Τρίτη, Απριλίου 03, 2007

ΠΡΟΣΔΟΚΩ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΝΕΚΡΩΝ (ή the dead shall inherit the earth)

Και 'γω ,
καρτερικά σηκώνω το σταυρό μου ...

φριχτός o θάνατος κάθεν ημέρα

...προσδοκώντας ανάσταση νεκρών ,
να τον ξεφορτωθώ ,
να ζήσω τη ζωή του μέλλοντος αιώνος ,
όπως αξίζει στους ανθρώπους .

7 σχόλια:

Black Swan είπε...

"Ο κόσμος μετακόμισε στο απάνθρωπο, βολεύτηκε σ' αυτή την προσφυγιά, πήρε μαζί του για εικονίσματα φωτογραφίες δημίων..." -Βύρων Λεοντάρης


Ζούμε επειδή ξέρουμε πως το απάνθρωπο δεν είναι η τελευταία λέξη του κόσμου.
Αλλιώς δεν θα γράφαμε, δεν θα φροντίζαμε δηλαδή να απευθυνθούμε στους άλλους.
Δεν μπορεί μια ζωή να κοινωνείς τα μύρια άσχημα του κόσμου και τις φαυλότητες των πεπρωμένων.
Γιατί ο λόγος είναι μαζί απελπισία και ελπίδα, στάση και ανάσταση.
Την ίδια στιγμή που μαρτυρεί το απάνθρωπον δεν στέκεται εκεί.
Θα ήταν ως εάν έμενε στην αιώνια Μεγάλη Παρασκευή του πόνου ως εάν καθηλωνόταν στους αναρίθμητους σταυρούς των βασάνων.

Δεν ζούμε όμως μια αιώνια Μεγάλη Παρασκευή.
Ούτε μια διαρκή Ανάσταση.
Οι περισσότεροι κατοικούμε και στις δύο όχθες της αλήθειας, στον πόρο και στην απορία, στη μνήμη και στη λήθη.
Γι' αυτό και πρέπει να δυσπιστούμε στους μάγους που υπόσχονται τη
διαρκή επιτυχία όσο και σε εκείνους που επιμένουν να βλέπουν παντού
την παρακμή, την ευτέλεια, την προδοσία. Δυσπιστία δηλαδή για τους
οπαδούς της διαρκούς επανάστασης και τους επαγγελματίες της
απογοήτευσης, δυσπιστία για κάθε μονοφυσιτισμό που αρνείται το
διφυές και αμφίτροπο της ζωής.


ΥΓ. Σε τούτο το σημείο Υποβρύχιοι φίλοι μου ο και άθεος ανθρωπιστής πλησιάζει μια ορισμένη χριστιανική εμπειρία.
Και στις δύο περιπτώσεις αποδεχόμαστε τον ενσαρκωμένο Λόγο, τον Λόγο που φτάνει σε εμάς μέσα από το μαρτύριο και τις πληγές της ιστορίας.

Ωστόσο υπάρχουμε επειδή ακριβώς δεν είμαστε πλήρως πραγματωμένα
όντα.
Μια Ανάσταση δίχως Μεγάλη Παρασκευή, το Πάσχα δίχως τη
Σαρακοστή θα ήταν καθαρή ειδωλολατρία.
Η απώλεια, ο πόνος, η νηστεία, το δράμα νοηματοδοτούν την ελπίδα του αναστάσιμου.
Αν υπάρχει μια θεολογία των άθεων εδώ θα την εύρουμε:
στο λόγο που αποδέχεται την εσωτερική του αδυναμία, τις πληγές του, τα όριά του.
Στην πράξη δηλαδή η οποία εμπεριέχει το πάθος, τη μεγάλη ατέλεια, τη δυσαρμονία.
Ας κρατήσουμε δηλαδή το ακριβότερο δικαίωμά μας κουβαλώντας τον Σταυρό μας.
"να είμαστε αντιφατικοί" (Μπωντλέρ)
Καλό Πάσχα (πέρασμα)

dianathenes είπε...

Εγώ θα ήθελα να προσθέσω στα όσα πολύ σοφά είπε ο Μέρμηγκας και τον παράγοντα Χρόνο.

Πολλές φορές αυτό που σήμερα θεωρούμε "σταυρό", αποδεικνύεται παράδεισος μετά από μερικά χρόνια. Φάσεις της ζωής μας που τις βιώσαμε σαν Γολγοθά επειδή είχαμε αυξημένα καθήκοντα, αμέτρητες υποχρεώσεις στις οποίες δεν ήμαστε συνηθισμένοι, εις τρόπον που να περνούν σχεδόν δεδομένες και οι χαρές που εισπράταμε, τώρα βλέπουμε ότι ήταν ένα πλήρες "πακέτο" προς την πορεία μας για αυτό που ονομάζει ο Λέφτυ "άνθρωπος". Και συνήθως κοιτάζοντας πίσω στον χρόνο διακρίνουμε ευκρινώς μεγάλες "αναστάσιμες" παύσεις, ένα "πέρασμα" (Πάσχα)όπου γινόνταν μέσα μας μυστικοί, εσωτερικοί απολογισμοί που επίσης δεν συνειδητοποιούσαμε, έτσι ώστε να νομίζουμε ότι η ζωή μας ήταν ένας διαρκής αγώνας-θάνατος-γολγοθάς, πολλές οι διακυμάνσεις ανάλογα το πόσο κανακεύουμε τον εαυτό μας.
Και όμως σε αυτές τις παύσεις,περιόδους Πάσχα, προετοιμαζόμασταν για το επόμενο στάδιο που θα μας πήγαινε λίγο βαθύτερα στην σπηλιά που ονομάζετε γνώση.

Νομίζω η πορεία προς τον Ανθρωπο είναι πράγματι σαν κωπηλασία μέσα σε σπηλιά. Στην αρχή βλέπεις από το φως που εισέρχεται άπλετο από την εισοδό της, πολύ ευκρινώς τον βυθό της, έτσι ώστε να κωπηλατείς άνετα παρατηρώντας τα πλάσματα του βυθού, για αυτό και δεν επιμένεις πολύ στην λεπτομέρεια, κρατάς μόνο μια επιφανειακή εικόνα στο μυαλό σου. Κατόπιν όσο το φως ελαττώνεται αναγκάζεσαι να κωπηλατείς αργά γιατι τα νερά είναι μαύρα και γύρω όλο σκιές μέχρι που ενώνεσαι με το σκοτάδι κι εσύ έτσι ώστε κάποιος που εισέρχεται από το άνοιγμα της σπηλιάς να μην σε διακρίνει καθόλου. Βάρκα, βαρκάρης και σπηλιά έχουν γίνει ένα πράγμα πια και μόνο σαν προχωρήσει κι αυτός αρκετά σε βλέπει ξαφνικά να εμφανίζεσαι επιστρέφοντας από τα σκοτάδια....

Λοιπον, τα μάτια σου τότε δεν βλέπουν τίποτα. Συνηθισμένος στο σκοτάδι τυφλώνεσαι και τα κλείνεις λίγο για να συνηθίσεις πάλι στο φως (πέρασμα).

Και κάπου εκεί στο μέσον της Λίμνης που γλύφει ένα γύρω την σπηλιά, οι δυο βάρκες συναντιούνται με τους βαρκάρηδες όρθιους. Τσουλάνε απαλά πάνω στα νερά της αθόρυβα και ο βαρκάρης που επιστρέφει κρατά ακόμα στο μυαλό του τα σκοτάδια και έχει μπροστά του το φως ενώ ο άλλος που τραβά για τα σκοτάδια, έχει το φως πίσω του και ένα φόβο στην καρδιά για τα σκοτάδια που απλώνονται μπροστά του σαν να θέλουν να τον καταπιούν.....

Νομίζω σοφός γίνεται ο άνθρωπος που συνειδητοποιεί τα "περάσματα" από φάση σε φάση.

dianathenes είπε...

3.

Και πάλι πέρασμα....Πέρασε το Υποβρύχιο αθόρυβα κάτω από τη γιορτή της Ανάστασης ανιχνεύοντας λογής-λογής εορτασμούς γειτονικών πλοίων και απομακρύνθηκε πάλι ρίχνοντας λιγοστές τορπίλες. Και ίσως σοφά να το αποφάσισε ο καπετάνιος γιατί σκεφτείτε, τι νόημα έχει ένα Υποβρύχιο, οι τορπίλες, οι βόμβες βυθού ακόμα και το εκπαιδευμένο του πλήρωμα όταν υπάρχουν οι ύφαλοι να βυθίζουν τα καράβια που πλέουν στην επιφάνεια της Θάλασσας; Υποτίθεται ότι όλα τούτα τα σιδερικά που βαπτίζονται στην Θάλασσα είναι ισχυρότερα από τα πλάσματα που ζουν μες τα νερά της και ότι οι άνθρωποι τα συνέλαβαν ως κατασκευές για να την διαφεντεύουν, δεδομένου ότι κατέχουν τους χάρτες, τις πυξίδες ώστε να την κατοπτεύουν και να την κυριαρχούν. Πώς είναι λοιπόν δυνατόν ένας ταπεινός ύφαλος χαρτογραφημένος να παρασύρει το καράβι στο βυθό;

Υπάρχει ωστόσο μια εξήγηση που στηρίζεται σε ένα παλιό θρύλο που λέει ότι όπως ακριβώς το τέρας της μυθολογίας, ο Μινώταυρος, ζητούσε επτά νέους και επτά νέες να τραφεί για να μην βυθιστεί η μινωική Κρήτη, έτσι και η Θάλασσα για να μην βυθίσει τα εμπορικά που κουβαλούν πάνω στην κοιλιά της τον πλούτο των ανθρώπων συχνά κλέβοντας και από τον βυθό της, απαιτεί μια φορά το χρόνο, φόρο δυσβάσταχτο καμωμένο από ανθρώπους. Και διαλέγει πάντα αυτή ποιο θα είναι αυτό το πλοίο με τους ανυποψίαστους ταξιδιώτες που μπήκαν στα νερά της χαρούμενοι με τις κιθάρες έχοντας στον νου ταξίδι περιπλάνησης στην επιφάνειά της απ όπου θα αγνάντευαν τους πλατείς ορίζοντες, αλίμονο όμως ταξίδι σκοτεινό θανάτου τούς μέλει καθώς η Θάλασσα πλανεύει τον καπετάνιο ξεπίτηδες με την Γοργόνα της που ρίχνει στο διάβα του και την καθίζει νωχελικά πάνω σε έναν ύφαλο σκεπασμένο καλά με την ουρά της. Πλησιάζει ο καπετάνιος για να δει πώς αστράφτουν τα λέπια της στον ήλιο, για φλουριά τα περνούν οι επιβάτες μα το καράβι γέρνει καθώς ακουμπά πάνω στο πέτρινο κάθισμά της κι η Θάλασσα βρίσκει τότε καιρό να μπει μέσα από τα σπασμένα ξύλα σκάβοντας όλο και πιο βαθιά τα μάγουλα του καραβιού με τα δάκριά της για τους ανθρώπους που θα καταπιεί αλλά έτσι είναι φτιαγμένη αυτή η Κυρά, να μην μπορεί να την αφεντέψει κανείς ολοκληρωτικά, θέλει κάπου - κάπου να δείχνει την δύναμή της, σαν στοιχειό από νερό που είναι δεν θέλει να το χωνέψει ότι οι άνθρωποι με τα καράβια τους που σκάρωσε η Γης με ξύλο μπορούν να της πετάξουν σίδερο μέσα στα σπλάχνα της και να την τιθασεύσουν. Γι αυτό υψώνει το νερό για να αναμετρηθεί με την Γη κι εκείνη πάλι τι να κάμει, τέτοια περήφανη βασίλισσα υγρή, δεν θέλει να την μειώσει και της χαρίζει ένα από τα καράβια της τα ταξιδιάρικα κι η Θάλασσα με την σειρά της αφήνει να την διασχίζουν τότε απείραχτα χιλιάδες άλλα εμπορικά από σίδερο υπονομεύοντας μέχρι εκείνη τη στιγμή που θα καταπιεί ένα μόνο ξύλινο, ταξιδιάρικο, έτσι για να διασώσει την περηφάνιά της κι έπειτα πάλι οι δυο αδελφές Θάλασσα και Γη τα ξεχνούν όλα, μονιάζουν και γλυκοφιλιούνται στην όχθη.

Και σκέπτομαι τώρα εγώ αν το σκάφος είναι ο λόγος και οι επιβάτες οι άνθρωποι που τον εκφέρουν, τι αξίζει να σώσει κανείς; Αξίζει να δίνουμε τέτοιο φόρο ανθρώπινο στην Θάλασσα για τα εμπορικά καράβια;

Διότι, τι να τα κάμεις τα πολλά καράβια, τα εμπορικά που κουβαλούν τον πλούτο της Γης αν χαθεί μέσα στην Θάλασσα το σκάφος που κουβαλούσε τους ταξιδευτές; Και αν έστω το καράβι το ταξιδιάρικο το πλανέψει η Γοργόνα, τι αξίζει να σώσει κανείς με τα μικρά πλοιάρια και τα ρυμουλκά που θα δουν το ναυάγιο και θα προστρέξουν; Το σκάφος ή τους ταξιδευτές; Διότι τι να το κάμεις το σκάφος χωρίς ταξιδιώτες αλλά και με τι να ταξιδέψουν οι άνθρωποι αν χαθεί το σκάφος;

Κι αν χαθούν και τα δυο, επιβάτες και σκάφος, τι σε μέλλει πιο πολύ; Το σκάφος ή οι επιβάτες; Διότι το σκάφος που ταξίδευε τους επιβάτες δεν είναι σκέτο ξύλο, είναι το καράβι που τους ταξίδεψε. Πάνω του είδαν χώρες πολλών ανθρώπων και άλλο να βρουν, δεν θα είναι το ίδιο που τους γύρισε πάνω στις θάλασσες ούτε καν οι θάλασσες είναι ίδιες με άλλο σκάφος. Διότι ανάλογα το σκάφος τραμπαλίζεσαι στην Θάλασσα, νιώθεις διαφορετικά τους κλυδωνισμούς στο κύμα, τους τριγμούς στον άνεμο. Και αν χαθούν οι άνθρωποι, πάλι διαφορετικό είναι το ταξίδι πάνω στην ίδια θάλασσα. Διότι αλλάζει η Θάλασσα και από τα πρόσωπα που γυρίζουν τα κουπιά, τραβούν τα άλμπουρα, φορούν τις νιτσεράδες ......

Η, άραγε δεν ήταν ταξιδευτές αλλά επιβάτες του ξύλινου λόγου πολύ κοντά στους ναύτες που δούλευαν στα εμπορικά καράβια γι αυτό ξεγελάστηκε το όμορφο σκαρί τους; Γιατί πώς είναι δυνατόν να βυθίσει η Θάλασσα αληθινούς ταξιδευτές της; Τούτοι είναι νερό που ενώνονται με το νερό που τους κουβαλά και νερό με νερό δεν αντιπαλεύουν ποτές παρά σμίγουν όλα μαζί, πηγές και ποτάμια και θάλασσα σχηματίζοντας τον Ωκεανό....

Γι αυτό λέγω, τορπίλες είχαμεν - και έχουμε- για τις γοργόνες και τα άλλα πλάσματα του βυθού που ήθελαν να μας πλανέψουν. Εκαμε ο λόγος μας. Κατά το μπαρούτι είχαμεν. Εκαμε η Δημητσάνα που είπε ο Κολοκοτρώνης μιλώντας για την επαν-ανάσταση. Ομως δεν φτάνει φαίνεται ο λόγος μας για την επ-ανάσταση του Λόγου. Γιατί είναι ο θρύλος.....Κάποιο καράβι γεμάτο γήινους ανθρώπους να χάνεται για να μην βαλαντώνει και η Θάλασσα ότι κατάπιε ναυτικούς αληθινούς. Οτι δεν διαφεντεύεται η Θάλασσα από τον άνθρωπο που δεν είναι ναυτικός αληθινός ούτε με ξύλο ούτε με σίδερο μήτε τορπίλες στα μυθικά τα τέρατα που κρύβει ο βυθός της. Κι αυτός είναι ο θυμός ο πραγματικός της Θάλασσας, ότι δεν βρίσκει ναυτικό να την τιθασέψει παρά την καβαλούν οι γήινοι που παίζουν τους ταξιδευτές πάνω στα νερά της. Για τούτο σηκώνει το κύμα, για να τους δοκιμάσει έναν- έναν όσους ανοίγονται στην υγρή αγκαλιά της. Μα βρίσκεται πάντα μια γοργόνα με το γυαλιστερό της φόρεμα στον Ϋφαλο για να πλανέψει τον Καπετάνιο του καραβιού και τους ταξιδευτές του και αποδεικνύεται τότε άπελπις η κατασκευή του Ανθρώπου, οι χάρτες, οι πυξίδες δεν μετρούν μπροστά στους ταπεινούς της υφάλους.....

dianathenes είπε...

υγ δείτε και τους "παράλληλους κόσμους¨" του Ασπικ σε προηγούμενο σχόλιο (βλ."εις διπλότυπον)

"Αλλά βασικά και αυτό είναι που πρέπει να μας απασχολεί,όπου στο ένα σύμπαν ο κόσμος καταστρέφεται διαρκώς,για να τροφοδοτεί το άλλο με ενέργεια.
Ουσιαστικά οι κόσμοι μοιάζουν να είναι σάν τα αρχαία πλοία,όπου κάτω στα ανήλια και υγρά στεγανά του καραβιού ήταν αυτοί οι μαύροι και ταλαίπωροι που τράβαγαν κουπιά μέσα στον πόνο και στην δυστυχία χωρίς να έχουν ιδέα τι είναι ο κο΄σμος έξω από αυτούς.Και πάνω βέβαια στον ήλιο οι άλλοι οι ευνοημένοι να χαράζουν πορεία.
Πάνω η ερμηνεία του κόσμου, κάτω η δουλειά.
Με τους κάτω να πιστεύουν πώς η τύχη και η γνώση τους να τραβάνε κουπί,είναι αυτό που έχει αποτρέψει την πιθανότητα να πέσουν σε ξέρα.
Και περιττό βέβαια να πούμε,πώς εμείς είμαστε αυτοί του κόσμου οι κολασμένοι που τραβάμε κουπί".


..όπου αυτό με την "τροφοδοσία" ταιριάζει πολύ νομίζω με τον φόρο του ξύλινου καραβιού για να επιβιώσουν τα εμπορικά. Η διαφορά μας είναι Ασπικ ότι τοποθετώ έξω από αυτούς τους 2 παράλληλους κόσμους έναν παρατηρητή, την ίδια την Θάλασσα πάνω στην οποία ταξιδεύουν ο καθένας με διαφορετικό σκοπό, τον Λόγο αν θες που θυμώνει με τα καμώματα των ανθρώπων....

aspic είπε...

Για να μας πεί ο λέφτυ τώρα,ποιά είναι η ανάσταση νεκρών που προσδοκεί και ποιά είναι αυτή η ζωή του μέλλοντος αιώνος που αξίζει στους ανθρώπους όπως λέει;
Τι θα μπορούσαμε να πούμε για αυτή την ζωή του μέλλοντος,που για κάθε καλό που θα βρίσκαμε να μήν υπάρχει και ένα κακό τουλάχιστον που να το συνοδεύει;
Μιάς και το πρόβλημα δέν είναι άν υπάρχουν ή δέν υπάρχουν κάπου στον χωροχρόνο τέτοιες ζωές,αλλά άν μπορούμε να τις υποθέσουμε,διανοηθούμε,διαλογιστούμε,οραματιστούμε και ότι άλλο.
Μπορούμε να σκεφθούμε καμμιά τέτοια ζωή λοιπόν;
Μαλακίες μπορούμε.

Έτσι λοιπόν αρχίζω και αμφισβητώ όλον αυτόν τον μυστηριακό θεολογικό λόγο,με τα περάσματα και τους βαρκάρηδες που λέει η ντιανάθενς,ή με τον διφυή,αμφίτροπο λόγο που λέει ο άτομαντ,τον λόγο δηλαδή που μας ελευθερώνει από τα δεσμά που ο ίδιος μας βάζει.
Μου φαίνεται λίγο ύποπτος αυτός ο λόγος,λίγος διπλωματικός,σάν κάτι να θέλει να μας κρύψει.
Για αυτό τον καθίζω απέναντι,τον λόγο,και του λέω:
Ή αυτά που μας λές θα τα νοιώθουμε και θα μας αφορούν,ή πήγαινε παίξε αλλού,με αυτούς που τα νοιώθουν και τους αφορούν.

Του μίλησα λίγο σκληρά,αλλά έτσι έπρεπε.
Αφήστε τον τον παλιομαλάκα απο κεί να πάει στο διάολο.
Τον έχουμε εδώ να μας τα πρήζει χιλιάδες χρόνια.Όλο μας αποκαλύπτει και μας φανερώνει και όλο μέσα στα μαύρα σκοτάδια και περισσότερο μας αφήνει.
Και συνέχεια δικαιολογίες.
Όλο η αλήθεια που μας αποκάλυψε βρισκόταν εκει δίπλα μας στην θέση που μόλις αφήσαμε και όπου και να πάμε,εκεί που περάσαμε ήταν,αλλά ποτέ
δέν είναι εκεί που είμαστε,και φταίμε και εμείς τελικά επειδή δέν καθόμαστε ήσυχα και κουνιόμαστε συνεχώς μας λέει.
Καταλάβατε;
Και άμα κάτσουμε ακίνητοι,κρατήσουμε και την αναπνοή μας μέχρι να σκάσουμε,θα μας πεί μετά ότι να μπροστά μας ήταν η αποκάλυψη και λίγο έτσι να κάναμε το χέρι μας θα την πιάναμε αλλά φταίμε γιατί καθήσαμε ακίνητοι.
Για αυτό σας λέω,ο λόγος αυτός δέν θα πρέπει να μας ικανοποιεί πιά.
Θα πρέπει να σβήσουμε την ιστορία,να την αποκηρύξουμε.
Ορίστε,θα σβήσω και τον μαυροπίνακα......σβφ σβφ σβφ σβφ σβφ....και ελάτε και εσείς να ξεκινήσουμε να γράφουμε από την αρχή αυτά που μας αξίζουν που λέει και ο λέφτυ.

Τουτέστιν,άν ο λόγος είναι ο θρήνος,το μοιρολόι της τραγικότητάς μας και άν η παρηγορία παραμυθία που εκπηγάζει από αυτόν σάν ομορφιά,έχει αφετηρία όπως λέει ο πλάτων,σάν μνήμη σε αρχέγονες οντότητες των ιδεών,και δεδομένου ότι αυτές οι όμορφες και αρχεγονες οντότητες,οι θεοί ρε αδελφέ,δέν βιώνουν καμμιά τραγωδία για αυτό και ει΄ναι τέτοιες και για αυτό δέν έχουν λόγο,αλλά όμως ο λόγος μας τον κόσμο τους εκφράζει κατατώντας εμάς απεικάσματα δικά τους,τότε τον δικό μας κόσμο,αυτόν τον τραγικό,ποιός λόγος δικός του,δικός μας,θα πρέπει να τον εκφράζει;
Εμπάσει περιπτώσει πιο απλά, απεικάζεται κάπου ο δικός μας κόσμος;
Και ακόμη πιο απλά,υπάρχει ένας κόσμος που τραβάει κουπί και για μάς ή είμαστε οι τελευταίοι;
Και σίγουρα γελάς και με κοροιδεύεις εσύ διανάθενα,αλλά το ερώτημα είναι πολύ κρίσιμο,διότι άν δέν βρεθεί ο λόγος που θα τραβήξει το κουπι να μας ξαλαφρώσει,θα ψάχνουμε ακόμη να βρούμε την ευτυχία σε επιννοημένους απονενοημένους σοφούς,όπως κάνεις στο επόμενο τόπικ και εν τω μεταξύ θα μας πέφτει η μέση από τη δουλειά.
Ζητείται λόγος,ικανός,εργατικός και προκομένος λοιπόν.

















































Άντε ψάχτε και εσείς να τον βρούμε,να τον βάλουμε στην δουλειά
Να τον καθήσουμε απέναντι και να του πούμε,δούλευε τώρα εσύ,εμείς είμαστε ιδέες.
Ούφ τις ιδέες μου κατέβηκαν πάλι σήμερα !

dianathenes είπε...

Υπόθεση πρώτη:
Αν οι θεοί (οι ιδέες) έχουν σαν απεικάσματα εμάς τοτε θα πρέπει να είναι πολύ δυστυχείς. Φαντάσου μια ιδέα να περιφέρεται στο κόσμο των θνητών όπου βασιλεύει ο θρήνος και το μοιρολόι.

Το πιθανότερο είναι ότι οι ιδέες ( οι θεοί) δεν ασχολούνται με τον κόσμο μας παρά σαν ιδέες κυκλοφορούν ελεύθερες από κάθε ανάγκη απεικάσματος.

Υπόθεση 2η:
Αν οπωσδήποτε υπάρχουμε σαν απεικάσματα των ιδεών, τότε η μόνη μορφή λόγου που μπορεί να απεικονίσει τις Ιδέες είναι η Τέχνη.

Υπόθεση 3η:
Αν υπάρχουν δυο παράλληλοι κόσμοι, ο κόσμος των ιδεών και τα απεικάσματά τους ( εμείς) ο μόνος λόγος αυτού του διαχωρισμού είναι κάποτε τα απεικάσματα που είναι θνητά (ύλη δηλαδή) να γίνουν αθάνατα (ιδέες δηλαδή).

Το πώς θα γίνουμε Ιδέα εξετάζει η φιλοσοφία, η θρησκεία συμβουλεύει δογματικά αλλά είναι και η Ιστορία που σημειώνει ότι παραμένουμε ύλη εξόν την μικρή εξέλιξη μέσα απο τους αιώνες.

Η Τέχνη επομένως μας απομένει. Μας καλεί ολοένα να δουλέψει αυτή για μας ώστε να γίνουμε Ιδέα αλλά ποιος την παίρνει στα σοβαρά;
Ας το σκεφτούμε λιγο αυτό. Συνήθως νομίζουμε ότι η Τέχνη είναι κάτι το μεγαλειώδες πάνω από εμάς. Νομίζω ότι είναι ένας ταπεινός είλωτας που ζητεί να δουλέψει για μας αλλά δεν την ακούμε όταν μας μιλά...

Παναγιώτης Νιάκαρης είπε...

Αποθάνωμεν αύριο . Ας φάμε και ας πιούμε σήμερα . Με αξιοπρέπεια όμως που αρμόζει σε άνθρωπο και όχι σε ζώο