Πέμπτη, Ιουνίου 29, 2006

Tο μονοπάτι.

Στο βουνό που πηγαίνω να περπατήσω, μόλις πέσει η κάψα της ημέρας, συναντώ περιπατητές που τους σέβομαι όπως γράφει και η ταμπέλα που έβαλε πρόσφατα ο δήμος: οδηγοί σεβαστείτε τους περιπατητές.

Βέβαια δεν είμαι οδηγός, αφού περπατώ κι εγώ μαζί τους παρέα με το Χρόνο.

Ο λόγος που με έκανε να το σκεφτώ αυτό είναι ο εξής: μετά από κάποια μικρή ανάβαση ο δρόμος γίνεται μονοπάτι. Το μονοπάτι αυτό είναι αρκετά μακρύ και ευρύ ανάμεσα σε δένδρα, ευκολοπάτητο και με αρκετά ανοίγματα που σου επιτρέπουν να βλέπεις το λεκανοπέδιο. Οι περιπατητές συνήθως το εξαντλούν μέχρι τη στροφή του και μετά γυρίζουν πάλι για να το ξαναπιάσουν από την αρχή.

Υπάρχουν κάθε λογής. Στρουμπουλοί που προσπαθούν να βελτιώσουν τη σιλουέτα τους, ηλικιωμένοι άνδρες που πάνε δυο-δυο αναλύοντας την πολιτική, γυναίκες που υπολογίζουν τα μόρια των παιδιών τους στης πανελλήνιες και φυσικά αθλητές που τους προσπερνούν όλους αυτούς με το κορμί τους να γυαλίζει από τον ιδρώτα.

Σε κάποια σημεία έχουν τοποθετηθεί παγκάκια.
Σε ένα από αυτά τα παγκάκια τελείως αντικανονικά από τις επιταγές του χώρου και της στιγμής, κάθομαι συνήθως να καπνίσω κανένα τσιγάρο. Χωρίς να το προρπαθήσω ιδιαίτερα, μόλις καθίσω εκεί, αρχίζω να παρατηρώ τους ανθρώπους. Διότι έτσι, όπως περνούν από μπροστά μου, μοιάζει να βρίσκομαι σε θέατρο και να εμφανίζονται ένας- ένας στη σκηνή.

Χθες όμως είδα μια πραγματική παράσταση.
Από το βάθος του μικρού δρόμου φάνηκε ένα νεαρό ζευγάρι.
Ο άνδρας, μέτριος στο ανάστημα με καλοσχηματισμένο κορμί φορούσε σορτάκι και ήταν γυμνός πάνω από τη μέση. Τα πόδια του ήταν δυνατά και ανεβοκατέβαιναν ρυθμικά πάνω στο χώμα, ακολουθώντας σίγουρα τους δυνατούς παλμούς της καρδιά του.

Η κοπέλα είχε λεπτούς μηρούς και εύθραυστους αστραγάλους, τυλιγμένους σφιχτά από τα χαμηλά σοσόνια της και τα ελαφρά αθλητικά της παπούτσια. Στον αέρα καθώς έτρεχε, χόρευε με ρυθμό μια χρυσαφί αλογοουρά πιασμένη ψηλά.

Ετρεχαν με ρυθμό δίπλα-δίπλα, αγγίζοντας τους αγκώνες τους και κουβέντιαζαν δυνατά.
Παρατηρώντας τις σιλουέτες τους να απομακρύνονται όλο ζωντάνια προς την ανηφόρα που δεν τολμούσαμε να πάρουμε εμείς οι υπόλοιποι, είχα την εντύπωση ότι δεν έβλεπα τους ίδιους αλλά τη σχέση τους. Ηταν ένα ζευγάρι, δεμένο καλά που έτρεχε προς τη ζωή. Για να είμαι ειλικρινής, έμοιαζαν να την έχουν κάτω από τα πόδια τους και να την κτυπούν με δύναμη και σιγουριά σαν να την κατείχαν. Τους παρακολούθησα μέχρι που μίκρυναν και χάθηκαν στη στροφή, αφήνοντας πίσω τους στον αέρα να πλανάται ο θόρυβος και η μυρωδιά της. Ενιωσα μια συγκατάβαση και ένα μικρό καμπανάκι στο μυαλό σαν υπενθύμιση για τη επόμενη πράξη.

Πριν προλάβω να σκεφτώ τίποτα περισσότερο, έχοντας ακόμη την όμορφη εικόνα τους στο νου, γύρισα το κεφάλι. Είδα τότε να έρχεται προς το μέρος μου ένα δεύτερο ζευγάρι. Ηλικιωμένων αυτή τη φορά.

Ηταν πολύ ηλικιωμένοι. Ο άνδρας φορούσε μακρύ παντελόνι και ένα ριχτό πουκάμισο. Η γυναίκα του μια άχρωμη φούστα και ένα μπλουζάκι με όμορφο γιακαδάκι. Και οι δυο φορούσαν ίσια παπούτσια και μίλαγαν χαμηλόφωνα, σχεδόν μουρμουριστά. Η μοναδική διαφορά τους από άλλα ηλικιωμένα ζευγάρια, ήταν ότι παρατήρησα αμέσως ότι κρατιόντουσαν χέρι-χέρι. Για την ακρίβεια, ο άνδρας κρατούσε τη γυναίκα από το χέρι και η γυναίκα κρατούσε τον άνδρα από το χέρι. Δεν ήταν από ανημπόρια, όχι φαινόντουσαν και οι δυο καλά. Δεν άφησαν το χέρι τους όταν πλησίασαν όπως θα έκανα πιθανότατα άλλοι πιο νέοι. Πέρασαν από μπροστά μου ήσυχα συνεχίζοντας την χαμηλόφωνη συνομιλία τους.
Τους παρακολούθησα κι αυτούς να μικραίνουν προς το τέλος του δρομάκου, όμως αυτή τη φορά πιο διακριτικά, παρόλο που μου είχαν γυρισμένη πια τη πλάτη. Η παρουσία τους, τόσο αργή, τόσο χαμηλόφωνη είχε μέσα της μια σοφία. Εμοιαζαν συνομιλώντας, να συζητούν για κάποια μυστικά που εκείνοι μόνο γνώριζαν. Πιθανότατα της ζωής. Που δεν ήμουν σε θέση να πιάσω, ακόμα και αν τα βροντοφώναζαν. Ανήκαν αποκλειστικά σε αυτούς και η φωνή τους ήταν χαμηλόφωνη διότι δεν υπήρχε λόγος να είναι δυνατότερη.

Χωρίς να προλάβω να πάρω ανάσα γύρισα το κεφάλι και είδα μια τρίτη φιγούρα, αυτή τη φορά μοναχική.

Ηταν μια γυναίκα ηλικιωμένη που βάδιζε. Ηταν λυγνή αλλά πολύ λιτή μέσα στα λίγο ριχτά, μαύρα ρούχα της. Περνώντας μπροστά από το παγκάκι όπου καθόμουν, με καλησπέρισε. Είχε πράγματι βραδιάσει .

Περίμενα λίγο ακόμα μη φανεί και εις έτερος περιπατητής που θα έκλεινε τη σκηνή αλλά ουδείς εφάνη.

Σήμερα, σκέφτηκα , ο Χρόνος έδωσε υπαίθρια παράσταση μπροστά στα μάτια μου και μάλιστα χωρίς εισιτήριο: μια –σπάνια- εκδοχή της ζωής.

7 σχόλια:

Black Swan είπε...

Προτιμάω το όνειρο του πράγματος, τις σκιώδεις προβολές του, παρά το ίδιο.

Χρόνος είναι τώρα ο τόπος που δεν θα ξαναβρώ αλλά είμαι χαρούμενος.

Απολαμβάνω την απόστασή μου από τις παγίδες του καλοκαιριού,συνθηκολογώντας με την περίφημη εκείνη πρόνοια την οποία επιδεικνύει το νευρωτικό υποκείμενο ώστε να αποφύγει την αμφιταλάντευση που το αναγκάζει να αναμετριέται με την ανεπάρκειά του.

Τελικά, η διάφανη υλικότητα αυτής της αμφιταλάντευσης, η διαρκής εκλέπτυνση της αίσθησης του ματαίου που τη συνοδεύει, κατάντησε για μένα ανυπόφορη.

Η εξωστρέφεια με νίκησε.

Αντιλαμβάνομαι τον εαυτό μου σαν έναν άνθρωπο που πέρασε απότομα από την εφηβεία στα γηρατειά και ψάχνει τους αμέτρητους κρίκους της ανύπαρκτης μεσότητας στην κατανόηση του τρόπου με τον οποίο αγαπούν ή αδιαφορούν οι άλλοι.

Ανώνυμος είπε...

Ο παρατηρητής των περιπατητών.Αυτον τον τιτλο θα μπορουσε να έχει αυτό το post.
Μου άρεσε,μου αρεσει ο,τιδηποτε δειχνει τοση προσοχη στους ανθρωπους.

dianathenes είπε...

@Προτιμάω το όνειρο του πράγματος, τις σκιώδεις προβολές του, παρά το ίδιο.

Δεν είναι όμως και αυτός ένας τρόπος να κρατιέσαι σε διαρκή αμφιταλάντευση;

Εκτός αν έχει γίνει πια συειδητή επιλογή για την ευχαρίστηση ακριβώς της αμφινταλάτευσης. Το μοίρασμα ανάμεσα σε δυο κόσμους, τον σκιώδη και τον πραγματικό.
Αν είναι έτσι, νομίζω γι αυτό γράφεις.

@Ναι, πράγματι αυτός θα μπορούσε να είναι ο τίτλος υπό την έννοια ότι όποιος παρατηρεί εξαιρεί τον εαυτό του από την πράξη. Σαν παρατηρητής των περιπατητών φαντάζω να μην περπατώ....

Το "μονοπάτι" σαν τίτλο το έβαλα σαν παρατηρητής τελικά.

aspic είπε...

Στην συγκεκριμένη περίπτωση ο παρατηρητής των περιπατητών που λεει η ρεγγίνα,θα πρέπει να ήταν υπεριπτάμενος ,αφού η εικόνα που μας δίνει είναι ολίγον τι γενική,πανοραμική, χωρίς να εστιάζει επαρκώς στα αντικείμενα (με ελικόπτερο έκανες την βόλτα σου διανάθενα; ).
Και τελικά μιά τέτοια εικόνα μακρινή,παραείναι υγιής για να είναι όντως υγιής,θυμίζοντας εύχαρεις περιπατητές στον περίβολο κάποιας ψυχιατρικής κλινικής των βορείων προαστείων.

Διότι τελικά ποιοί είναι αυτοί που μας περιγράφει η διανατίνα;
Άν μας ομιλεί περί ανθρώπων,είναι τρομακτικά απόντες,μιάς και λείπουν απο αυτούς,βασικά χαρακτηριστικά,τρόποι και φιγούρες.
Και κυρίως χωρίς την αγωνία και τραγικότητα της φύσης τους μοιάζουν σάν τους μεταμφιεσμένους εξωγήινους του λεφτυ.
Δέν μπορεί,κάτι πρέπει να μήν είδες διανάθενα.
Εκτός άν μας κάνεις πλάκα για να μας τρομάξεις.
Άντε ρε παλιοκόριτσο όλο πλάκες είσαι τελευταία.
Άντε πές μας τώρα αυτά που πραγματικά είδες,διότι δέν είναι σωστό να παίζεις με τους φόβους των καλών συμπλογκεράδων σου.






































Βέβαια παίζει πάντα το ενδεχόμενο η πραγματικότητα να είναι αυτή.Και μάλιστα,ακόμη χειρότερο,πάντα να ήταν αυτή.
Και εμείς τόσο καιρό,αυτό που βλέπαμε,να ήταν η σκιώδης προβολή των πραγμάτων,το όνειρό τους, που λέει ο ευστοχος άτομαντ.
Σε μιά τέτοια περίπτωση,νομίζω πώς θα συμφωνήσετε και εσείς,θα πρέπει η διανάθενα να ξανακάνει την περιγράφη της,όχι για αυτά που βλέπει,αλλά αυτή τη φορά για αυτά που δέν βλέπει.
Καθότι ,μόνο άν ο παρατηρητής κλείσει τα μάτια,έχει πιθανότητες να μήν τον ξεγελάσει η δόλια πραγματικότητά του.

dianathenes είπε...

Εβαλα σήμερα ένα αρκετά μεγάλο υστερόγραφο στο πρώτο μου σκαρίφημα. Η αλήθεια είναι ότι τη πρώτη φράση αυτού του υγ την είχα στο νου, στη μύτη του μολυβιού μου όταν τελείωσα το αρχικό ποστ και πολλές φορές κάποια εύστοχα σχόλια σε παρακινούν να αναπτύξεις κάτι που αιωρείται στον αέρα. Να το συγκεκριμενοποιήσεις,

Χάρηκα που η προσπάθειά μου να παρουσιάσω τους περιπατητές σαν σκέτα «κορμιά» πέρασε. Σαν «παρατηρητής» όπως είπες Regina. Σαν «σκιώδεις προβολές» των πραγμάτων Μέρμηγκα και σαν «εικόνα πανοραμική και μακρινή, τραβηγμένη από ψηλά από ένα «μακρινότερο μάτι», όπου οι «άνθρωποι» είναι τρομακτικά απόντες, μιας και λείπουν από αυτούς βασικά χαρακτηριστικά και τρόποι, σα να εστιάζει πάνω σε «αντικείμενα», Ασπικ.

(φοβερό το σχόλιό σου. Αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην ηθελημένη αποσιώπηση των πραγμάτων εκ μέρους μου και την παράλειψη. Το διαβάζω και δεν έχω καταλήξει ακόμα. Ελπίζω να εννοείς το πρώτο).

Μαθαίνω φίλοι μου, σιγά-σιγά την αφαίρεση. Είναι πολύ συναρπαστικό.
Τελικά ήταν νομίζω από εκείνες τις σπάνιες στιγμές που τα πράγματα μας δανείζουν τον αμφιβληστροειδή τους, σαν από συμπάθεια ολιγόλεπτη, πραγματοποιώντας αφαίρεση για να προσλάβουμε ακριβώς την αγωνία και την τραγικότητα της φύσης τους..


Και το υγ:

Η αλήθεια είναι, ότι μετά που όλα ησύχασαν, κρύφτηκα πίσω από ένα κλαρί. Είχα την εντύπωση, μυστικά μέσα στη καρδιά, ότι κάποιος άλλος περιπατητής περίμενε να φύγω, για να εμφανιστεί στο μονοπάτι.

Και πράγματι μετά από λίγο τον είδα να έρχεται.
Κάθισε ακριβώς στη θέση που καθόμουν πριν λίγο εγώ και ανατρίχιασα σκεπτόμενη ότι το κορμί του θα ένιωθε τη ζέστη που είχε αφήσει πάνω στο ξύλο το κορμί μου.
Παρέμεινα ωστόσο να τον κοιτάζω. Είχε πόδια δυνατά σαν αλόγου. Οι οπλές τους είχαν πέταλα σίδερα ,να μην λειώνουν ποτέ. Το πρόσωπό του όμως ήταν πολύ γερασμένο, σχεδόν παραμορφωμένο και το στήθος του ανάσαινε τόσο δυνατά, που κάθε τόσο έφερνε το χέρι του πάνω στο στέρνο, σα να προσπαθούσε να συγκρατήσει μια καρδιά που χτυπούσε με φρενήρη ρυθμό. Θα πρέπει τα αυτιά του να βούιζαν από τους παλμούς της και στους κροτάφους να χτύπαγαν δυνατά οι φλέβες. Κοντανάσαινε σχεδόν και κοιτούσε γύρω με πεταχτές ματιές, σα να φοβόταν να μην εμφανιστεί κανείς και δει το μαρτύριό του. Εναν κένταυρο να υποφέρει! Σε μια στιγμή, ένα κλαράκι έτριξε κάτω από τα πόδια μου αθέλητα και το βλέμμα του έπιασε το δικό μου. Ντράπηκα και εμφανίστηκα να πω κάτι απολογητικό που τον κρυφο τηρούσα αλλά εκείνος έφυγε μπροστά, σα να μην είχε το δικαίωμα να τον δουν να ξεκουράζεται ούτε λεπτό. Τον ένιωσα εκείνη τη στιγμή σα φυγά, σαν εξόριστο και πρόσεξα ότι στα πόδια του, πάνω από τα πέταλα τύλιξε γρήγορα πανιά, λεπτά κουρέλια, καταφαγωμένα, να μην αντιλαμβάνεται κανείς το βηματισμό του.

Χωρίς να το θέλω, μέτρησα τις απλωσιές του καθώς απομακρυνόταν κι έφευγε. Ηταν ένας ρυθμός κανονικός, λίγα εκατοστά πάνω από το δέρμα μου, εκεί που έδενε πάνω στον καρπό, με το λουράκι του το ρολόι μου. Κοίταξα τους δείκτες του και ταίριαζε απόλυτα με τα δευτερόλεπτα.

Αρχισα τότε να βαδίζω πίσω του, ζητώντας του να σταματήσει. Ηθελα να το ρωτήσω ένα σωρό πράγματα που με ταλάνιζαν καιρό. Σκεπτόμουν ότι είχα κάτι το ξεχωριστό για να μου παραχωρηθεί αυτή η εύνοια, να τον δω ολιγόλεπτα σε μια τόσο ιδιωτική του στιγμή.

Τρέχαμε σχεδόν τώρα, εκείνος μπροστά κι εγώ όσο πιο γρήγορα μπορούσα, μειώνοντας συνεχώς την απόσταση που με χώριζε από αυτόν. Είχα την εντύπωση ότι ήξερε ακριβώς πόσο απείχα, χωρίς να στρέφει το κεφάλι του. Εκανε τώρα πιο μεγάλες απλωσιές, λίγα ακόμα και θα μπορούσα να τον αγγίξω στη πλάτη μα αίφνης οι δυνάμεις μου με εγκατέλειψαν, το βήμα μου κόντυνε και είδα με τρόμο το κάτω μου κορμό να γεμίζει λέπια,έχασα τα πόδια μου, τα ένιωσα να γίνονται μια μακριά ψαρίσια ουρά που σερνότανε σχεδόν πάνω στο χώμα. Σκόνταψα κι έπεσα κι εκείνος σα να το περίμενε γύρισε απότομα κι έβαλε το ένα του πόδι πάνω στο στήθος μου με την οπλή του,όλο σίδερο, αβάσταχτο βάρος πάνω στο στέρνο μου. Κοντανασαίναμε εκεί αρκετή ώρα, αναμετρώντας ο ένας τον άλλο με κοφτερό βλέμμα. Ενιωθα ότι από στιγμή σε στιγμή, θα σήκωνε το πόδι του και θα το κατέβαζε με δύναμη στο μέρος της καρδιάς αλλά εκείνος το σήκωσε απαλά και το απόθεσε δίπλα μου, πάνω στο έδαφος. Επειτα γύρισε και έφυγε, αφήνοντάς με ξέπνοη, μες τη ζαλάδα του τρόμου. Εμεινα εκεί να τον παρατηρώ να χάνεται, όπως είχα δει να κάνουν οι υπόλοιποι περιπατητές στη στροφή του μονοπατιού όπου βαδίζαμε κάθε βράδυ παρέα. Πρέπει τότε να έχασα τις αισθήσεις μου γιατί όταν συνήλθα, είδα από πάνω μου σκυμμένους ανθρώπους που κρατούσαν δροσερά κύπελλα με νερό. Ηταν το ζευγάρι των νέων ανήσυχο που με ρωτούσε αν ήμουν καλά. Ηταν και οι δυο ηλικιωμένοι που κρατιόνταν ακόμα από το χέρι,λες και δεν είχε μεσολαβήσει ένα λεπτό από τότε που τους είχα δει να περνούνε συνομιλώντας χαμηλόφωνα. Με κοίταζαν όλο έκπληξη και ίσως με μια τρυφερή επίπληξη. Ηταν και η μοναχική γυναίκα. Μόνο αυτή μίλησε από την μικρή ομήγυρη. « Χάσατε, τις αισθήσεις σας, μου είπε. Υπερεκτιμήσατε τις δυνάμεις σας. Η μέρα ήταν ζεστή και θα έπρεπε το δίχως άλλο, να περιμένετε να βραδιάσει για να μας συναντήσετε κανονικά, όπως κάθε σούρουπο». Τα είπε αυτά με γλυκύτητα κοιτώντας με επίμονα στα μάτια. Οι υπόλοιποι συγκατένευσαν κουνώντας καταφατικά το κεφάλι τους και ο νεώτερος άνδρας πρόσφερε το μπράτσο του για στήριγμα να σηκωθώ. Εκανα μια χειρονομία απόγνωσης. Δεν έβλεπαν ότι είχα λέπια; Ουρά αντί για πόδια; Εφερα το χέρι μου ασυναίσθητα προς τα κει και ως εκ θαύματος, είχα πάλι τα δυο κανονικά μου πόδια.. Γρατσουνισμένα μα ανθρώπινα. Γεμάτα αμυχές και μικρές πληγές απ όπου έτρεχε αίμα. Έμεινα να τα παρατηρώ έκθαμβη και χωρίς να το καταλάβω, σήκωσα το χέρι μου και φέρνοντάς το στο στόμα, σάλιωσα τα δάκτυλα και άλειψα τις πληγές, όπως έκανα μικρό παιδί, όταν έπεφτα..



Υγ του υγ
Συνταγή για άγρια χόρτα. του βουνού.

Τα καθαρίζουμε καλά αφαιρώντας τυχόν κίτρινα φυλλαράκια. Τα πλένουμε και τα στραγγίζουμε. Όταν βράσει καλά το νερό τα ρίχνουμε σε μεγάλη κατσαρόλα προσθέτοντας μια πρέζα αλάτι. Εγώ τα προτιμώ να κρατούν λίγο και δε τα βράζω πολύ. Όταν γίνουν, τα αφαιρούμε αμέσως από το νερό για να διατηρήσουν το πράσινο χρώμα τους. Τα σερβίρουμε με μπόλικο λεμόνι και αγουρόλαδο για τους φίλους μας. Όταν φεύγουν, βρίσκω τα μικρά ποτηράκια τους στο τραπέζι: Black Swan και Regina και Aspic και Χαμίνι και Λέφτυ.. Πιο πολύ και από τα χόρτα, τους αρέσει το νερό που τα έβρασα . Δεν αφήνουν σταγόνα να πάει χαμένη, οι άτιμοι.

χαμίνι είπε...

Πολύ καλά με την αφαίρεση! Τι γίνεται όμως με τη διαίρεση;
Τι διακρίνει το έμπειρο μάτι του παρατηρητή ακολουθώντας τη μονάδα μιας δυαδικής μορφής;

Τι δείχνει το κράτημα των χεριών; Είναι δέσιμο αγάπης, σεβασμού, προστασίας, συντροφικότητας; Ή μήπως εγκατάλειψης, φόβου, αλαζονείας, κυριαρχίας;

Όπως δείχνει και η ερώτηση, είμαι μακριά... Μακριά απ΄το ζητούμενο, εφαπτόμενη σε μια πραγματικότητα με τεράστιους κυματισμούς. Άλλοτε βρίσκομαι στη ράχη του κύματος κι άλλοτε στο κοίλωμα.

Φαίνομαι - χάνομαι, φαίνομαι - χάνομαι...

Σίγουρα πάντως, τσαλαβουτάω ηδονικά στο ζουμί απ' τα χόρτα σας!

dianathenes είπε...

Δείχνει βέβαια συνομωσία Χαμίνι μου!Ενάντια στη ζωή, το Χρόνο. Ετσι, το είδα. :)

Αυτό ο κυματισμός "φαίνομαι" -"χάνομαι" -"φαίνομαι"'- "χάνομαι" πολύ μου άρεσε! Πολύ εύστοχος. Με παρέπεμψε στο "αλήθεια" - "ψέμα" - "αλήθεια"-"ψέμα". Μια εναλλαγή που έχει να κάνει με τις "αισθήσεις" μας (το πραγματικό)και τις "ψευδ-αισθήσεις" μας ( το σκιώδες). Μήπως αυτό δεν είναι και το "μονοπάτι" στη ζωή;

υγ....γι αυτό .... λέω ούτε σταγόνα!
:)