;
Όχι πέστε κάτι που να μήν είναι θάνατος.
Πέστε χωρίς να πέσετε.

Εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε την πατερική αντίληψη περί κόλασης και παραδείσου,όπου όσοι βρίσκονται στην κόλαση πρέπει να κοιτάνε στον παράδεισο,αλλά όσοι είναι στον παράδεισο δέν πρέπει να κοιτάνε στην κόλαση.
Και αυτό το ερμηνεύουν ένεκα του πειρασμού που θα δοκιμάσουν όσοι εκ του παραδείσου κοιτάξουν την κόλαση και ένεκα της βασανιστικής θλίψης των κολασμένων καθώς κοιτάζουν στον παράδεισο.
Πράγμα που σημαίνει,πώς κόλαση είναι όταν κοιτάς τον παράδεισο και παράδεισος είναι όταν δέν κοιτάς την κόλαση.
Σημασία δέν έχει τι είσαι δηλαδή,αλλά τι βλέπεις.
Και έτσι,από την αντίστροφη αυτή την φορά,θα μπορούσε να σημαίνει,πώς άν αυτοί της κόλασης δέν βλέπουν στον παράδεισο,γίνονται παράδεισος,ενώ αυτοί του παραδείσου άν κοιτάξουν την κόλαση γίνονται κόλαση.
Τουτέστιν,το επαναλαμβάνω λίγο διαφορετικά,παράδεισος είναι να είσαι,κόλαση είναι να κοιτάς.
Τι κοιτάμε,γιατί κοιτάμε,τι ψάχνουμε,τι θέλουμε;
Και λίγο πιο διαφορετικά,θάνατος είναι να κοιτάς την ζωή σου και ζωή είναι να είσαι ο θάνατός σου.






























































Τι κοιτάτε;

wpleftyboy είπε...

επιτελους o aspic γδυμνος (οπως ελεγε παλια ενας κρητικος φιλαρακος)

εχει βαλει τα πραγματα στη σωστη τους θεση

που οπως και αν τα βαζουμε εμεις αυτα θα ειναι παντα στη "σωστη τους θεση"

και ?

εμεις τι κανουμε ? ρωταει

τι μπορουμε να κανουμε ? ρωταω

απλα συμμετεχουμε στο παιχνιδι των δυναμεων

ερμαια των δυναμεων
κωμικοτραγικοι κλοουν γεματοι αυταπατες ,
ζουμε τις ψευδαισθησεις μας στην καλυτερη περιπτωση

το μονο και καλυτερο που μπορουμε ειναι αυτο

να ειμαστε αληθινοι Ζωντας τις ψευδαισθησεις μας
να τις ζησουμε με ολο μας το ειναι

καθενας τη δικια του

με πιστη

ή

να αφεθουμε να γινουμε ενα με αυτες

αλλη μια καταστροφικη δυναμη

ως το τελος μας

το δικο μας τελος

γιατι το αλλο το γενικο τελος των παντων, η συντελεια να πουμε , μαλλον δεν υπαρχει(και αν ακομα υπαρξει καποτε σιγουρα δε θα το προλαβουνε τα ματια των παιδιων του ανθρωπου)(και δε θα το δουνε γιατι το καθ' ομοιωση ειναι παραμυθακι που τρεφει γενιες οπως ο αγιοβασιλης )

Black Swan είπε...

Έτσι είναι Ασπικ.

Γιατί "Η αληθινή ζωή είναι απούσα" όπως έγραφε ο Ρεμπώ σα να το ήξερε (ή μάλλον επειδή το ήξερε) ότι ο στίχος του θα ταίριαζε τόσο πολύ στην εποχή μας.
Ήξερε δηλαδή ποιητής ότι ο μεγάλος πληθυσμός, η πραγματική πλειοψηφία, είναι ο πληθυσμός των απόντων, αφού η πραγματική ζωή είναι απούσα. Και είναι ακριβώς αυτός, ο απών πληθυσμός που κάνει τη ζωή απούσα. Ένας πληθυσμός που συγχρωτίζεται με το τίποτα, επικοινωνεί το τίποτα και κοινωνείτε από το τίποτα.
Με σύμβολα και σχήματα.

Και οι αληθινοί άνθρωποι ζούνε σαν άταφοι νεκροί ως τη στιγμή που πραγματικά θα πεθάνουν.

Έτσι ζούμε μέχρι τώρα και έτσι θα ζήσουμε.
Ας το πάρουμε απόφαση.
Όλα τα υπόλοιπα είναι κουβέντες μιας ζωής απούσας. Ή αλλιώς; Κουβέντες μιας τρέχουσας πραγματικότητας που μοιάζει με τη ζωή αλλά δεν είναι.
Είναι απλώς η προσομοίωσή της.

Κι αν κάποτε υπάρχει μια λέξη που ανοίγει τις μαύρες κουρτίνες, δεν είναι για τώρα.

ΥΓ. Γιατί η πραγματική ζωή δεν είναι για πάντα.

Είναι για μια στιγμή.

Ύστερα την ξεχνάς, διαφορετικά τρελαίνεσαι ή τυφλώνεσαι.

Άλλη οδός δεν υπάρχει.

Ωστόσο αυτή η μία και μόνη οδός υφίσταται.

Και είναι σχεδόν απάτητη.

Την έχουνε περπατήσει τόσο λίγοι, που και να θες να την ακολουθήσεις δεν υπάρχουν ίχνη.
Όσοι την περπάτησαν την περπάτησαν πετώντας.
Ο γυπαετός που κατέτρωγε τα σπλάχνα του Προμηθέα δεν άφησε ίχνη, μήτε και ο Ίκαρος.
Θέλω να πω ότι η πραγματική ζωή δεν αφήνει ίχνη.
Δεν δηλώνεται.
Δεν υπάρχει.
Ο καθένας μόνος του τη ζει επωμιζόμενος το συλλογίζεσθε του κόσμου.

Άγριο πράγμα η πραγματική ζωή.

Γι' αυτό είναι απούσα, γι' αυτό απουσιάζουμε και ζούμε μεταναστεύοντας από την αλήθεια, στην αλήθεια της απουσίας.
Προσφεύγοντας έτσι στις ποικίλες όσες εξουσίες, επαιτώντας σχεδόν ζωή δουλειάς και δουλειά ζωής.
Για να ζήσουμε εν απουσία.

Στην ίδια απουσία των ιθυνόντων που κι αυτοί έτσι ζουν.

Στην πραγματικότητα αλλά όχι στη ζωή.

Μέσα στον ίδιο τρόμο που καμία θρησκεία δεν μπόρεσε να παρηγορήσει.

Αλλιώς τα φτερά του Ίκαρου δεν θα ήταν από κερί, θα ήταν από ατσάλι. Και δεν θα έπεφτε.
Και δεν θα υπήρχε η ελπίδα μιας αληθινής ζωής.

Αυτό μονάχα μπορεί να μας παρηγορήσει.
Το ότι υπάρχει μια αλήθεια που διαρκώς απομακρύνεται μέσα στις ήττες της, ωστόσο όμως υπάρχει. Μια αλήθεια καμωμένη από κερί Επιτάφιου ή Δεκαπενταύγουστου.
Και λίγο θυμάρι λησμονιάς.

Αλλά και πάλι πού να ξέρεις;

Είπαμε: απουσιάζουμε γιατί η αληθινή ζωή είναι απούσα.

dianathenes είπε...

Καλά, καλά αντιπαρερχόμενη το ότι ο Ασπικ με αποκαλεί διανάθενς- τελείως επίσημα και τυπικά δηλαδή- τη στιγμή που με έχει συνηθίσει στο διανάθενα, το διαδήθενα και τα υπόλοιπα γνωστά που με πειράζουν, που ωστόσο αποτελούν την δική του αντίληψη περί οικειότητας ώστε να με τοποθετεί κατά μια έννοια στον παράδεισο αλλά συγχρόνως στην κόλαση καθότι η αντίληψή του περί οικειότητας δεν συμπίπτει με την δική μου, πράγμα που πάει να πει αγαπητοί φίλοι, ότι και ο παράδεισος και η κόλαση είναι έννοιες τελείως προσωπικές μη επιδεχόμενες γενίκευση και ότι επομένως δεν είναι δυνατόν να λέμε ότι κοιτάζοντας τον παράδεισο ευρισκόμεθα στην κόλαση αλλά ούτε και το αντίθετο καθότι λέγω η κόλαση του ενός μπορεί να αποτελεί παράδεισο για τον άλλο και τανάπαλιν, έτσι ώστε ποτέ να μην είσαι σίγουρος αν επιθυμείς να βρίσκεσαι στον κατά τον άλλον παράδεισο ή στην κατ εσέ κόλαση καθότι ιδίως όταν πρόκειται περί φίλων, η επιλογή και μόνο μπορεί να είναι κόλαση, έχω να πω ότι................................









































ο Κόσμος όλος συρρικνώνεται όταν αρχίσουν τα γηρατειά. Μάλιστα! Τότε, κανείς δεν σε ρωτά αν θα συρρικνωθείς, αν το επιθυμείς δηλαδή, αλλά συρρικνώνεσαι σταδιακώς και ψυχικά και σωματικά. Ας πούμε εγώ τώρα αγαπητοί μου φίλοι, δεν έχω τη ψυχική ευμάρεια που είχα ως νεαρά, τόσο στο να δίνομαι ψυχικώς όσο και να απαιτώ από τους άλλους να μου δοθούν, κάμω οικονομία συναισθημάτων και φαιάς ουσίας, τι οικονομία δηλαδή, τσιγκούνα κατάντησα. Αλλά και σωματικώς, νομίζετε τα πηγαίνω καλύτερα; Μπορώ να κάμω τις κολοτούμπες που έκανα παιδί; Τα αεροπλανικά που έκαμα νεαρά ή έστω τις φιγούρες των 35 ετών; Και επειδή των περισσοτέρων θα πάει το μυαλό σας και στο πονηρό, σας πληροφορώ ότι τα πάντα είναι ορμόνες και ότι από αυτές εξαρτάται η στάση μας γενικώς στην ζωή. Συρρικνωμένη ή μη, αυτές αποφασίζουν. Γι αυτό η «πραγματική ζωή» δεν είναι «απούσα» αλλά είναι οι νέοι που οι ορμόνες τους κανένα ερωτηματικό από αυτά τα δικά μας, των γερόντων, δεν έχουν και βεβαίως καλά κάνουν να απλώνονται και να απλώνονται συνεχώς, αδιαφορώντας παντελώς για το γιατί το κάνουν. Καλά Μέρμηγκα, τι να πω! Προσχώρησες κι εσύ στην ομάδα άσπικ και λέφτυ παρασυρόμενος από τον Ρεμπό. Ομως να ξέρετε και οι τρεις σας ότι μόνοι από τους «νέους» που συρρικνώνονται τελείως παράταιρα από την Φύση, είναι οι ποιητές. Ο Ποιητής μόνο συρρικνώνεται προς τον εσωτερικό του κόσμο αναζητώντας έναν άλλον αντίστοιχο παράπλευρο, όπως λέει ο άσπικ και μάλιστα οικειοθελώς με αποτέλεσμα οι περισσότεροι να έχουν και συρρικνωμένη όψη, ήγουν χλεμπονιάρικη- όχι για πείτε μου έχετε δει κανέναν ποιητή με κόκκινα μάγουλα και λαμπερό βλέμμα, γελαστό και χαρούμενο; Οι περισσότεροι κυκλοφορούν αλλοπαρμένοι και αλαφροϊσκιωτοι επειδή ακριβώς την στιγμή της έμπνευσης κατορθώνουν στιγμιαία έστω να διέλθουν από το στενωπό που οδηγεί στον πραγματικό κόσμο (των «γερόντων») που αναφέρετε άσπικ και άτομαντ! Τι νομίσατε; Είναι το τίμημα. Εμείς οι υπόλοιποι που δεν είμαστε ποιητές, η μοίρα μάς προορίζει αυτό το στενωπό να το διέλθουμε την περίοδο της ωριμότητας και δη των γηρατειών χωρίς να ερωτηθούμε, κανονικά και με τον νόμο. Οπότε αφήστε το πλήρωμα του χρόνου να το κάμει και όσο «κρατάτε» κοιτάξτε να γευτείτε το ολίγον σφρίγος που απομένει συμπληρώνοντας ότι εξέλειπε με κανένα μπότοξ πώς το λένε για τις ρυτίδες, κανένα ανορθωτικό μασάζ ή και λέιζερ στα διάφορα κλίνικς που υπόσχονται ελιξίρια νεότητας και τα λοιπά και τα λοιπά χωρίς να το παρακάνετε βεβαίως και καταλήξετε κι εσείς στα κανάλια σαν τον κύριο που απασχόλησε τελευταίως το πανελλήνιο, διότι θα έλθει και ο καιρός που τίποτα δεν θα κάμουν ούτε αυτά καθότι η συρρίκνωσης η εσωτερική θα είναι τέτοια που η εξωτερική και τεχνιτή θα αποτελεί κραυγαλέα χυδαιότητα. Συμφωνώ δηλαδή με τον λεφτυράκη όσον αφορά τις «ψευδαισθήσεις» με μια μικρή παρέκκλιση στο «αληθινοί», δηλαδή όχι να είμαστε αληθινοί – καθότι αληθινοί είναι μόνο οι νέοι που απλώνονται κατά κράτος υπακούοντας στην ορμή της ζωής- αλλά να προσποιηθούμε τους αληθινούς ζώντας τις ψευδαισθήσεις μας συνειδητά, ξέροντας ότι οδεύουμε προς την συρρίκνωση – σωματική και ψυχοπνευματική- ό,τι τέχνασμα και να κάμουμε. Διαφορετικά, ας «απλωθούμε» όσο μας παίρνει. Δεν είναι κακό. Είναι γενναίο.

Εν κατακλείδι και μιλώντας τώρα σοβαρά, ας σεβαστούμε τον χρόνο μας πάνω στον Πλανήτη Γη. Είναι δεδομένος όπως και τα στάδια που περνάμε. Οπως ποτέ ως νέοι δεν μιλήσαμε για «απούσα ζωή» επειδή ήμαστε η Ζωή, έτσι και τώρα ως γέροντες ας σεβαστούμε τον θάνατο επειδή είμαστε ο Θάνατος.

Διότι διαφορετικά μοιάζουμε με κολασμένους (γέροντες) που κοιτάζουν τον παράδεισο ( των νέων), έναν ξένο παράδεισο στον οποίο αν μας τοποθετούσαν ξανά, θα γινόταν για μας τώρα πλέον Η κόλαση.

χαμίνι είπε...

Άκυρον το διπλότυπον... Τους δε τους έπιασε η εφορία και τους το κλεισε το μαγαζί...

Τους μεν τώρα, δεν ξέρω τι τους έχει πιάσει κι είναι τόσο απαισιόδοξοι...

Όλο για θάνατο και ζωή μιλάνε χωρίς τίποτε να δείχνει πως υπάρχει τουλάχιστον επιθυμία για το ένα ή το άλλο.

Κουράστηκα. Όχι από σας, όχι απ' το υποβρύχιο, αλλά από τα πάντα. Κανείς δεν συμμαχεί μαζί μου ενάντια στην μιζέρια που μας δέρνει. Βαρέθηκα να μιλάω σε ανθρώπους. Πάντα έχουν ένα κακό νέο να ξεφουρνίσουν. Πάντα κάτι άσχημο τους συμβαίνει. Μα τι συμβαίνει τελικά; Η ζωή συνομωτεί εναντίον μας;

Είμαστ' ακόμη ζωντανοί, στη σκηνή!!! Αυτό μετράει. Στη σκηνή φίλοι μου. Στο προσκήνιο. Εκεί που η ζωή δίνει την παράστασή της. Δεν γίνεται να γνωρίζουμε ταυτόχρονα τι γίνεται στο παρασκήνιο. Εξάλλου όσο περίεργη κι αν είμαι δεν γίνεται να παρατήσω το σανίδι και κρυφοκοιτάω πίσω απ' την αυλαία... Θα περιμένω να σταματήσει το χειροκρότημα και όταν σηκωθεί κι ο τελευταίος θεατής, θα κάνω μια βαθιά υπόκλιση και θα γυρίσω την πλάτη.

Καλημέρα και καλή σχόλη!

dianathenes είπε...

"Κανείς δεν συμμαχεί μαζί μου ενάντια στην μιζέρια που μας δέρνει. Βαρέθηκα να μιλάω σε ανθρώπους. Πάντα έχουν ένα κακό νέο να ξεφουρνίσουν. Πάντα κάτι άσχημο τους συμβαίνει".

Μα τι λες τώρα Χαμίνι. Ορίστε εγώ έγραψα να μην γκρινιάζουμε τώρα που είμαστε ο Θάνατος όπως δεν γκρινιάζαμε και όταν ήμασταν η ζωή και να συνεχίσουμε να είμαστε πάνω στην σκηνή.

Ορίστε:
"Οπως ποτέ ως νέοι δεν μιλήσαμε για «απούσα ζωή» επειδή ήμαστε η Ζωή, έτσι και τώρα ως γέροντες ας σεβαστούμε τον θάνατο επειδή είμαστε ο Θάνατος.

Διότι διαφορετικά μοιάζουμε με κολασμένους (γέροντες) που κοιτάζουν τον παράδεισο ( των νέων), έναν ξένο παράδεισο στον οποίο αν μας τοποθετούσαν ξανά, θα γινόταν για μας τώρα πλέον Η κόλαση."

Οπότε εγώ συμμαχώ μαζί σου ενάντια στην μιζέρια και την γκρίνια, αρκεί να μην γκρινιάζεις κι εσύ που γκρινιάζουμε οι υπόλοιποι. Ε; Γιατί μην μου πεις ότι δεν είναι γκρίνια και αυτό που λες κι εσύ τώρα!

Τι μάστιγα αυτή η γκρίνια φίλοι μου. Ας πούμε και να σηκωθείς μια μέρα φρέσκια-φρέσκια όλο ζωντάνια και δύναμη και με χίλια δυο τραγούδια στην ψυχή σου για το τι ωραία είναι που ζεις, που έχεις ακόμα πόδια που σε κρατούν, μάτια που βλέπουν, κεφάλι που σκέφτεται και καρδιά που αισθάνεται, θα έλθει πάντα κάποιος και θα αρχίσει την γκρίνια του έτσι ώστε όταν κλείσει η πόρτα πίσω του και θα έχει μείνει πια στο τραπεζάκι μόνο το φλινταζνάκι από τον καφέ που τόσο χαρούμενη του έψησες, όταν θα έχει μείνει λέω, αδειανό στο πιατάκι του με το ποτήρι το νερό μισοάδειο, δηλαδή όπως ακριβώς βλέπει και τη ζωή ο προσφιλής επισκέπτης σου, τότε θα σου έχει και σένα μείνει η μισή χαρά μέσα σου και από τα σχέδια που είχες κάνει πριν να έχει εκείνη την φαεινή ιδέα να σε επισκεφτεί, δεν θα έχει μείνει παρά μια μουντζουρωμένη ζωγραφιά! Ναι, μάλιστα μια μουντζουρωμένη ζωγραφιά....

Τώρα που είπα ζωγραφιά, προχθές που ευτυχώς δεν με επισκέφτηκε κανείς βγήκα μια βόλτα και ο ήλιος έλαμπε ακριβώς μετά από μια ψιλή βροχή και χώθηκα σε ένα δημοτικό που ναι δω παρά δίπλα και όταν μπαίνω σε δημοτικά πάω κατ ευθείαν στην αίθουσα της πρώτης τάξης και χαζεύω τις ζωγραφιές. Τι ζωγραφιές δηλαδή! Αυτές είναι έργα μεγάλων ζωγράφων! Σουρεαλιστικές, με κοντά κορμιά, τεράστια πόδια, 3 μάτια, μαλλιά μέχρι τη γη μα όλα τούτα τα ανθρωπόμορφα τέρατα κινούνται σε ένα κόσμο όπου λάμπει ο ήλιος, πετούν τα πουλιά, καπνίζουν οι καμινάδες, τρέχουν τα σκυλάκια και ταξιδεύουν τα συννεφάκια. Και σκέπτομαι τότε ότι τούτα οι μεγάλοι ζωγράφοι τα πάντα ερμηνεύουν γύρω τους εκτός ίσως από τους ανθρώπους τους οποίους προσπαθούν να αποδώσουν όπως τους βλέπουν, δηλαδή ανασούμπαλους που κινούνται όμως μέσα σε ένα παράδεισο δηλαδή όπως ερμηνεύουν τον κόσμο που τους περιβάλλει. Και τους θαυμάζω τότε. Θαυμάζω την ματιά που παραδέχεται τόσο αγνά και απροκάλυπτα την αδυναμία της να εννοήσει τον άνθρωπο και για αυτό παραμορφώνει τα χαρακτηριστικά του λες και το μάτι έχει παραμορφωτικό φακό ενώ αντίθετα αποτυπώνει το περιβάλλον με απίστευτη απλότητα καταργώντας οτιδήποτε περιττό. Φτάνει η ουρά για να δείξει το ζώο, μια κίτρινη βούλα τον ήλιο, μια σπαστή γραμμή το κύμα και ούτω καθ εξής. Απίθανοι συμβολιστές. Συρρικνώνουν άσπικ ή αντίθετα μεγεθύνουν ανάλογα τι τους προξένησε περισσότερη εντύπωση, τον ήλιο, την αγκαλιά της μάνας τους, τα δόντια του σκύλου που τα φόβισε. Αφήνουν τον κόσμο και μπαίνει μέσα τους όπου απλώνεται και καταλαμβάνει όλο τον χώρο της ψυχής τους και μετά το αποτυπώνουν πάνω στο χαρτί. Δεν είναι χαρτί, είναι χάρτης. Και δεν ξέρουν ακόμα ούτε να μιλούν σωστά ούτε να γράφουν! Όταν θα το μάθουν δεν θα είναι πια οι ζωγραφιές τους χάρτης αλλά ένα χαρτί. Κοινό, στοιχισμένο εντός του περιθωρίου ορθογραφημένο και με τους τόνους βαλμένους σωστά.

Τι να σας πω αγαπητοί μου, εμένα τούτοι οι ζωγράφοι μου φαίνονται μεγάλοι γιατί κρατούν ένα πινέλο ανάμεσα στα χέρια τους που ζωγραφίζει ελεύθερα ενώ γύρω τους καιροφυλαχτεί ο Θάνατος έτοιμος να τα δαγκώσει. Μόνο που είναι ακόμα ισχνά τα πλασματάκια αυτά και περιμένει υπομονετικά πρώτα ο κακούργος να παχύνουν...

Αγαπώ τους νέους απέραντα, τα παιδιά. Την υπερβολή τους, τον φόβο που δεν έχουν. Και τα περιμένω..