Κυριακή, Οκτωβρίου 29, 2006

Υπόθεση blogme

Διαβάζω τις δημοσιεύσεις που αφορούν την υπόθεση blogme.gr και προβληματίζομαι.

εδώ
εδώ διαβάστε τα άρθρα που έχουν γραφτεί για το θέμα στην διεύθυνση κάτω από το μπάνερ
εδώ
και

εδώ. βλέπε σχόλια

«ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΥΠ' ΑΡΙΘ. 131 (ΦΕΚ Α? 116/16.05.2003)
Προσαρμογή στην Οδηγία 2000/31

Ευθύνη των μεσαζόντων παροχής υπηρεσιών. Αρθρο 11 Απλή μετάδοση 1. Σε περίπτωση παροχής μιας υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας συνισταμένης στη μετάδοση πληροφοριών που παρέχει ο αποδέκτης της υπηρεσίας σε ένα δίκτυο επικοινωνιών ή στην παροχή πρόσβασης στο δίκτυο επικοινωνιών, δεν υφίσταται ευθύνη του φορέα παροχής υπηρεσιών όσον αφορά τις μεταδιδόμενες πληροφορίες, υπό τους όρους ότι ο φορέας παροχής υπηρεσιών: α) δεν αποτελεί την αφετηρία της μετάδοσης των πληροφοριών, β) δεν επιλέγει τον αποδέκτη της μετάδοσης και γ) δεν επιλέγει και δεν τροποποιεί τις μεταδιδόμενες πληροφορίες».


Αυτά που σκέφτομαι:
όταν γράφω στο ιστολόγιό μου, έχω αποκλειστικά την ευθύνη των όσων γράφω.

Αν όμως αυτά που γράφω αναρτούνται υπό μορφή καταλόγου από έναν φορέα μετάδοσης της πληροφορίας, όπως το δικό μας monitor ή το blogme, όπου είμαι κατόπιν εγκεκριμένης αιτήσεώς μου μέλος, έχω κάνει μια σύμβαση δηλαδή, τότε μήπως την ευθύνη σύμφωνα με την υπάρχουσα νομοθεσία, την έχει και ο διαχειριστής της εν λόγω σελίδας;

για τον λόγο ότι:

1. αποτελεί ο συγκεκριμένος φορέας αναμετάδοσης της πληροφορίας την πηγή μετάδοσης της πληροφορίας (όσα γράφω).
2. ότι με έχει επιλέξει σαν αποδέκτη της πληροφορίας που μεταδίδει.

Διότι ο κάθε ένας από τους εγγεγραμμένους ιστολόγους λειτουργεί για τον άλλον σαν αποδέκτης και αφού όλοι είναι επιλεγμένοι από τον διαχειριστή της σελίδας που αναρτά τις δημοσιεύσεις, αποτελούν όλοι μαζί ένα επιλεγμένο κοινό μέσα στο οποίο γυρίζει η πληροφορία- πράγμα που δεν συμβαίνει με τις εφημερίδες όπου η σύμβασή αφορά το προσωπικό που γράφει και την διεύθυνση όχι όμως και τον αναγνώστη.

Σημ: το google δεν έχει εγγεγραμμένους. Είναι απλός φορέας αναμετάδοσης χωρίς σύμβαση με τους αποδέκτες του.

Περισσότερα
εδώ. βλέπε σχόλια


ανακεφαλαίωση: αν αναρτώ κείμενα ως ανεξάρτητος ιστολόγος έχω ευθύνη μόνο εγώ.
αν είμαι μέλος σε μια σελίδα αναμετάδοσης της πληροφορίας ,είμαστε, εγώ πρώτα και μετά ο διαχειριστής της.

Το σκεπτικό του νομοθέτη για την 2η περίπτωση φαίνεται να στηρίζεται στο ότι ο διαχειριστής της σελίδας αναμετάδοσης συνεισφέρει στο να διαδίδονται ιδέες, θέσεις και απόψεις μέσα σε ένα συγκεκριμένο, επιλεγμένο αναγνωστικό κοινό που αποτελεί μια κοινωνία> μπλογκόσφαιρα.

Επομένως σε περίπτωση προσβολής τρίτου συνεισφέρει στο να διαδοθεί ευρύτερα. Άρα σε περίπτωση αγωγής υπάρχει ευθύνη.

Η περίπτωση είναι σοβαρή για τον λόγο ότι κάθε φορά που κάποιος θιγόμενος μηνύει τον διαχειριστή μιας μηχανής παρακολούθησης, ανεξάρτητα από το αν αυτός θα αθωωθεί ή θα καταδικαστεί, θα υπάρχει ο ΦΟΒΟΣ στα κοντύλια των υπολοίπων. Θα σκέπτεται ο κοντυλοφόρος αν θα πρέπει φερ ειπείν η σάτιρά του, να είναι λίγο πιο μαλακή, ο λόγος του πιο γενικός για να μην την πληρώσει και ο χριστιανός που τον βάζει στο «παρακολουθητήρι» του. Θα πρέπει να είναι πολύ «άνετος» να μην τον νοιάζει. Δεν έχει τώρα μόνο αυτός την ευθύνη των λόγων του αλλά και ο φορέας της μετάδοσης της πληροφορίας.

Συμπέρασμα: γράφετε ελεύθερα μεν αλλά με συνεργάτη την ασφάλεια εκείνου που σας προβάλλει. Πόσο ελεύθερα γράφετε τώρα; Για ξαναδιαβάστε, διορθώστε και κατόπιν αποστείλατε.Δεν νιώθετε λίγο φιμωμένοι;

Το να μην εγγράφεται κανείς σε τέτοιες σελίδες αναμετάδοσης της πληροφορίας δεν είναι λύση. Θα αντιστοιχούσε στο να μην δέχεται να γίνει γνωστός ευρύτερα ο λόγος του μέσω μιας εφημερίδας φερ ειπείν, από φόβο μην βρει τον μπελά του ο ιδιοκτήτης της. Γράφει κανείς για να ακούγεται. Ο λόγος και δη ο δημόσιος εκεί αποσκοπεί.

Διαβάζω ότι ο στόχος του μηνυτή – που λίγο πολύ γνωρίζουμε το όνομά του πλέον- είναι να φτάσει μέσω της μηνύσεώς του στον ιστολόγο που όπως διαβάζω τον «σατίρισε». Χωρίς να γνωρίζω ακόμη το περιεχόμενο αυτής της σάτιρας η οποία έγινε από ιστολόγο ψευδωνύμως θέλω να δηλώσω ότι θεωρώ τόσο την μέθοδο του μηνυτή όσο και του ιστολόγου μη δόκιμες.

1. γιατί όταν αναφέρεσαι σε πρόσωπο ασκώντας του κριτική με οποιονδήποτε τρόπο πρέπει να το κάνεις επωνύμως
2. γιατί όταν χρησιμοποιείς τον νόμο περνώντας χειροπέδες σε άνθρωπο που δεν φέρει ηθική ευθύνη για να φτάσεις στον άνθρωπο που σου έκανε κριτική, ασκείς κατ ουσία την εξουσία του νόμου για να «τακτοποιήσεις» πάλι όπως διαβάζω, κατ ιδίαν μετά τον φταίχτη.....και αυτό βέβαια αποτελεί μέρος των μεθόδων του υποκόσμου.


Θέλω να δηλώσω ότι είμαι υπέρ της ελευθερίας του λόγου. Η ελευθερία του λόγου όμως δεν εννοείται ψευδωνύμως. Είμαι επομένως υπέρ της επώνυμης σάτιρας. Όπως υπέρ της ποίησης, του θεάτρου, της μουσικής, της ζωγραφικής κλπ. Για τον λόγο ότι η τέχνη πάντα «ενοχλούσε» ορισμένους.. Ο δημόσιος λόγος επομένως πρέπει να διαθέτει τεχνική, Οσο πιο «σφιχτός» τόσο πιο ισχυρός. Αν είναι λόγος απρόσκοπτος κάνει κακό στο σύνολο, απ ό,τι αποδεικνύεται.



Και μερικές σκέψεις με ευρύτερη βάση.


Στο τόπο που ζούμε σύμφωνα με το Σύνταγμά μας, έχουμε ελευθερία λόγου.
Έχουμε; Αμφιβάλλω αν ένας δημοσιογράφος - ή ένας απλός πολίτης- μπορεί να γράψει στην εφημερίδα που εργάζεται αυτό που θέλει. Πάντα περνά από τον έλεγχο της διεύθυνσης. Στην τηλεόραση ο λόγος ελέγχεται από τον καναλάρχη και στο ραδιόφωνο από τον "σταθμάρχη".

Συμπέρασμα: ο "δημόσιος" λόγος ελέγχεται. Η ελευθερία του λόγου είναι σχετική.

Θυμάμαι την περίπτωση με τα σκίτσα που σατίριζαν τον Αλλάχ. Επίσης την περίπτωση του Πάπα με τις δηλώσεις για την μωαμεθανική θρησκεία. Είχε δημιουργηθεί οξύτητα μεταξύ 2 πολιτισμών. Τελικά ο Πάπας ζήτησε συγγνώμη -για διπλωματικούς λόγους. Στην περίπτωση του σκιτσογράφου, παρά τις αντιδράσεις των θιγομένων, καμιά θέση από τους "διαδίκους" δεν υπερίσχυσε και το πράγμα έμεινε μετέωρο, μάλλον κατά την εκτίμησή μου υπερίσχυσε η θέση των δυτικών, ως πιο ισχυρών. Ίσως και το όλο θέμα να ήταν και μια επίδειξη δύναμης - και από τις 2 πλευρές.

Συμπέρασμα: η υπέρμετρη άσκηση του δικαιώματος της ελευθερίας του λόγου στρέφεται ενίοτε κατά της ελευθερίας του λόγου, υπό την έννοια ότι δεν οδηγεί πουθενά αλλού πάρα στον λόγο. Η προσφυγή σε διεθνές δικαστήριο πάλι σε λόγο θα οδηγούσε. Όταν δε, τελειώσουν τα λόγια αναλαμβάνουν τα όπλα. Σκοπός των κέντρων εξουσίας είναι όλες οι συγκρούσεις (ιδεολογίας, αναγκών κλπ) να περνούν από το «φίλτρο» του λόγου, μέχρι ο λόγος να χάσει την βαρύτητά του και να πάρουν το λόγο οι "μεγάλοι" που θα μιλήσουν για όπλα.

Στο διαδίκτυο.
Έχουμε όλοι ένα πληκτρολόγιο. Όλοι μιλάμε. Όλοι κάτι λέμε. Οι περισσότεροι ψευδώνυμα. Δεν τα λέμε σε ένα βιβλίο. Ούτε σε εφημερίδα. Ούτε σε σταθμό. Ούτε σε κανάλι. Τα λέμε σε ένα ιστολόγιο. Ποιος τα διαβάζει; Ο ένας διαβάζει τον άλλον. Διαβαζόμαστε. Αλλά νά σου ξαφνικά και το «παρακολουθητήρι»! Η σούμα. Η φάτσα. Οι υπήκοοι του βασιλιά όλοι μαζεμένοι στο προαύλιο. Πώς είναι; Συνοφρυωμένοι; Αξούριστοι; Πεινασμένοι; Οργισμένοι εναντίον κάποιου; Όσο ήταν σκόρπιοι στα χωράφια ήταν βολικά τα πράγματα. Τώρα που είναι όλοι τους μαζεμένοι κοιτάζουν ο ένας τον άλλον και αποκτούν γνώση της ασχήμιας τους. Σε λίγο θα απαιτήσουν ξουράφια για να κόψουν την γενειάδα και ψωμί να φάγουν.

Συμπέρασμα: μεγάλης σημασίας η «φάτσα». Η εικόνα που παρουσιάζουν οι μαθητές στο προαύλιο πρέπει να είναι η "συνήθης". Πιάστε αυτόν που τους μάζεψε στην αυλή.

Ας το εξετάσουμε κι έτσι.




































Υγ εμείς παιδιά θα γραφτούμε στο monitor?

31 σχόλια:

Rodia είπε...

Η βλακεία δύσκολα καταπολεμάται επωνύμως, ιδίως όταν είναι επικίνδυνη, όταν δημιουργεί κινδύνους να προσληφθεί ως επιστημοσύνη από αγνούς ή αμαθείς ανθρώπους. Ενας τσαρλατάνος π.χ. μπορεί άνετα να εξαπατήσει αφελείς. Δεν πρέπει να προστατευτούν από αυτόν; Η γελοιοποίηση ενός βλάκα ή μιας βλακώδους συμπεριφοράς ή μιας βλακώδους κρατικής επιβολής είναι μεν σύνθετη αλλά πιο αποτελεσματική. Οι ύβρεις δεν πετυχαίνουν αυτό που μπορεί να πετύχει μια καλή σάτιρα, και καλή σάτιρα είναι η πλέον χονδροειδής. Κάπως σαν τις παλιές καλές επιθεωρησεις!

:-)

aspic είπε...

Σε μιά εποχή διανάθενα,που όχι μόνο δέν παρεμποδίζεται η ελευθερία του λόγου αλλά απεναντίας χαρακτηρίζεται και απο κατάχρηση (λόγου),νομίζω πώς τέτοιες παρεμβάσεις είναι θετικές,ακόμη και άν είναι άδικες.
Εμπάσει περιπτώσει,μιλάμε μιλάμε μιλάμε,από το πρωί μέχρι το βράδυ μιλάμε,φιμώνουμε τελικά και αυτόν που έχει κάτι να πεί και κανείς δέν τον ακούει μέσα σε όλον αυτό τον θόρυβο.
Και αν κάποτε οι απαγορεύσεις του φασισμού φίμωναν τους ανθρώπους,σήμερα τους φιμώνουν τα δικαιώματά που τους παρέχει η δημοκρατία.
Συνεπώς θα πρέπει να προβληματιζόμαστε σοβαρά τελικά,για το τι είναι η δημοκρατία τι είναι ο φασισμός, αφού τα αποτελέσμα τους είναι τα ίδια.
Και έτσι πολλές φορές σκέφτομαι πώς θα είχε δίκιο άν βρισκόταν ένας χριστιανός να μου δώσει ένα χαστούκι και να μου πεί: γράφεις γράφεις,μιλάς γράφεις,γράφεις μιλάς,μιλάς μιλάς,τι λές μωρέ μαλάκα επιτέλους που δέν βαρέθηκες να προσπαθείς να ασκείς εξουσία στους άλλους,ζώον.
Διότι διανάθενα, η δημοκρατική εποχή μας τελικά, μας υποχρεώνει να μιλάμε ,αλλά δέν μας δίνει το δικαίωμα....









































...να σωπαίνουμε.

ΒΓ Το ότι οι δημοσιογράφοι ακολουθούν την γραμμή που τους δίνουν τα αφεντικά τους,αυτό δέν σημαίνει ότι θεσμικά δέν υπάρχει ελευθερία λόγου.
Αυτό σημαίνει απλώς ότι οι άνθρωποι ξεπουλάνε τα δικαιώματά τους.
Διότι το χρήμα τελικά,είναι υπεράνω όλων.
Είναι δημοκρατία και φασισμός από μόνο του.

ΒΓ2 Άν πάντως δεχθούμε πώς υπάρχει αφετηριακή όπως αναφέρεται δημοσιοποίηση ανώνυμου κειμένου,τότε νομίζω πώς στέκει νομικά η διώξη.
Αντιθέτως με το γκούγκλ που δέν θα μπορούσε να σταθεί,αφού απλώς μέσω αυτού γίνεται αναδημοσίευση αυτών που ήδη υπάρχουν καταχωρημένα στο διαδίκτυο.
Βέβαια όλα αυτά είναι μαλακίες,αφού όταν κατι είναι δυσφημιστικό,είναι τέτοιο από όποιον και άν εκφέρεται.Τι σημαίνει,δέν το είπα εγώ απο μόνος μου,αλλα το ξεσήκωσα από τους άλλους;

ΒΓ3 Διανάθενα,πρόσεχε τα λόγια σου στο εξής και τα κοσμητικά επίθετα που χρησιμοποιείς κατά κόρον,γιατί θα σου κάνω μύνηση και ποιός σε γλυτώνει κακομοίρα μου.
Άντε μαζέψου.

Black Swan είπε...

Μικρός Τύπος η Blogs και η «δημοκρατία»

"...η προσήλωση σε μια κοινότητα,
σε ένα σκοπό,
σε μια αγάπη σε τελευταία ανάλυση
δεν είναι υπόθεση των μέσων
αλλά υπόθεση της ψυχής..."

Οι διαδικτυακοί τόποι είναι οι μόνοι ου-τόποι που έχω γνωρίσει ως τώρα. Κι αυτό φαντάζει ως αποθέωση της ελευθερίας της έκφρασης.
Ιστοσελίδες, blogs, επικοινωνία, πλουραλισμός...

Αλλά όταν σερφάρεις στο Διαδίκτυο νιώθεις πολλές φορές να μπαφιάζεις. Φτάνει πια! Νιώθεις την ανάγκη να ξεχωρίσεις κάποια ονόματα που ξεχωρίζουν κι οι άλλοι. Ή να δείξεις στους άλλους κάποιο όνομα που ξεχωρίζεις εσύ.

Γιατί αλλιώς αυτός ο καταιγισμός των πληροφοριών δεν υποφέρεται. Και αισθάνεσαι να δικαιώνεται -πριν ακόμη εκπληρωθεί εν τοις πράγμασι ο λόγος του- ο Κονδύλης που έγραφε:

"...θα πάψει και ο πλουραλισμός να γίνεται αισθητός ως αγαθό καθ' αυτό και να επιδιώκεται συνειδητά- ας μην ξεχνάμε ότι υπήρξαν και πολύ μακρές περίοδοι στην ιστορία όπου τον θεωρούσαν σαν κάτι κακό".

Έχω την εντύπωση ότι η πνευματική βάση της σύγχρονης δημοκρατίας είναι η αναζήτηση του ιδανικού μας σωσία.
Ο πλουραλισμός, δηλαδή, λειτουργεί σαν το απαραίτητο φόντο για να υπάρξει η άποψη που εκφράζει το όποιο Εγώ -ατομικό ή συλλογικό- που θέλει να κυριαρχήσει.
Η ανάγκη της έκφρασης δεν λειτουργεί ως ανάγκη συναντήσεως, αλλά ως ανάγκη κυριαρχίας.
Κι αυτό μας αφορά όλους.

Μικρούς και μεγάλους.
Όσο λοιπόν ο Τύπος -μικρός ή μεγάλος- θα παραμένει εγκλωβισμένος σ' αυτό το εγωιστικό όραμα τόσο ο πλουραλισμός θα μας φαίνεται ένα περιττό φορτίο και η πληροφορία του άλλου θα είναι ουσιαστικά α-νόητη στη δική μας γλώσσα. Ο δε καταιγισμός των πληροφοριών και η εύκολη -άτοπη και άσαρκη- επικοινωνία του καθενός με τον καθένα δεν οδηγεί απαραιτήτως σε αισιόδοξες προοπτικές.



Μπορεί να προλειαίνει το έδαφος μιας απόλυτης μονοφωνίας.
Η ελευθερία της έκφρασης, επομένως, και η ανάδειξη της προσωπικής και ιδιαίτερης φωνής έχει να κάνει με το να δώσουμε ένα βαθύτερο νόημα σ' αυτό που λέμε κοινωνία της πληροφορίας.
Μια διάσταση εσωτερική.

Εννοώ, ότι πληροφορία είναι στην ουσία όχι κάτι ακόμη που αποθηκεύουμε στον σκληρό μας δίσκο αλλά αυτό που όταν το συναντάμε νιώθουμε ένα σκίρτημα, σχεδόν ερωτικό.

Μικρός ή μεγάλος ο Τύπος, λοιπόν, μπορεί να έχει το ίδιο μερίδιο στη ματαιοδοξία ή στο επιφανειακό.
Αλλά το πρόσωπο ή η κοινότητα έχει να μας πει μιαν αλήθεια όταν με θέρμη εσωτερική χρησιμοποιεί το όποιο μέσο ως τόπο για να συναντήσει κάποιον άλλον...

Και αυτό πρέπει να μάθουμε να το ξεχωρίζουμε.

dianathenes είπε...

Ροδιά, δεν καταλαβαίνω γιατί υποστηρίζεις την σάτιρα αφού είπα ότι είμαι υπέρ της σάτιρας. Της καλής σάτιρας. Η καλή σάτιρα ασκεί κριτική, ξυπνά αισθητήρια που συλλαμβάνουν πτυχές που είχαν περάσει απαρατήρητες και διαμορφώνει το γούστο του κοινού ξυπνώντας βέβαια τις συνειδήσεις. Αυτός είναι ο σκοπός της. Δεν έχει να κάνει με την «γελοιοποίηση» όπως λες, που αντίθετα αποβλακώνει το κοινό.

Ωστόσο εκεί που διαφωνώ τελείως είναι στο κίνητρο της σάτιρας. Κανενός είδους σάτιρα δεν μπορεί να έχει ως κίνητρο την «προστασία» κανενός από κανέναν. Τι σημαίνει "να προστατευτούν από αυτόν"; Ολοι αυτό προφασίζονται τελικώς. Την "προστασία" των αγνών και των αμαθών". Το ίδιο επιχείρημα προβάλλει ο κάθε ατάλαντος δημοσιογράφος, ο κάθε μικρονοϊκός παιδαγωγός, ο κάθε ζηλωτής κληρικός και λοιποί εξουσιοδοτημένοι και θεσμοθετημένοι "προστάτες". Οι οποίοι τελικά την δική τους εξουσία θέλουν να επιβάλλουν προσφέροντας προστασία.

Οσο για την επιθεώρηση που λες δεν νομίζω ότι προσέφερε πάντα.. Ενίοτε λειτουργούσε για να γελάσει ο κοσμάκης με το χάλι των καταπιεστών του και να εκτονωθεί με το γέλιο αντί να τους πάρει με τις πέτρες. Δεν ήταν πάντα αγαθές οι προθέσεις αυτών που τις έγραφαν αλλά τλχ ήταν επώνυμες. Και δεν καταλαβαίνω γιατί το επώνυμο καταπολεμά "δύσκολα" την βλακεία. Ισα- ισα έχει και περισσότερο βάρος.


Ασπικ, συμφωνώ στο ότι άλλο η ποσότητα και άλλο η ποιότητα. Η πρώτη είναι αγωνιώδης και παραπέμπει αν όχι όπως είπες, στην προσπάθεια να ασκείς εξουσία τλχ την προσπάθεια για αναγνώριση.
Η αλήθεια είναι ότι όταν γράφει κανείς πολύ δεν μπορεί να ικανοποιήσει ούτε καν τον εαυτό του πόσο μάλλον τον αναγνώστη του. Γιατί πού θα τα βρει αυτά που θα πει; Κάθε μέρα και κάθε μέρα και δυο φορές την ημέρα πολλάκις. Αν υπολογίσεις τώρα και τους διπλανούς του που κάνουν το ίδιο τότε παράγεται θόρυβος, χάνεται το ουσιώδες, το βλέμμα πλανάται πάνω στις εκατοντάδες γραμμές που ( δεν) διαβάζει, δεν εστιάζει πουθενά.

Ατομαντ, δεν είναι ο πλουραλισμός που ευθύνεται για το συναίσθημα της κόπωσης και του μπαφιάσματος αλλά η ποιότητα της πληροφορίας. Δεν είναι ότι ακούγονται πολλές φωνές αλλά ότι οι φωνές δεν λένε τίποτα. Δεν έχουν οι φωνές την εσωτερική διάσταση που λες. Διότι πώς να την έχουν όταν μιλούν συνεχώς; Για να "φορτίσεις" χρειάζεται η απομόνωση. Ετσι μάλλον ισχύει αυτό που είπε ο Ασπικ> εμείς οι αναγνώστες έχουμε δικαίωμα στη σιωπή. Οχι την δική μας αλλά του άλλου. Για να μας πει κάτι πρέπει να σωπάσει. Αλλιώς "ο πλουραλισμός, λειτουργεί σαν το απαραίτητο φόντο για να υπάρξει η άποψη που εκφράζει το όποιο Εγώ -ατομικό ή συλλογικό- που θέλει να κυριαρχήσει".

Μέρμηγκα έκλεισες το μπλογκ σου; Το ψάχνω και δεν το βρίσκω. Γιατί μας στέρησες από την ανάπαυση του βλέμματος;

aspic είπε...

Τελικά είναι αδύνατον να αντισταθείς σε ένα πιάτο τραγανά και ξεροψημένα άγρια μανιτάρια.
Ο πειρασμός είναι μεγάλος,ακόμη και άν ελλοχεύει κάποιος κίνδυνος.
Μικρός βέβαια αλλά υπαρκτός.
Τα φαγα λοιπόν τι να κανα,και τώρα καθώς αφουγκράζομαι τα σωθικά μου,νοιώθω την ανάγκη να μοιραστώ μαζί σας την αγωνία μου.
Ένα είχε λίγο περίεργη γεύση,ελαφρά πικρή,και αναρωτιέμαι άν είχε τηγανιστεί περισσότερο ,ή μήπως ήταν τελικά δηλητηριώδες.
Ούφ,πάλι σε επιφυλακή θα περάσω και σήμερα το βράδυ μου.

Στην αδελφή μου που μου τα φερε και στον κόπανο τον άντρα της δέν έχω καμμιά εμπιστοσύνη.Αυτοί δέν μπορούν να ξεχωρίσουν ένα δέντρο από μιά κολώνα της δεη.
Και της το χω πεί.Όταν μου φέρνει μανιτάρια,να μήν τα τηγανίζει,ούτε καν να τα καθαρίζει.
Θέλω να τα ελέγχω μόνος μου.Θέλω να τα ρωτάω ένα πρός ένα άν είναι επικίνδυνα.
Τώρα που τα ψησε και τα σκότωσε όμως,πώς να μου απαντήσουν;

Παρεξηγήθηκε λοιπόν,πέταξε το πιάτο στο τραπέζι και έφυγε χωρίς κάν να με καληνυχτήσει.
Δέν τολμάς να πείς μιά κουβέντα στον άλλο και αμέσως θυμώνει,ακόμη και άν είναι η αδελφή σου.
Τέλος πάντων,τα άφησα και εγώ στο τραπέζι και άνοιξα το περιοδικό να μελετήσω κανένα παιχνίδι στο στοίχημα.
Γρήγορα όμως έβγαλα το κεφάλι απο το έντυπο και τους έριξα μιά ματιά.
Δέν μπορούσα να τα βγάλω απο το μυαλό μου.


Σηκώθηκα και πλησίασα στο τραπέζι.
Ωραία ροδοψημένα,κριτσινιστά στο πιάτο,με τα λεμονάκια κομένα γύρω τους.
Πήρα και έβαλα μιά φέτα λεμόνι στο στόμα.
Ωραίο λεμόνι,ξινό και ακίνδυνο.
Κάτι ήταν και αυτό.

Εκ πρώτης όψεως φαινόντουσαν κανονικά.
Καφέ,με ρόζ ακτινωτή σάρκα στο εσωτερικό τους,σίγουρα μοιάζαν με νόστιμες και αθώες μάριλιες (πλευρώτες,πώς τα λέτε εσείς; ).
Στην θήβα να τα μαζέψαν ή να πήγαν στην εύβοια;Έτσι όπως έφυγε,ούτε να την ρωτήσω δέν πρόλαβα.
Εδώ στην περιοχή (ξέρετε που μένω,μήν το λέω και μου κάνουν μύνηση τίποτα συντοπίτες επειδή τους εκθέτω) δέν υπάρχουν πιά μάριλιες.
Εξαφανίστηκαν όταν κατέλαβαν τα βουνά οι κεραίες των τηλεπικοινωνιών.
Τα μανιτάρια δέν ανέχονται ξένη παρουσία.
Όταν παλιά ανεβαίναμε στο βουνό και τα μαζεύαμε,φροντίζαμε να μήν κανουμε θόρυβο και κυρίως να μήν αφήσουμε ίχνη πίσω μας.Αλλοιώς δέν θα ξαναφύτρωναν ποτέ πιά εκεί στο ίδιο μέρος.
Τώρα όμως με τις κεραίες έφυγαν οριστικά.
Κανείς δέν τα ξανάδε ποτέ στο βουνό.



Ξαναγύρισα και πάλι στο γραφείο να ψάξω κανένα παιχνίδι στο στοίχημα.
Άν οι πιθανότητες να κερδίσω ένα παρολί είναι ένα στα τριάντα,ένα στα πενήντα,ένα στα ογδόντα,οι πιθανότητες να βρίσκεται ένα δηλητηριώδες μανιτάρι στο πιάτο μου θα πρέπει να είναι ένα στο εκατομμύριο.
Βέβαια στην πρώτη περίπτωση το κόστος που θα πληρώσεις για την απόλαυση είναι λίγα ευρώ,ενώ στην δεύτερη περίπτωση το κόστος είναι πολύ σοβαρότερο.
Όμως και η απολαυση,ενώ στο στοίχημα απλώς πιθανολογείται,στα μανιτάρια εξαργυρώνεται αμέσως.
Αμέσως.
Έστιψα τα λεμόνια πάνω τους λοιπόν,έριξα και μπόλικο αλάτι και τα έφαγα όλα.
Όλα.
Ευτυχώς ήταν ακόμη ζεστά,ζεστα΄και πεντανόστιμα
Ακόμη γλύφω τα δάκτυλά μου.


Τα έφαγα λοιπόν,παρότι υποχονδριακός που ψειρίζω τα πάντα.
Απορώ με τον εαυτό μου πώς το κανα.
Σκέφτομαι πώς εντάξει,οι πιθανότητες ήταν ένα στο εκατομύριο,άν και αυτές τις έθεσα κάπως αυθαίρετα.Άν όμως ήταν ένα στα εκατό χιλιάδες,στα δέκα χιλιάδες,στα χίλια;
Τι θα κανα τότε;
Άν μου έλεγαν πώς σε δέκα κιλά μανιταριών υπάρχει ένα μόνο τεμάχιο από δαύτα δηλητηριώδες,θα έπαιρνα τότε μερικά να φάω;
Και άν όχι στα πόσα θα έπαιρνα;
Στα εκατό κιλά,στα χίλια;
Από ποσες χιλιάδες κιλά θα έπρεπε να διαλέξω για να μήν υφίσταται πιά ο κίνδυνος του δηλητηρίου;

Δέν θα υπήρχε θέμα ποιότητας διανάθενα.
Ακόμη και όλα τα μανιτάρια να ήταν το ίδιο καλά και απολαυστικά,το θέμα θα είναι μόνο ποσοτικό.
Μιάς ικανής ποσότητας που μειώνει έως εξαφανίζει εντελώς το δηλητήριο.
Η απόλαυση μένει η ίδια.
Απλώς δέν ανησυχείς,δέν ιδρώνεις,δέν κινδυνεύεις,δέν προσπαθείς να μοιραστείς την αγωνία σου με τους άλλους λόγω της δύσκολης θέσης που βρίσκεσαι και κυρίως δέν στέκεσαι σιωπηλός μερικές φορές για να ακούσεις τα σωθικά σου.
Μόνο τρώς και απολαμβάνεις.
Βέβαια νομίζω πώς συζητάμε σε λάθος βάση,καθότι ούτως η άλλως πολλά η λίγα,δηλητηριώδη η μή,η αλήθεια είναι πώς τα μανιτάρια σε λίγο καιρό δέν θα υπάρχουν πουθενά πιά.






































Θα τα έχουν διώξει οι κεραίες των τηλεπικοινωνιών.
Και μάλλον θα είναι ανακουφιστικό αυτό,καθότι θα μας απαλλάξουν και απο το δίλλημα.
Εκτός άν στο μέλλον εμφανιστούν δηλητηριώδεις κεραίες.



ΒΓ Άτομαντ,σχεδόν ποτέ δέν κατάφερα μέσα από αναζητήσεις,να βρώ πράγματα καλύτερα από αυτά που έφερε μπροστά μου η τύχη (το λέει και η παροιμία βέβαια).
Έτσι αρχίζω να πιστεύω πώς δέν πρέπει να αναζητούμε τα ίδια τα πράγματα,αλλα την τύχη που θα μας τα φέρει.Πρέπει δηλαδή να αναζητούμε την τύχη των πραγμάτων (αλλοιώς και την μοίρα τους).

ΒΓ Συμφωνώ με την διανάθενα ότι χάνουμε την ανάπαυση και την σιγουριά να βρίσκουμε τα ξεχωριστά κείμενα του άτομαντ (άν έκλεισε το μπλόγκ του),ενισχύεται όμως η έκπληξη και η χαρά όταν μας βρίσκουν αυτά.
Οπότε δέν πειράζει διανάθενα.
Μήν τα θέλουμε και όλα με τάξη τοποθετημένα στα κουτιά τους.

Black Swan είπε...

Κατ αρχας η εξαφάνιση του Μπλοκ μου έγινε κατά λάθος , δηλαδή στην τύχη επειδή ο Νόμος της παροιμίας μου φαίνεται ότι ήταν ήδη παραπλανητικός.
Με πείραξε η κατά λάθος εξαφάνιση του μπλοκ μου (έχασα μαζι και όλα τα κειμενα..) άλλα
η αλήθεια άρχιζε να αχνοφέγγει όταν συνειδητοποίησα πως οι φράσεις αυτές, πολλές απ' τις οποίες αποτελούσαν αποφθέγματα ιστορικών προσώπων που ενσωματώθηκαν στην προφορική παράδοση, ήταν συναρμολογημένες ώστε να αναιρούν η μία την άλλη.

Η κίνηση των λέξεων μέσα στον λόγο παρήγαγε ένα δίκτυο αντικρουόμενων σχολίων και, άρα, αλλεπάλληλων φαύλων κύκλων.


Τώρα κατάλαβα πως το Υποβρύχιο είναι αρκετό για μένα .


Έτσι μου αρκεί για την ώρα να σας διαβάζω γιατί όπως λένε οι Κινέζοι

«Όποιος ξέρει πώς να αξιοποιεί μια συμβουλή, αυτός δεν χρειάζεται συμβουλές.»


ΑΣΧΕΤΟ ΥΓ. Φαίνεται έξυπνα διατυπωμένο και σωστό. Αλλά, αν ήμουν Κινέζος, θα σκεφτόμουν ότι το ίδιο ισχύει για κάποιον που δεν ξέρει να αξιοποιεί τις συμβουλές. Τι να τις κάνεις τις συμβουλές όταν είσαι κουφός. Για να το πούμε κινέζικα, αν ήταν να ωφεληθεί κάποιος απ' το περιεχόμενο της συμβουλής, θα το είχε σκεφτεί μόνος του. Αν όχι, ακόμη χειρότερα. Επομένως, οι συμβουλές παραμένουν άχρηστες ούτως ή άλλως.

Απ' το παραπάνω συμπέρασμα φωτίζεται τώρα πανοραμικά το γιατί ο κόσμος μας, ο μεταμοντέρνος λεγόμενος κόσμος, πλημμύρισε από συμβουλές. Πάρε, αγόρασε, βγες, δοκίμασε, πιες, φάε, χόρεψε, δανείσου, πίστεψε, must, in, out και ούτω καθεξής, όλος αυτός ο καταιγισμός των προστακτικών, όλη αυτή η σκοτοδίνη των προτροπών που διατυπώνονται απαιτώντας την κεραυνοβόλο απάντηση μιας απαρέγκλιτης υπακοής, προδίδει ακριβώς το μέγεθος της έλλειψης των γνήσιων αναγκών. Αφού είναι άχρηστες οι συμβουλές, δεν υπήρχε περίπτωση, ούτε μία στις χίλιες, να μη γίνουν μόδα.

Τέτοιος είναι ο κόσμος μας, όλα είναι σωστά και όλα είναι λάθος• μας κυβερνάει η τύχη. Ο ιθύνων νους, που παλιά τον αποκαλούσαν «άρχουσα τάξη», έχει τώρα φορτωθεί τις σκοτούρες της μπάνκας.

χαμίνι είπε...

Με τη μπάνκα ποτέ δεν είχα τύχη.

Και με τις συμβουλές το ίδιο...

Και μάλλον δεν ήταν από τύχη που βρέθηκα κάποια στιγμή στο μίσσος (ή μήπως εκείνο βρέθηκε μπροστά μου;)

Έχω την εντύπωση πως όλοι εδώ εννοούμε πως επειδή σε τούτην την εποχή δεν παρεμποδίζεται με κανένα τρόπο η ελευθερία του λόγου για αυτό το λόγο ακριβώς και δεν θα ενοχλήσει κανέναν να μην τον ακούει (το λόγο). Κι έτσι η παρεμπόδιση είναι, τρόπον τινά, αυτόματη. Απλά δεν ακούμε! Γιατί όταν όλοι μιλάνε ελεύθερα πως να ξεχωρίσεις το άξιο λόγου...;

Στο μίσσος η σιωπή έμοιαζε στην αρχή σαν τιμωρία.
Τώρα μοιάζει πιο πολύ σαν λύτρωση. Γιατί ό,τι ειπώθηκε είχε λόγο. Έλειψε ο λόγος, έλειψαν και τα λόγια. Κρίμα όμως...

Έχεις άραγε δίκιο κυρ-μέρμηγκα: Φτάνει το υποβρύχιο;

Black Swan είπε...

Δεν ξέρω.
Προβληματίζομαι πολύ για όλο αυτό που γίνετε στα περισσότερα μπλογκς.

Μοιάζει με μια μαζική νεύρωση, δηλωτική της αποσιωπημένης απογοήτευσής μας από το γεγονός ότι πλέον, εμείς οι ίδιοι χάσαμε την ικανότητα και την προθυμία να εντοπίζουμε την αυθεντική Διαφορά εκεί όπου υπάρχει.


Και εν ονόματι της ελευθερίας του λόγου , για την οποία οι πάντες κόπτονται ακριβώς στο μέτρο που αυτή δεν υπηρετείται παρά μόνον υποκριτικά, το προτεινόμενο μοντέλο , μέχρι στιγμής για μένα είναι η αυτολογοκριμένη βουβαμάρα.

dianathenes είπε...

Τώρα τι να σας πω;
Γράφετε όλοι σας τόσο γρήγορα και με τόση άνεση χειρίζεστε τον λόγο σας και μου τα μεταφέρει τόσο γρήγορα η τεχνολογία στην οθόνη μου κι εγώ ιδρώνω κάθε φορά να ανταποκριθώ. Αν σας είχα μπροστά μου θα σας αγκάλιαζα, θα σας χάιδευα στο κεφάλι, μπορεί να είχα μια έκφραση που να μην χρειαζόταν να κάμω τίποτα από αυτά γιατί θα τα καταλαβαίνατε όλα. Ομως τώρα δεν έχω τίποτα άλλο παρά τα λόγια μου.

Θα σας πω λοιπόν την ιστορία μου γραπτώς.
Δε μιλάει για μανιτάρια αλλά για μέλισσες.

«......στραμμένη στην ανατολή απευθύνω την προσευχή μου στο Σύμπαν. Αραγε μ ακούει κανείς; Εσεις, μακρινοί πρόγονοι που κοιμάστε στο παλιό κοιμητήρι του χωριού μου, περιστοιχισμένοι από τα ψηλά βουνά και τα αιωνόβια δένδρα, αναπνέοντας τις φευγαλέες μυρωδιές της σύγχρονης εποχής κάθε φορά που αφήνω ένα αγριολούλουδο πάνω στο όνομά σας. Και σεις, μ ακούτε αγαπημένοι φίλοι που πεθάνατε; Σε τι διάσταση άραγε περάσατε αγαπημένοι μου και εξακολουθείτε να βαδίζετε δίπλα μου, καθώς ανεβαίνω μόνη μου το βουνό ένα ανοιξιάτικο πρωινό με το βουητό της μέλισσας στ αυτιά μου;»

Την φράση αυτήν την είχα γράψει μερικά χρόνια πριν.
Είχα μια φίλη κάποτε που τώρα έχει πεθάνει.Την φίλη αυτή την αγάπησα γιατί ήταν μια μέλισσα. Ο λόγος της ήταν μέλι. Τρυγούσε τον Κόσμο και οι λέξεις της είχαν μια γλύκα που έβγαινε από το δικό της εσωτερικό φως. Εφτιαχνε μέλι με το σάλιο της για χρόνια η ίδια πριν την γνωρίσω εγώ και μπορέσω να γευτώ την γλύκα των λέξεών της.

(Τώρα γυρίζοντας πίσω σ εκείνα τα χρόνια, σκέπτομαι ότι η αιτία που είχα τόσο συνδεθεί μαζί της ήταν ότι με τις συζητήσεις μας ανακούφιζα την υπαρξιακή μου αγωνία. Στην ουσία όταν μιλούσαμε με καμιά κούπα καφέ στο τραπεζάκι μπροστά μας, τακτοποιούσαμε τον κόσμο όπως λέει κα ο ασπίκος που με κοροϊδεύει. Βλέπεις τέτοιο χάος απόψεων γύρω σου μόλις αρχίζεις και καταλαβαίνεις τον εαυτό σου που δεν ξέρεις πώς να τον τοποθετήσεις μέσα στον Κόσμο.

Σκέπτομαι ότι ο λόγος, η τάση του ανθρώπου να μιλά με τους συνανθρώπους του, να διαβάζει, να γράφει αυτά που σκέπτεται είναι ένας τρόπος να στριμώξει τον Θάνατο σε μια μεριά δίνοντάς του απαντήσεις μέχρι να βουβαθεί. Θυμάμαι μια φορά ρώτησα την γιαγιά μου αν φοβόταν τον θάνατο. Μου είπε ότι δεν τον φοβόταν και πως θα πήγαινε εκεί που πήγαν όλοι οι άλλοι άνθρωποι. Μου έκανε εντύπωση η απλή της απάντηση που δεν είχε μέσα καμιά θεωρία αλλά ήταν μια απλή πίστη. Από τότε άρχισα να προσέχω πιο πολύ τους απλοϊκούς ανθρώπους. Τα λόγια τους και τον τρόπο της ζωής τους. Σκέπτομαι ακόμα ότι κι ο έρωτας με το άλλο φύλο αυτή την ανάγκη εξυπηρετεί. Την ανακούφιση από το θάνατο. Ερωτευόμαστε τους ανθρώπους που μας δίνουν απαντήσεις ειδεμή η ανάγκη της διαιώνισης του είδους ικανοποιείται από το απλό σεξ.Αυτή είναι η ειδοποιός μας διαφορά από τα ζώα. Οτι θέλουμε παρηγοριά. Επειδή έχουμε συναίσθηση του θανάτου μας, πράγμα που τα ζώα δεν έχουν, αν και νομίζω ότι και τα ζώα που ζευγαρώνουν ορμώμενα από το απλό ένστικτο και αυτά έχουν συνείδηση του θανάτου που την εκφράζουν μέσα από το ζευγάρωμα Είναι δηλαδή ο θάνατος κάθε οργανισμού - και στο ζώο και στον άνθρωπο- γραμμένος στο γονίδιό του. Αλλά και το Ταλέντο των πραγμάτων ( ταλέντο=επιθυμία) και η Γνώση >η προσπάθεια να γνωρίσουμε το περιβάλλον μας- πού είμαι, ποιοι ήταν πριν από μένα, τι είναι αυτό και το άλλο, από ένα απλό μανταλάκι που βάζει το μωρό στο στόμα του μέχρι το πιο περίπλοκο σύγγραμμα - αλλά και η τάση μας για Εξουσία, η προσπάθεια να δηλώσω την παρουσία μου στον κόσμο και να επιβάλλω την κοσμοθεωρία μου είναι όλα ανθρώπινες εκδηλώσεις της υπαρξιακής αγωνίας.)

Οταν πέθανε δεν είχα καμιά άλλη φίλη που ο λόγος της να ήταν τόσο γλυκός.
Εγινε τότε αυτό που είπες Ασπικ. Αναζήτησα τη τύχη που θα με έφερνε σε επαφή με ανθρώπους που πιθανότατα θα είχε ο λόγος τους κάποιου είδους γλύκα σαν την δικιά της. Και το έκανα αυτό αρπάζοντας μια συγκυρία της τύχης που έφερνε τον λόγο εκατοντάδων ανθρώπων μέσα στο σπίτι μου, το διαδίκτυο. Δεν το έκανα συνειδητά. Μπήκε στη ζωή μου. Οπως παλιά το τηλέφωνο μπήκε στη ζωή των ανθρώπων.

Ηταν σαν να περπατούσα στο βουνό και να άκουσα από μακριά το βουητό ενός μελισσιού. Μιας παροικίας από κυψέλες. Στάθηκα τότε και είπα. Να οι μέλισσες! Μαζεύουν γύρη και την πάνε στο μελίσσι να κάνουν μέλι να θρέψουν τον εαυτό τους αλλά πάνω απ όλα την βασίλισσά τους που είναι ο Λήθη που νικά τον Θάνατο. Τρελάθηκα από την χαρά μου με τις αεικίνητες μέλισσες, με τον βόμβο τους, με το διαρκές πήγαινε- έλα. Αρχισα να τρυγώ τα άνθη των αγρών και να κουβαλώ στα πόδια μου την γύρη και με το σάλιο μου να την κάνω μέλι.

Σε όλα αυτά τα χρόνια ποτέ δεν κουράστηκα. Πήγαινα πολύ μακριά στα καλύτερα άνθη, τα πιο χρωματιστά, τα πιο φορτωμένα, τα πιο ευωδιαστά και τρυγούσα. Ποτέ δεν πήγα εκεί που ήταν η κοπριά και που έτρωγαν οι μύγες. Καταπίεσα αφάνταστα τον εαυτό μου για να μην το κάνω. Γιατί πολλές φορές ήταν δίπλα μου μύγες πολλές που με διπλάρωναν με τα φτερά τους όταν ήμουν κουρασμένη για να με σπρώξουν προς την κοπριά που ήταν πιο κοντά. Και δεν πήγαινα γιατί τότε επέστρεφε η θύμηση του Θανάτου. Εμενα νηστική. Διανυκτέρευα μακριά από την κυψέλη και το πρωί γύριζα με την κεραία μου στεγνή. Δίχως γύρη στα πόδια. Δίχως σάλιο στο στόμα με την ελπίδα ότι οι άλλες μέλισσες θα είχαν βρει κάτι για την Λήθη του Θανάτου.

Μετά μια μέρα εκεί που τρυγούσα είδα από μακριά το σμήνος μου να πετά μακριά. Σφίγγες είχαν σκοτώσει τη βασίλισσα και τρυγούσαν το μέλι από τις κηρύθρες. Τα μελισσάκια πετούσαν βουϊζοντας το πιο μελαγχολικό βουητό που είχαν συλλάβει ποτέ οι κεραίες μου.

Εφυγα τότε και υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι δε θα ξαναφτιάξω μέλι για καμιά κυψέλη αλλά μόνο για την μεγάλη Κυψέλη. Μετά από δυο θανάτους μετράς δυο ήττες. Σκέφτηκα ότι αν ο Θάνατος μπορούσε να μου πάρει μια αγαπημένη φίλη, αν μπορούσε να μου πάρει καλούς συντρόφους- μέλισσες, δεν θα μπορούσε ποτέ να μου πάρει το ευρύτερο φάσμα των ανθρώπων που δεν γνώριζα. Των αγνώστων.

Κι άρχισα πάλι να κουβαλώ γύρη απ όπου έβρισκα. Και τώρα «ανησυχώ και ιδρώνω και κινδυνεύω και προσπαθώ να μοιραστώ την αγωνία μου λόγω της δύσκολης θέσης που βρίσκομαι- γιατί μετά από τους αγνώστους της μεγάλης Κυψέλης δεν έχω άλλη λύση. Στέκω και αφουγκράζομαι σιωπηλή τα σωθικά μου». Και μετά γράφω για την Κυψέλη. Μπορεί το μέλι μου να φαίνεται σε πολλούς ανθόμελο αλλά αυτό μπορώ να φτιάξω με το σάλιο μου και μου αρκεί ότι όταν το φτιάχνω ξεχνώ και δεν σκέπτομαι τίποτα. Αλλοι στα πιο ψηλά μπορούν και παράγουν μέλι ελάτου. Και άλλοι εξαιρετικής ποιότητας θυμαρίσιο. Τους ζηλεύω καμιά φορά και προσπαθώ να υπολογίσω πώς αισθάνονται μπροστά στον Θάνατο.

Ολα τελικά τα έχω συνδέσει με τον λόγο. Η εποχή μου δεν είναι εποχή της καθημερινής επαφής. Των αισθήσεων. Της ακοής, του βλέμματος και της αφής. Είναι εποχή του λόγου. Λόγος μέσα από έντυπα, βιβλία, τηλέφωνα, sms, τηλεόραση και διαδίκτυο. Είναι εποχή της πολυλογίας . Από την μια ατελείωτη σαχλαμάρα και από την άλλη ατελείωτη σοβαρότητα και διανόηση. Δίπλα μου κυκλοφορούν είτε τεράστια στόματα είτε τεράστιοι εγκέφαλοι.

Δεν υπάρχει πια λόγος που να ανακουφίζει. Η μαγεία που λυτρώνει από τον Θάνατο. Δεν βαυκαλίζομαι πια ότι φταίνε οι τηλεπικοινωνίες. Θα ήταν σαν να κατηγορούσα την τυπογραφία που δεν βρίσκω πια σαγηνευτικά βιβλία. Ο,τι γίνεται στο διαδίκτυο γίνεται και στα βιβλία και στις συνεστιάσεις των ανθρώπων. Είμαι πεπεισμένη πια ότι η εποχή μας στερείται σαγήνης. Ο άνθρωπος έχασε την ικανότητα να υπνωτίζει τον Θάνατο με τον λόγο του. Δεν κάνει πια μοναχικές πτήσεις λέγοντας μέσα του ότι είναι τάχα πτήσεις για την Κυψέλη. Οτι δεν είναι για μια μέλισσα, ούτε για δυο. Ούτε καν για μια ομάδα, όπως εδώ στο Υποβρύχιο. Οτι είναι τάχα για όλο τον κόσμο.

Αυτό είναι ίσως ένα συν για το διαδίκτυο. Οτι ο καθένας μπορεί να ονειρεύεται ότι εκπέμπει το στίγμα του. Οτι κουβαλά στα φτερά του γύρη για την Κυψέλη. Και να παραμυθιάζεται ακόμη ότι το κάνει πιο ευδιάκριτα από το δικό του προσωπικό ιστολόγιο/ ευ-λόγιο. Και να φοβάται μην και κουβαλά στα πόδια του δηλητήριο. Να απαξιώνει τους κλασικούς τρόπους όπου το μέλι κλείνεται μέσα σε ένα βιβλίο που διαβάζει ένα συγκεκριμένο κοινό. Να ανατριχιάζει στην ιδέα ότι θα μπορούσε ίσως να το εκδώσει σε λίγα αντίτυπα και να το δώσει σε λίγους φίλους ή ακόμα να το διαβάζει μόνο στο πιο αγαπημένο του πρόσωπο ή ακόμα χειρότερα να το διαβάζει μόνο ο ίδιος κλειδώνοντάς το μετά στο συρτάρι του. Δεν θα ήταν απόλυτα «θεϊκό»; Ναι, θα ήταν απόλυτα θεϊκό για να το ονειρεύεται ένας κοινός θνητός. Μόνο ένας θεός μπορεί να ικανοποιηθεί από τον δική του ικανότητα να σαγηνεύει τον Θάνατο γι αυτό και ο μοναχικός συγγραφέας είναι θεός. Οι θνητοί παρηγορούνται με το να στέλνουν το στίγμα τους στο Αγνωστο.

Για μένα που είμαι κοινή θνητή τίποτα δεν είναι πιο συγκινητικό από το στίγμα των ανθρώπων. Των κοινών ανθρώπων που μου στέλνουν το στίγμα τους. Από την εικόνα τους μέσα από το φωτισμένο τους παράθυρο όπου μπροστά στον υπολογιστή τους πατούν το πληκτρολόγιό τους μη ξέροντας ούτε και οι ίδιοι ίσως γιατί το κάνουν. Σαν μικρά παιδιά που λένε ασυνείδητα την προσευχή τους. Οταν χάνεται ένα στίγμα νιώθω ότι χάνεται μια μέλισσα. Μια μέλισσα λιγότερη είναι λιγότερο μέλι. Είναι φτωχότερη Κυψέλη. Είναι περισσότερη αγωνία. Γι αυτό Ατομαντάκο στεναχωρήθηκα που χάθηκε ο Μαύρος Κύκνος. Ηταν το κονάκι σου απ όπου έστελνες στην Κυψέλη. Ηταν μια κοσμοπολίτικη θεώρηση του κόσμου που εξυπηρετούσε την ανακούφιση της υπαρξιακής αγωνίας

Τελικά τον μόνο κίνδυνο που βλέπω στο διαδίκτυο είναι μην η ιδέα της Κυψέλης υποκαταστήσει ολοκληρωτικά τις αισθήσεις μου. Εναν άλλο τρόπο να ξεχνώ τον θάνατο.

Να μου γράφετε αλλά να με χαϊδεύετε και να με φιλάτε κιόλας. Και πάνω από όλα να γράφετε για την Κυψέλη.....


υγ Χαμίνι, κράτα γερά!:)

Black Swan είπε...

Ντιανα με άγγιξε η Κυψέλη σου...



Και εγω εξακολουθώ να επιμένω ότι η επικοινωνία ανάμεσα στους ανθρώπους στο διαπροσωπικό λεγόμενο πλαίσιο, δηλαδή στη συνάρτηση που αναδύεται από την εκπομπή ενός βλέμματος απέναντι σ' ένα άλλο βλέμμα, φιλικό ή εχθρικό, έχει τώρα υποκατασταθεί από τη σφαίρα της συναινετικής επικοινωνίας όπως την εννοούν στο επίθετο «επικοινωνιακός», διολίσθηση του ενός ατόμου πάνω στην ουδέτερη επιφάνεια των τυπικών δεδομένων που του παρέχει το άλλο.


Η πεποίθηση ότι ο άνθρωπος προορίζεται να δεχτεί την ιδέα κάποιου είδους αθανασίας, της οποίας η θετική ένταση οφειλόταν ακριβώς στον εξωπραγματικό χαρακτήρα της υπόσχεσης και απέναντι στην οποία έσπευδε κανείς να λογοδοτεί ως προς τους λιγότερο εμπιστευτικούς προορισμούς της ζωής, αντικρίζει πλέον τη γελοιογραφία της στην επιλογή τού να ζούμε ήδη σαν πεθαμένοι ώστε να αποφύγουμε το θάνατο.


Άλλωστε, στον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι βίωναν κάποτε το χρόνο οφείλοταν οι παρενθέσεις ευρυχωρίας, όταν η διάρκεια έμοιαζε να επιβραδύνεται μέχρι την παύση της κίνησης (ό,τι κι αν λένε, η ψυχή μας αγαπάει την τεμπελιά, την ονειροπόληση, τους συγκλονισμούς του έρωτα, ακόμη και την αρρώστια).

Το προνόμιο αυτό τείνει τώρα να εκλείψει εντελώς.

Στη θέση του βρίσκουμε κάτι που θα μπορούσε να περιγραφεί σαν απουσία χρόνου, στέρηση της εμπειρίας του παρόντος, δηλαδή της πηγαίας ζωής στην οποία αναφέρεται υποχρεωτικά κάθε αυθεντική συναισθηματική επικαιρότητα.



Όσο για τη σχέση μας με τις εικόνες, φαίνεται πως η άλλοτε συμβολική, η θεραπευτική τους ποιότητα, παρέδωσε το πνεύμα, προ πολλού, στην επιζητούμενη αρτιότητα της λαμπερής, αβαθούς πρόσοψης• με μια λέξη, στην αληθοφάνεια.

Από κείνο που υπήρξε κάποτε αιτία να τοποθετούμαστε απέναντι στο νόημα του ορατού δεν απέμεινε παρά η όλο και πιο ρεαλιστική αναπαραγωγή του πραγματικού στον ακατοίκητο ορίζοντα του πραγματικού που χάθηκε.


Τέλος, ο λόγος, δηλαδή εκείνος ο λόγος που ασκούσε την εποπτεία του εκάστοτε βαθμού γνησιότητας της ανθρώπινης κατάστασης, εκφυλίστηκε σε ορθολογισμό των κανόνων που διέπουν την ανάπτυξη της οικονομίας, της τεχνολογίας και της επιστήμης, πραγματικής και υποτιθέμενης.



Έρχεται στο νου μου κάτι ακόμη• αυτό που εννοούσε το ιστορικό πρόσωπο Ιησούς προτρέποντας να αγαπάει κανείς τον πλησίον όσο τον εαυτό του.



Ετούτη η υγιής αγάπη για τον εαυτό σου, από το περίσσευμα της οποίας ο πατέρας δίνει στο γιο και ο τεχνίτης στο έργο, έχει ολοκληρωτικά υποκατασταθεί, από τον μοντέρνο ναρκισσισμό, το τυφλό μας καθρέφτισμα πάνω στα νεκροζώντανα πράγματα.
Και αυτό φοβάμαι πιο πολύ από όλα.
ΥΓ. Χαμίνι κράτα με να σε κρατώ να μην πέσω στο .....;

aspic είπε...

...στο γκρεμό.
Στο χάος και στην ανυπαρξία.
Στην ασχήμια,σάν κάτι μή σχηματοποιημένο,βουβό,εν αντιθέσει με το όμορφο,το καλώς μορφοποιημένο που σχηματοποιει΄ται από τον λογο.
Είναι η σιωπη ασχήμια τελικά; είναι ανυπαρξία;

Όχι βέβαια,διότι συνοψίζοντας τα όσα ωραία και άσχημα γράψαμε τις τελευταίες μέρες,θα πρέπει να πούμε πώς βασικά ο λόγος οριοθετεί την σιωπή,όπως οι νότες τις παύσεις,παράγοντας αρμονία.
Προφανώς οι άνθρωποι υπάρχουμε σάν νότες,όπου ανάμεσά μας παρεμβάλεται ο θάνατος (σιωπή).Οι σχέσεις των ανθρώπων είναι η σιωπή τους (σωστότερα ο θάνατός τους).
Πιό κοινότοπα ,δενόμαστε με τους άλλους όταν μπορούμε να μοιραστούμε μαζί τους την σιωπή,την σχηματοποιημένη σιωπή.
Τους ανθρώπους δηλαδή φαίνεται να τους ενώνει η ομορφιά που μάλλον θα είναι αυτή η παρηγοριά του θανάτου,του ασχημάτιστου δηλαδή (εν αντιθέσει με τα ζώα και τα γονίδιά τους που μας έπρηξες διανάθενα,που δέν φαίνεται να έχουν επίγνωση της σχηματικότητάς τους,άρα και οποιασδήποτε ομορφιάς).

Η σιωπή που δέν οριοθετείται,είναι γκρεμός και χάος,αλλά και ο λόγος που οριοθετεί τον ίδιο του τον εαυτό,ο θόρυβος δηλαδή,χάος είναι και αυτός,σάν τέτοιο που λέει ο άτομαντ για τις εξωπραγματικές υποσχέσεις αθανασίας που έφεραν τον θάνατο,μήν έχοντας κανένα σχήμα τελικά να εκπληρώσουν.
Διότι η αθανασία όπως πάλι σωστά λεει ο μοναδικός άτομαντ,επιτυγχάνεται με την ευρυχωρία του παρόντος,με το βιωματικό λόγο δηλαδή,αυτόν που περικλείει την σιωπή.
Εν ολίγοις δηλαδή,όπως περίπου υποννοεί και η διανάθενα,μοναδική και αυτή για να μήν ζηλέψει,αυτό που λείπει σήμερα από τον άνθρωπο είναι ο Γιορτινός του λόγος,ο πανυγηρικός,που διατρέχει εκστασιαστικά την ομήγυρη,σάν χαρά και σάν θλίψη,ενώνοντας τις σιωπές τους (όλοι μας έχουμε μιά αίσθηση γιορτινής μαγικής ατμόσφαιρας,κυριως σάν μνήμη απο τα παιδικά μας χρόνια).

Έτσι λοιπόν θα καταλήξουμε στο χαμίνι,άλλο μοναδικό και αυτό,και στον προβληματισμό του:
Φτάνει το υποβρύχιο για όλα αυτά;






































Αρχίδια φτάνει το υποβρύχιο.
Έτσι όπως ανεβοκατεβαίνει μας ζαλίζει τη γιορτή τελικά.
Δέν έχει και την ευρυχωρία του παρόντος που λέει ο άτομαντ.
Για αυτό προτείνω να φτειάξουμε ένα ωραίο σάιτ.
Σέ ένα σάιτ,μπορείς να οριζοντιωθείς να ξαπλάρεις, να τεμπελιάσεις και να ονειροπολήσεις όπως λεει πάλι ο άτομαντ (όλα τα πε τελικα ο άτομαντ,και καθόμαστε μιά ώρα στο πληκτρολογιο να βρούμε κάτι να πούμε και εμείς).
Ένα σάιτ,παραπέμπει σε κοινόβιο,σε κοινοκτημοσύνη,ξυπνάει τον σύντροφο μέσα μας.
Τα μπλόγκ όμως παραπέμπουν περισσότερο σε ατομικές ιδιοκτησίες,μικρομάγαζα,άντε στην καλύτερη σε εταιρίες,συγχωνεύσεις και τέτοια.
Είναι πιο καπιταλιστικά δηλαδή.
Και τα σάιτ ειναι καπιταλιστικά βέβαια,αλλά άντε στην χειρότερη να εξελιχθουν σε μιά εμποροπανήγυρι,γιατί όχι και ζωοπανύγηρι.
Σε γιορτή δηλαδή.

Άντε διανάθενα,για κοίταξέ το εσύ που κατέχεις από αυτά.
Έχεις τρία μπλόγκ,ποσα θα φτειάξεις ακόμη ρε παναγία μου.
Θα μπαφιάσεις πιά.
Για κοίτα τη και αλλοιώς τη δουλειά.
Άντε να σηκώσουμε τις άγκυρες.

wpleftyboy είπε...

ντιανα
το μελισσοκομικο σου κειμενο ηταν αυτο που με αγγιξε περισσοτερο σχεδον απο οτιδηποτε δικο σου εχω διαβασει

απ' τα πεζα τουλαχιστον
γιατι θυμαμαι και δυο ποιηματα σου που
τα γουσταρα τρελλα

και σεις οι αλλοι να θυμαστε οτι θεωρω τιμη και καμαρι μου το γεγονος οτι συνυπαρχω κουτσα στραβα στο υποβρυχιο

wtf το καλο πρεπει να λεγεται

(μπλακ σουαν κι εγω εψαξα καποτε για το μπλγκ σου και ψιλοστεναχωρεθηκα που δεν ηταν στη θεση του ...αρκει που γραφεις ποτε ποτε εδω)

χαμίνι είπε...

Ντιάνα, είσαι σίγουρη πως οι μέλισσες πέταξαν μακρυά;

Μερικές φορές εγώ αναρωτιέμαι μήπως όλα είναι μια προβολή των θέλω μου στο περιβάλλον (ή των δεν θέλω μου...)

Αλλά η απάντηση δεν μπορώ να κρίνω αν είναι αληθινή ή "στημένη". Αυτό μάλλον σημαίνει πως είμαι ακόμη ανώριμη, πως η εμπειρία με υποβάλλει σε συμπεράσματα κι αυτό το θεωρώ προδοτικό προς τον εαυτό μου και προς τη ιδέα που τρέφω για τον εαυτό μου.

Με την ενθουσιώδη απερισκεψία που συνήθως με διακρίνει σπεύδω να χειροκροτήσω την ιδέα του άσπικ για τον ευρύχωρο χώρο οριζοντίωσης.

Ίσως έτσι το κράτα με να σε κρατώ, κυρ-μέρμηγκα, περιοριστεί μόνο στην πραγματική επιθυμία μας και όχι και στην ανάγκη μας.

Πάντως το υποβρύχιο μοιάζει να στεγάζει μερικές απ' τις ελπίδες μας. Γιατί να μην σαλπάρει;

Black Swan είπε...

Τι ωραία κείμενα.!!
Να είστε καλά

Σήμερα δεν φοβάμαι, δεν παλινδρομώ, δεν αναρωτιέμαι, δεν ανησυχώ μπρος στο άγνωστο μέλλον.

Φοράω τα «καλά μου» (ενδύματα της θετικής σκέψης) και κατρακυλώ προς το νέο ανέμελα.

Το Σαββατοκύριακο της αμηχανίας, που θα έρθει , θα παρατηρήσω τα βότσαλα στις όχθες του Θυμαριού να παίζουν με το ηλιακό φως, και θα αναζητήσω εκεί την έμπνευση και τις (εύθραυστες) πηγές.
Αυτές που έχουν το χάρισμα να τη γεννάνε και να την αποδίδουν ως ηλεκτρικό (αέναο) άγγιγμα σε όσους (ως χρυσοθήρες!) την αναζητούν.

Ευτυχώς έχω (ακόμη) τη δύναμη να φορτίζομαι περισσότερο (από οτιδήποτε άλλο στον κόσμο, ακόμη και από τα βάσανα του βιοπορισμού ή της καριέρας) με τα «πλούτη» που μου φέρνει μια ενδιαφέρουσα επικοινωνία ή μια ηλιόλουστη κουβέντα.

Αναδύομαι από το (εσωτερικό) μακροβούτι των τελευταίων ημερών, έκλεισε ένας κύκλος και ανοίγουν άλλοι, προτιμώ να βλέπω αυτό το παιχνίδισμα της μοίρας ως αρχή και να γυρίζω (ακόμη και με αγένεια) την πλάτη μου σε οτιδήποτε φλερτάρει με την έννοια του τέλους.


ΥΓ. Προβληματισμοί. Θετικός σε Υποβρύχιο site κλείνοντας με τα λόγια του Μιχάλη Δερτούζου

«προτιμώ να είμαι από αυτούς που κατασκευάζουν το μέλλον».

χαμίνι είπε...

Και σεις να είστε καλά!

Αυτό το Σαββατοκύριακο, ο δικός μου ουρανός, θα είναι βαρύς και σκοτεινός.

Εύχομαι οι ευχές μου να βγαίνουν αληθινές σε όσους πραγματικά αισθάνομαι δικούς μου ανθρώπους.

Και ίσως να μπορούν ακόμη τα λόγια της καρδιάς να νικούν το Θάνατο.

Το εύχομαι από καρδιάς!














Ζητώ ταπεινά, πολύ ταπεινά, τη συγγνώμη σας για την παρεμβολή αυτή. Σας νιώθω όμως κι εσάς όλο και περισσότερο δικούς μου ανθρώπους!

dianathenes είπε...

Aτομαντ συνόψισες με τον περιεκτικό λόγο σου όπως πάντα αυτά που «συναισθηματικά» είπα στην «κυψέλη» μου.

Διότι πράγματι πώς να βρει κανείς στα κείμενα την μαγεία που λυτρώνει από την μεταφυσική αγωνία ΟΤΑΝ το κείμενο όπως σωστά είπες βασίζεται σε μια σύμβαση τυπικότητας των σχέσεων- αυτό που αποκαλείς «επικοινωνιακό» χαρακτήρα των διαπροσωπικών σχέσεων- ΟΤΑΝ μέσα από τον λόγο υπονοείται μια υπόσχεση αθανασίας η οποία όμως δεν εκπληρώνεται διότι ουδείς έχει την «αντοχή» να παραμείνει σιωπηλός, δηλαδή να «αερίσει» τον λόγο του οριοθετώντας διαστήματα «ανάπαυσης» για να θραφεί πρώτα ο ίδιος από την απλή τεμπελιά την ονειροπόληση τους συγκλονισμούς του έρωτα ακόμα και της αρρώστιας όπως είπες, ΟΤΑΝ η εικόνα της πραγματικότητας έχει υποκατασταθεί από την αληθοφανή εικόνα των media, ΟΤΑΝ ο επόπτης της γνησιότητας, ο λόγος έχει ευθυγραμμιστεί με τα κριτήρια των συγχρόνων αξιών που είναι η οικονομία, η τεχνολογία και η δήθεν επιστήμη και ΟΤΑΝ τέλος, κανείς δεν μπορεί να προσφέρει τίποτα στον πλησίον του, μιας και ο πλησίον μας είναι πλέον ο εαυτός μας, είμαστε δηλαδή όπως λες νάρκισσοι, δηλαδή νεκροζώντανοι αφού αυτό που κοιτάζουμε είναι το είδωλο ενός «νεκρού»;

Αφού λοιπόν ο σύγχρονος ψυχισμός είναι «νεκρός» πώς το κείμενό που υποτίθεται ότι τον αντανακλά μπορεί να είναι «ζωντανό»; Αλλά ακόμα και να καταφέρναμε να απέχουμε από τον σύγχρονο ψυχισμό, πόσο άραγε θα συγκινούσαμε; Δε θα φαντάζαμε λίγο «συναισθηματικοί» λίγο «εκτός τόπου», λίγο «στην κοσμάρα» μας στους άλλους; Αλλά και λίγο «αποτυχημένοι» στον εαυτό μας; Λίγο «άρρωστοι» ή ανώριμοι, μιας και οι ανάγκες μας θα έβρισκαν απάντηση σε «τόπους» όπου κανείς δεν πατά;

Το ερώτημα το έθεσες έμμεσα στο σχόλιό σου στο κείμενο του Λέφτυ όταν μιλούσες για τον «επιτυχημένο» φίλο σου > «...και μας το είπε καθαρά και σε μένα και στον Μητσο , ότι απ' όταν κέρδισε τον πόλεμο αυτός εμείς διαλέγουμε μόνο ασπίδες. Το έθεσε και ο Ασπικ στον εσωτερικό του μονόλογο με τον άλλο «επιτυχημένο» που του κοκορεύεται κάθε Τετάρτη και το έθεσε και το Χαμίνι σήμερα μιλώντας περί προβολής των θέλω μας ή των δεν θέλω μας στο περιβάλλον μας.

Είμαστε λοιπόν «ανώριμοι» όπως λέει και το Χαμίνι, αν επιμένουμε σε συμπεράσματα που μας υποβάλλει η εμπειρία την οποία βιώνουμε με ένα τρόπο προσωπικό ώστε να αποτελεί και την πραγματικότητα για εμάς;

Υπάρχει αντικειμενική πραγματικότητα με την οποία πρέπει να συμβαδίζουμε ή κάθε άνθρωπος έχει την δική του πραγματικότητα την οποία πρέπει να υπηρετεί;

Διότι αν δεν το κάνει πώς θα παράγει γνήσια κείμενα που θα ανατρέψουν αυτή την νεκροζώντανη κατάσταση που περιέγραψε ο Άτομαντ;

Ετσι, λοιπόν Χαμίνι μου δεν ξέρω αν πράγματι πέταξαν μακριά οι μέλισσες. Ετσι όμως το βίωσα. Οτι δηλαδή κάποια στιγμή με «τύλιξε» ο θάνατος και αυτό αντιστοιχούσε για μένα με ακρωτηριασμό της γραφίδας μου.

Εκεί που θέλω να καταλήξω είναι ότι γράφω εδώ στο Υποβρύχιο επειδή βρίσκω ότι η πραγματικότητά μου πλησιάζει την δική σας και ότι όπως λέει και ο Ατομαντ σήμερα «δεν φοβάμαι, δεν παλινδρομώ, δεν αναρωτιέμαι, δεν ανησυχώ μπρος στο άγνωστο μέλλον» και σίγουρα δεν «φλερτάρω με την ιδέα του τέλους». Επομένως, κι εγώ θετική είμαι στην πρόταση του Ασπικ αλλά δεν ξέρω καθόλου πώς φτιάχνεται ένα σάιτ. Αν ήξερα βρε Ασπικ θα έφτιαχνα ένα για να στεγάσω τη Σουρεκλεμέ και δεν θα πήγαινα στο blogspot να πάρω μια έτοιμη φόρμα. Και μην ξαναπείς σε παρακαλώ ότι έχω 3 μπλογς. Ενα έχω. Το δεύτερο το άνοιξα επειδή δεν ξέρω να κάνω κατηγορίες για να βάλλω κείμενα εκτός της Σουρεκλεμέ που δεν ήθελα να ανακατέψω με άλλα γραφόμενά μου. Και το Υποβρύχιο είναι ΚΟΙΝΟ αφού μαζί όλοι ασπαστήκαμε την ιδέα της δημιουργίας του και όλοι γράφουμε σε αυτό είτε ποστάροντας είτε σχολιάζοντας. Ακούς εκεί, δικό μου! Επομένως, αν γνωρίζουν ο Ατομαντ και ο Λέφτυ περί σάιτς εγώ συμφωνώ να το φτιάξουμε. Ανασκουμπώσου κι εσύ Ασπικ! Μην τα περιμένεις όλα από εμάς! Οχι και τα άγρια μανιτάρια από την αδελφή και τα «άγρια» σάιτς από τους φίλους! Αντε, μας έχεις ζέψει στην δουλειά!

Υγ ευχαριστώ για τα όμορφα σχόλια για το μελισσοκομικό κείμενο. Λεφτυράκη, η ιδέα της μέλισσας και του μελιού είναι πολύ παλιά. Υπάρχει και ένα σχετικό κείμενο της Μιραντολίνας απ όπου και συγκράτησα στο μυαλό μου ως «χρυσοθήρας» την αντίθεση του μελιού και της κοπριάς, την οποίο απέδωσα σύμφωνα με τον δικό μου ψυχισμό ( το κείμενο θα το βρείτε στους συνδέσμους μου στο Δοκιμαστκό).

Υγ2 Ατομαντ, το «σαββατοκύριακο της αμηχανίας» .....θέλει ένα ποστ αυτή η έκφραση. Ιδού η έμπνευση!

aspic είπε...

Θυμάμαι που λέτε από τα παλιά,τότε που πήγαινα στα σφαιριστήρια και στις ντίσκο και σε όλα τα στέκια τα γνωστά.θυμάμαι τα σαββατοκύριακα και τις αργίες,η και μέρες κοινές που έτσι απλώς έτυχε, και όταν εμπαινα μέσα τους έβλεπα όλους εκεί,τρείς να παίζουν μπιλιάρδο,τέσσερεις να συζητάνε,πέντε να σιγοτραγουδάνε,καμμιά δεκαριά να έχουν αρχίσει τα μπουνίδια,άλλοι να χαζεύουν και λοιπά και λοιπά,όλοι καλοί φίλοι και γνωστοί και ανοιγε η καρδιά μου.Το φώς γινόταν πιο φωτεινό,τα χρώματα πιο έντονα,οι ήχοι πιο καθαροί και ένα χαμόγελο είχαμε όλοι στο πρόσωπό μας.
Η μέρα ήταν γιορτινή.
Σιγά σιγά όμως,όπως θα θυμάστε και εσείς, τα στέκια χάνονταν,ο κόσμος αραίωνε,το γκρίζο κατέκλυζε τους χώρους.
Σήμερα νομίζω πώς όλο και λιγότερο μας δίνεται η ευκαιρία να βιώσουμε τέτοιες μέρες.
Και όχι μόνο σε προσωπικό επίπεδο,αλλά συνολικότερα,έχω την αίσθηση πώς ο δυτικός τουλάχιστον άνθρωπος, έχει απωλέσει οριστικά τους λόγους (ή τις προφάσεις άν θέλετε) που τον έκαναν να συνευρίσκεται-συναθροίζεται πραγματικά.
Ο θεός,ο πολιτικός αρχηγός,οι ιδέες η οι ψευτοιδέες,το θέαμα,οι τέχνες και οτιδήποτε,δέν αποτελούν τώρα ικανούς λόγους να συγκεντρώνουν τους ανθρώπους (έστω και άν όλα αυτά υπήρχαν πρός χάρην της εξουσίας,της σχέσης εξουσιαστών και εξουσιαζομένων).
Προφανώς για αυτό τώρα ο άνθρωπος έχει στραφεί στους εξωγήινους (όχι του λέφτυ) για να συσπειρωθεί,μιάς και δέν έχει τίποτα άλλο.

Πάντως ομολογώ,πώς όταν πρωτομπήκα στον εικονικό κόσμο πρίν λίγα χρόνια, και παρότι σίγουρα κατάλαβα όλο αυτό το ψεύτικο η το αληθοφανές ή το νεκρικό είδωλο που λέτε,παρόλαυτά όχι μόνο ένοιωσα αυτή την γιορτινή ατμόσφαιρα,αλλά είμαι σίγουρος πώς αυτό που ένοιωσα ήταν και γνήσιο (κάτι σάν τα κείμενα που λέει η διανάθενα.Και βέβαια και εδώ όπως και έξω,επήλθε η παρακμή-βλέπε μίσσος).
Διότι τελικά νομίζω πώς δέν είναι απαραίτητο τα αληθινά συναισθήματα να πηγάζουν και από αληθινά πράγματα και δέν ξέρω και άν ποτέ συμβαίνει πραγματικά αυτό.
Και δέν ξέρω και τελικά τι είναι πιο καλό,να αισθάνεσαι τα πράγματα ή να πραγματώνεις τα συναισθήματά σου.
Και δέν ξέρω άν πρέπει να είμαστε αυστηροί στην κρίση και των πραγμάτων και των συναισθημάτων,η να αφηνόμαστε σε αυτά να μας οδηγούν όποια και άν είναι.
Που σημαίνει,άντε διανάθενα,κανείς δέν ήξερε προτού να μάθει.
Μπρός πιάσε δουλειά να φτειάξουμε ένα ωραίο σάιτ.
Εγώ το σκέφτομαι σάν ένα περιοδικό ποικίλης ύλης.
Ή κάτι σάν ένα χώρο ψυχαγωγίας.
Να έχει μπιλιάρδα,να έχει ποδοσφαιράκια,μουσική,πίστα,καλό φαγητό,δυό τρία τραπεζάκια,κανένα παλιό τζουκμπόξ, ωραίες μεγάλες τζαμαρίες,φωτεινό και ευάερο.
Άντε και θα σε βοηθήσουμε και οι άλλοι όπου κατέχουμε και μπορούμε.
Χαρά και εργασία,σάν τα καλά μελισάκια που έγραψες.




































Τι τρέχει ρε χαμίνι και είναι ο ουρανός σου βαρύς και σκοτεινός;
Σου εύχομαι σύντομα να φύγουν τα σύννεφα και να γίνει και πάλι γαλανός και φωτεινός.
Θα μου πείς βέβαια,ότι για να φύγουν τα σύννεφα,θα πρέπει πρώτα να σου αδειάσουν στο κεφάλι όλη την μπόρα.
Αδιάβροχο χαμίνι,ένα καλό και μακρύ αδιάβροχο.
Πάντα με εντυπωσιάζει πώς όταν γυρίζω στο σπίτι από μιά μπόρα και βγάζω το αδιάβροχό μου,είμαι τόσο στεγνός από μέσα λές και περπάταγα στον ήλιο.
Βέβαια,θα έχουν βραχεί λίγο το πρόσωπο και τα χέρια,αλλά καλό τους κάνει, κρύβει και τις ρυτίδες που τους άφησε ο ήλιος.
Γιατί ώρες ώρες νομίζω πώς ο ήλιος μας φθείρει περισσότερο απο την μπόρα.

wpleftyboy είπε...

διαβαζοντας το ποστ του ασπικ
μου ηρθαν στο μυαλο τα δυο παρακατω


το παλιο....
ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΙ ΑΥΤΟΧΕΙΡΕΣ(ΧΑ ΧΑ)

Ειμασταν κατω των 17
πηγαιναμε στο "ILLINOIS"
παιζαμε ηλεκτρονικα,
αλλα
το φλιπερ ηταν η μεγαλη μαγκια...
Εγω επαιζα το Galaxy,
το χρειαζομουνα γιατι ημουνα καλος σ' αυτο...
κι οταν η μπιλλια εριχνε στοχακια,
αναβαν στους πλανητες τα φωτακια
και στην καρδια μου αναβαν φωτακια
και στη ματια μου αναβαν φωτακια,
φουσκωναν τα πνευμονια μου απ' την καυτη μου ανασα,
μονοι εγω και το μηχανημα
με των γοφων μου το νευρικο το κουνημα...
Μεσ' των εφηβικων μου χρονων την αχλη
δεν ειχα εκεινη που ηθελα πολυ,
ειχα σπυρια και λιγδωμενα μαλλια
κανενα δυο δεκαρικα και ξεγνοιασια,
ισως καμμια φορα ευτυχια.....
δυο τρεις φορες τη μερα τραβουσα μαλακεια.



...και το καινουριο...
ΜΕΤΑ ΤΟΥΣ "ΑΥΤΟΧΕΙΡΕΣ" ΠΕΘΑΙΝΕΙ ΚΑΙ ΛΗΣΤΕΥΕΤΑΙ Η ΜΝΗΜΗ ΤΟΥΣ

το μαγαζακι στη γωνια
εκει οπου αναβαμε ενα-ενα τα λαμπακια
στον εναστρο ουρανο του Galaxy
και ριχναμε τη μπιλλια
με δυναμη επανω στα στοχακια
εκει που παιρναμε το επί πεντε πριν την εξτρα μπαλλα
εκει που ριχναμε δεκαρικα ,
ιδρωτα και κλεφτές λαγνες ματιες
στην ανηψια του ιδιοκτητη στο ταμειο...
εκεί που απ' έξω πίναμε περιπτερόμπυρα
και συζητουσαμε γι αυτές τις πουτανίτσες
που μας σιχαινόταν.....

εκει έφτιαξαν τα "ειδη δωρων"
κι ενα βιβλιοπωλειο ,
για ν' αγοραζουν
τις "μαγισσες της σμυρνης " και τον οδηγό μαγειρικής
της βεφας.....για να μας εκδικηθουν.

Ούτε το ιστορικό ρεκόρ,
που εγινε ακριβως εκει
απο εναν εφηβο στο πακ μαν,
δε σεβαστηκαν...
σκούπισαν τους λεκεδες μας απο το πατωμα
οριστικα και αμετακλητα ,
για παντα....
δε μας ανηκει πια εκεινη η γωνια....
ισως ποτε να μην ηταν δικη μας .

χαμίνι είπε...

Λένε πως ο βρεγμένος τη βροχή δεν τη φοβάται...

Άμα και ξεσπάσει η μπόρα ξέρεις από τι να κρυφτείς... (εκτός εάν στα γονίδιά σου υπάρχουν ίχνη από λέπια, βράγχια, ψαρίσια ουρά αντί για πόδια, κλπ.κλπ... οπότε μουσκεύεις και το απολαμβάνεις τσαλαβουτώντας και χοροπηδώντας με επίγνωση των συνεπειών!)

Τρέχει ο χρόνος άσπικ και μας κυνηγά ανελέητα... Όλο και κάποιον δίπλα μας τσακώνει από το πέτο και ξαφνιασμένοι τιναζόμαστε από το λήθαργο της καθημερινότητάς μας, της αθώας και άδολης μακαριότητάς μας και κυττάζουμε ανήσυχα πίσω μας, μην τυχόν και μας πάρει κι εμάς στο κατόπι...

Απ' την άλλη πάλι, όσο συνειδητοποιημένος κι αν νομίζει πως είναι κανείς, όταν το μοιραίο χτυπάει την πόρτα του σπιτιού του και απειλεί να του κόψει και να του στερήσει δια παντός δεσμούς αίματος, τον γονατίζει...

Κι όταν βρεθείς στη θέση να γονατίζει μπροστά σου άνθρωπος που πονάς και αγαπάς, είναι σαν να στέκεσαι ανήμπορος και άχρηστος. Σου μοιάζει η παρουσία σου με ύβρη, ακόμη κι αν σε βεβαιώνουν πως είναι βάλσαμο.

Στο μεταίχμιο μεταξύ ηλιοφάνειας και μπόρας είναι αυτή η βαρειά συννεφιά που δεν παλεύεται χωρίς συμπαράσταση.











Χαίρομαι που είμαστε σε τούτα εδώ τα βάθη!!!

dianathenes είπε...

Λέφτυ αυτές οι "πουτανίτσες
που μας σιχαινόταν....." θα μπορούσαν να είναι και το σύστημα που δεν μας σήκωσε.

Και η εφηβική "μαγκιά" μας μπροστά στο φλιπεράκι που το είχαμε ανάγκη "γιατί ήμαστε καλοί σε αυτό" κάθε αρχική αθώα δεξιότητά μας που αφήσαμε κατά μέρος λόγω άλλων παραγόντων που τότε δεν φανταζόμασταν.

Και "τα είδη δώρων" που δεν σεβαστηκαν εκείνο "το εφηβικό ρεκόρ μας", η τραγική μοίρα του ανθρώπου που νομίζει στην αρχή της ζωής του ότι θα ξεφύγει.

Αλλά..
"δε μας ανηκει πια εκεινη η γωνια....
ισως ποτε να μην ηταν δικη μας" .


Εντάξει! Αυτή είναι και η ωριμότητα. Εχει τον παλμό της ποίησης, άλλον παλμό από εκείνον της εφηβικής τρέλας που είναι ποίημα αλλά δεν μπορεί να συνθέσει ποίημα σαν κι αυτό που έγραψες- και που μένει.



@ χαμίνι...τι να πω. Οπως το είπες: ο χρόνος κυλά και αργά ή γρήγορα όλοι θα περάσουμε από τα ίδια μονοπάτια. Είτε από τη θέση του παρηγορητή είτε του παρηγορούμενου. Μακάρι να τις περνάμε όσο το δυνατόν ηπιότερα....

χαμίνι είπε...

Λοιπόν, Ντιάνα, θα πιαστώ από μια σου φράση: "Η πραγματικότητα που υπηρετούμε..."

Προσωπική ή αντικειμενική, αυτό είναι το πρόβλημα τελικά. Ότι την υπηρετούμε αντί να την εκμεταλλευόμαστε.

Την ακολουθούμε αντί να την διασχίζουμε.

Κι αυτή μας σκίζει! Μας σκίζει τα παλιά μας ρούχα, μας σκίζει τις εφηβικές επιθυμίες, μας σκίζει δημιουργώντας μας εξάρτηση από πρόσωπα και πράγματα που κάποια στιγμή θα σκιστούν κι αυτά, ως θνητά και με ημερομηνία λήξης. Μας σκίζει γενικώς η πραγματικότητα λες κι είμαστε απ' έξω και παρακολουθούμε τη ζωή μας, ανίκανοι ή ανίσχυροι να επέμβουμε και ν' αλλάξουμε τη ροή των συμβάντων ή των συμβαινόμενων...

Κι αν κάποιος τολμήσει να τραβήξει μια κλωστή απ' το μεταξένιο λαμπερό ύφασμα που είναι καμωμένη η πραγματικότητα,ν' ανοίξει μια σχισμή και να κρυφοκυττάξει ανάμεσα, τον σκίζουν όσοι φοβούνται πως χωρίς το ρούχο αυτό θα κρυώνουν και θα ντρέπονται.

Έτσι υπομένουμε ή παραδεχόμαστε ως απλά πραγματική, άρα και αναπόφευκτη, την απώλεια του χώρου που δοκιμαζόμασταν, που κερδίζαμε, που παζαρεύαμε τον ίδιο τον εαυτό μας. Και την ονομάζουμε ωριμότητα, αφού μ' αυτό τον τρόπο ενισχύεται η αδυναμία μας ν' αντιδράσουμε και κάνουμε στην άκρη αφήνοντας χώρο στο μέλλον που έρχεται να μας σκίσει σαν χρησιμοποιημένα παλιόρουχα...

Ξέρω κι εγώ; Τι να πω;

Βρε Λέφτυ, τι πιθανότητες υπάρχουν να μείνουν δικά μας περνώντας τα σαν κληρονομιά στα παιδιά μας; Μήπως χάθηκαν γιατί πραγματικά δεν τα θεωρήσαμε ποτέ δικά μας;

aspic είπε...

"Στο μεταίχμιο μεταξύ ηλιοφάνειας και μπόρας"....πολύ σωστά το έθεσες χαμίνι.
Είναι εκεί που το παίρνεις αποφαση πώς τα σύννεφα δέν πρόκειται να διαλυθούν για να φανεί ο ήλιος,σκέφτεσαι πάνω στην απελπισία σου να πιάσει η μπόρα τουλάχιστον να τελειώνουμε,αλλά ούτε και αυτή η χάρη σου γίνεται (εξάλλου δέν το θέλεις και πραγματικά)και έτσι απλώς περιμένεις κοιτώντας έξω από το παράθυρο,χωρίς να ξέρεις που και τι να κοιτάξεις μέσα στο γκρίζο.
Και περιμένεις.
Η συμπαράσταση σε βοηθάει όντως να το παλέψεις όπως είπες,αλλά δέν μπορείς να κοιτάς συνεχώς με τα μάτια του άλλου.Γρήγορα θα γυρίσεις στον ευατό σου και θα ψάχνεις και πάλι κάτι να δείς απο΄το παράθυρο.
Θα πείς κανένα καλαμπούρι με τους φίλους,θα γράψεις καμμιά σαχλαμάρα στο διαδίκτυο,ξεχνιέσαι,αλλά όταν είναι να κοιτάξεις στο παράθυρο εκεί δέν σηκώνει καλαμπουρι,δέν ξέρεις που και τι να κοιτάξεις.
Παίρνεις αποφαση λοιπόν και κατεβάζεις τα πατζούρια.Έξω από το παράθυρο,το γκρίζο,δέν θές να το ξαναδείς ποτέ.

Με τον καιρό το φιλοσοφείς και τελικά δέν σου μένει τίποτα άλλο παρά να βρείς παρηγοριά στο ίδιο αυτό που τώρα σε πονάει.Αφού μόνο μαχαίρι έχεις,εκτός απο το να σε πληγώνει πρέπει να μάθεις και να σε γιατρεύει. Έτσι λοιπόν σκέφτεσαι πώς η ανημπόρια και ο θάνατος θα βρεί και εσένα όπως ακριβώς και τους δικούς σου και αυτή η σκέψη νοιώθεις να σε ανακουφίζει.
Μπορεί να το φοβάσαι,και ίσως να κάνεις στο μέλλον ότι μπορείς για να το αποφύγεις,αλλά ξέρεις βαθειά μέσα σου ότι με τόσες απώλειες που κουβαλάς,ακόμη και άν δέν υπήρχε ο θάνατος θα έκανες το παν για να τον προκαλέσεις στον εαυτό σου.

Μπροστα σε αυτο το επώδυνο και το αναπόφευκτο,αλλά συνάμα και στο δίκαιο,μπροστά σε αυτήν την κοινή τραγικη μοίρα για όλους,αρχίζεις να γαληνεύεις.
Σκέφτεσαι πώς ίσως να ήσουν και εγωιστής να μήν θές να ξανακοιτάξεις απο το παράθυρο,λές και μόνο εσύ βλέπεις συννεφιά.
Έτσι λοιπόν,ξανανοίγεις και πάλι διάπλατα τα πατζούρια.
Το γκρίζο είναι εκεί,δέν έφυγε.
Που να πάει;
Γλυτώνεις από αυτό;
Όμως τώρα,το αποδέχεσαι και κοιτάς μέσα του.
Τώρα βλέπεις κάτι γραμμές,κάτι χρώματα,ξεθωριασμένα στην αρχή μετά πιο έντονα.
Όχι δέν διαλύεται η συννεφιά για να βγεί ο ήλιος.
Το γκρίζο είναι εκεί πάντα γκρίζο.
Απλώς τώρα εσύ αρχίζεις να το χρωματίζεις.
Μνήμες.
Και τώρα αισθάνεσαι τους δικούς σου και όλο το κόσμο μέσα σου.
Έχεις πιάσει τον χρόνο από τα μαλλιά,γιατί εσύ είσαι ο ήλιος που γυρίζει και εσύ δίνεις χρώμα στο γκρίζο.
Και μαζί με τα δικά σου χρώματα,βλέπεις και τα χρώματα άλλων και άλλων και μιά αγάπη σε κατακλύζει για αυτούς καθώς νοιώθεις ότι τον κόσμο δέν τον χρωματίζει τελικά ο ήλιος,ούτε η φύση ούτε ο θεός,αλλά οι άνθρωποι και αυτοί είναι η αλήθεια του και η σωτηρία του.
Για αυτό ρε παιδιά,σε σένα λέφτυ και διανάθενα αναφέρομαι,δέν λέει να μυξοκλαίμε για τα περασμένα που χάσαμε,ή να ψάχνουμε να βρούμε ενόχους και να αφορίζουμε όσους δέν τα σεβάστηκαν όπως λέτε.
Μήν το παίζουμε αδιάφθοροι και υπεράνω πάντων εισαγγελείς και εμείς σάν αυτούς στα δελτία ειδήσεων που τρομοκρατούν τον κοσμάκη.
Κανείς δέν φταίει.
Ο κόσμος ήταν και είναι γκρίζος και άν κάτι φταίει είναι ότι ίσως εμείς δέν έχουμε πιά χρώματα να του βάλουμε.
Γιατί μάλλον γεράσαμε και αυτά που λεμε είναι τα πρώτα συμπτώματα της υψηλής χοληστερίνης που θα ακολουθήσει.
Για αυτό το πινέλο ανά χείρας και να αρχίσουμε να μπογιατίζουμε το κόσμο,πάνω κάτω,δεξιά αριστερά.
Η άσκηση κάνει καλό,και χαρίζει υγεία,σωματική και πνευματική.









































Πάντως ομολογώ χαμίνι,πώς δέν είμαι καθόλου σίγουρος για όλα αυτά και πολλές φορές μου φαίνονται σάν να είναι σκέψεις που υπαγορεύει η ανάγκη μου για παρηγοριά και παραμυθία .Και τότε θυμώνω και το ξανακλείνω το παράθυρο.Μισώ και πάλι τον ήλιο και το γκρίζο,,κυρίως την φύση πολύ περισσότερο τον θεόπουστα,ίσως και τον άνθρωπο και κάθομαι στα σκοτεινά.
Τότε οι μνήμες που πρίν με γαληνεύαν,τώρα με πληγώνουν.
Έτσι ξανασκέφτομαι πόσο πολύτιμος είναι ο θάνατος που κάποτε θα με πάρει και θα με απαλλάξει από αυτές.Αλλά όταν το σκέφτομαι αυτό,να σου πάλι και γαληνεύω και ξανανοίγω το παράθυρο όπως περιέγραψα πρίν και αυτές οι μνήμες που με πληγώναν πρίν,τώρα αντιθέτως χρωματίζουν και πάλι τον συννεφιασμένο ουρανό.
Τι να πείς,ίσως να είμαι νευρασθενικός,να λέω κουταμάρες και απλώς να πηγαινόερχομαι κυκλοθυμικά από το ένα άκρο στο άλλο για να καλμάρω να νεύρα μου.
Ελπίζω και σου εύχομαι εσύ να γεμίσεις σύντομα με ανεξίτηλα χρώματα το γκρίζο σου και να μήν τα ξεβάφει καμμιά μπόρα.

Black Swan είπε...

Παρακολουθώντας χτες στην ΕΤ3 σε επανάληψη μια εκπομπή για την θεωρία της σχετικότητας , ξανακαταλαβα ότι υπακούμε σε ένα άχρονο και ασπόνδυλο κόσμου, όπου ενοικεί το μοντέρνο άτομο ως μέτοχος στις συλλογικές παραισθήσεις.

Και θέλω εδώ έτσι να γράψω τις σκέψεις μου και να τις μοιραστώ μαζί σας.


Μέσω της ψηφιακής τεχνολογίας και όχι μόνον, ονειρευόμαστε συλλογικά ένα σύμπαν όπου ο χρόνος έχει νικηθεί από τις ιλιγγιώδεις επενδύσεις ενέργειας και επιτάχυνσης.

Είναι φανερό ότι όλα τα όρια απειλούνται ή έχουν ήδη παραβιαστεί.

Ο χρόνος κυριολεκτικά εξαρθρώνεται, μεταμορφούμενος σε μια στάσιμη δύναμη δίχως αναφορά.

Αυτό μας επηρεάζει συντριπτικά με την υποψία, σχεδόν βεβαιότητα, ότι κατοικούμε σε χωροχρονικές συντεταγμένες πανομοιότυπες των πραγματικών, αλλά όχι πραγματικές.

Τα ρολόγια, μετρητές εκείνου που ονομάζουν κατ' ευφημισμόν «real time», είναι τα ενθύμια του χαμένου δεσμού μας με την αληθινή χρονικότητα, η οποία κατέληξε απολίθωμα.

Έτσι, η αγωνιώδης ευθυγράμμιση με την αντικειμενική ενότητα «χρόνος = ρολόι», και ο συνακόλουθος φετιχισμός των δυτικών κοινωνιών για το «αύριο», για το «μέλλον» που «είναι ήδη εδώ», αυτή η αντίστροφη μέτρηση που πυκνώνει, αυτό το ανίατο jet lag, εξοφλείται ακριβά μέσα στην παρανοϊκή εντύπωση ότι το ανθρώπινο Είναι δεν αποτελεί υποκείμενο της ζωής του, αλλά παρατηρητή μιας φανταστικής διευθέτησης, στην οποία μετέχει διά του χρονομετρούμενου εκείνου αντιπροσώπου.

Ο χρόνος, στη λογική της εκπνέουσας προθεσμίας και υπό καθεστώς ακραίας εκμετάλλευσης, είναι το βασικό απόβλητο.



Ο κόσμος γίνεται δυνητικός.
Η ίδια η κοινότοπη μνεία της επίγνωσης ότι μετέχουμε στην ψευδαίσθηση μιας κατά βούληση ρυθμιζόμενης χρονικότητας, δεν διαφέρει από το να πούμε πως το εκτόπισμα των βιωμάτων συστέλλεται σταθερά μέχρι πλήρους εξαφανίσεως.

Μαζί του παρασύρει τη διαφορά, δηλαδή την πολικότητα, χάρη στην οποία διατηρούνταν κάποτε αναμμένα όλα τα βολταϊκά τόξα του ζην.

Το σημάδι της συστολής είναι, απλούστατα, εκείνο το αδιάλειπτα παρόν ίχνος τού κακού, το «Είμαι ένας άλλος», η αλλοτρίωση που ψηλαφούμε σε κάθε μας δραστηριότητα και που θα μπορούσε να περιγραφεί ως αποσύνδεση της πράξης από το καθήκον να επαληθεύει την ανάγκη της και την επιθυμία η οποία θα έπρεπε να τη συλλαβίζει.

Ως «άλλος» βρίσκομαι «οπουδήποτε» και «οποτεδήποτε»: αυτό, για όποιον θέλει να το διακρίνει, αποτελεί τη θεμελιακή υπόσχεση της ψηφιακής τεχνολογίας.

Πείτε το «αθανασία», πείτε το κλωνισμό, κρυονική, σκεπτομορφές, μεταφορά της συνείδησης στο σκληρό δίσκο, ή όπως αλλιώς προτιμάτε.

Το new age τείνει στο άυλο.

wpleftyboy είπε...

καλως ή κακως δενομαστε με τους χωρους

που ζουμε

ειτε αυτοι ειναι διαδικτυακοι ή ψηφιακοι, ειτε πραγματικοι ή ακομα και ολοκληρη η γη (κρατηστε αυτο το τελευταιο)

και οπως λεει κι ο ασπικ ,νομιζω,
δενομαστε μαζι τους γιατι τους χρωματιζουμε (με την υπαρξη μας και τη ζωη μας και των αλλων) και οχι γιατι ειμαστε ιδιοκτητες τους

εχω την εντυπωση, κρινοντας βεβαια εξ' ιδιων (πως αλλιως θα μπορουσε να ειναι?),οτι οσο ειμαστε νεοι και πιο
συναισθηματικοι αλλα και πιο δυνατοι και φιλοπολεμοι,
διεκδικουμε με τοσο παθος το χωρο που καταλαμβανουμε ωστε καταληγουμε να πιστευουμε οτι αυτος ειναι σχεδον ιδιοκτησια μας ...μαλιστα πολλες φορες παιζουμε ακομα και ξυλο με αλλους διεκδικητες του τιτλου ιδιοκτησιας του μηλου της εριδος

οσο ομως περνανε τα χρονια και αρχιζουμε να κατανοουμε και να δεχομαστε τον τροπο λειτουργιας της καπιταλιστικης κοινωνιας μας ,οπου οι τιτλοι βρισκονται κατα κανονα στα χερια των ιδιοκτητων ,αναγνωριζουμε
εμμεσα με την παθητικη σταση μας και με πολλη πικρια ή ισως και θυμο που ομως δεν μπορει ν' αλλαξει τιποτα ,το δικαιωμα των ιδιοκτητων να επιβαλλουν τα δικα τους ηθη στο χωρο "που θα 'πρεπε να μας ανηκει" .

ισως αναρωτιεστε γιατι βαζω τα εισαγωγικα στην τελευταια φραση

ειναι γιατι θελω να κανω μια παραπομπη

προσκλητήριο αποστατών
---------------------------------------

Δε θα περάσουνε ποτέ από πάνω μου
σιωπηρής υποταγής σημάδια
ούτε τα γόνατα μου θα πληγώσουνε ,
μιάς μίζερης ζωής γεμίζοντας τα κρύα βράδυα,
γονυκλισίες και προσευχές , για να Τους εξορκίσω.


Απόκληροι και ανεπιθύμητοι , έκπτωτοι
άγγελοι βρώμικοι , σύντροφοι και συμπολεμιστές
προς ένδοξο ας βαδίσουμε τέλος ,
ξέροντας ότι έφτασε η ώρα το φόβο και τη λήθη να νικήσουμε
χαρούμενα τραγούδια σαν κι αυτό ας τραγουδήσουμε ,
μέχρι να ρίξουμε στους κακομούτσουνους Θεούς
απ' τις φαρέτρες μας το τελευταίο βέλος ,
και μ' αίμα από τις φλέβες μας να βαψουμε
την άγια γη πού θά 'πρεπε να μας ανήκει


ελπιζω να βλεπετε τωρα οτι δε θα μπορουσα να γραψω τιποτα που να μην ειναι εναντιον των εξωγηινων μουνοπανων που γαμανε τη ζωη μας και το παιζουν θεοι με τους τιτλους ιδιοκτησιας στα χερια τους και τους κανονες του παιχνιδιου γραμμενους απο τους ιδιους ...

η εκπληξη στο τελος ομως μπορει να ειναι μονο μια

ΕΜΕΙΣ ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΥΤΟΙ (ετσι δεν ειπαμε φιλε?)(κι αυτο συνεχιζεται)

aspic είπε...

Τουλάχιστον μέχρι τώρα,αυτός ο ψευδαισθησιακος στιγμιαίος εικονικός χρόνος που λές άτομαντ,γίνεται αντιληπτος μόνο άν αποκωδικοποιηθεί μεταφραστεί στον πραγματικό βιωματικό χρόνο,μέσω της εγγεγραμένης ήδη μνήμης υμών των υποκειμένων,παράγοντας έτσι και κάποιου τύπου συναισθήματα.
Για αυτό λέμε και ότι ο άνθρωπος σε πολλά σήμερα δέν είναι πιά άνθρωπος,αλλά μιμείται τον εαυτό του που ήταν κάποτε.

Αναρωτιέμαι όμως τι θα γίνει στο μέλλον, όταν οι επερχόμενες γενιές όπως είναι αναμενόμενο χάσουν αυτή την μνήμη αφού όπως δείχνουν τα πράγματα ο τεχνολογικός αυτοματισμός θα έχει πετύχει σχετική ή και πλήρη αυτάρκεια των μέσων επιβίωσης;
Τι θα γίνει δηλαδή όταν αύριο δέν θα φέρουν πιά οι οι άνθρωποι εγγεγραμένες μέσα τους,τις αντιστοιχίες εικονικού και πραγματικού χρόνου;
Τι θα λέγαμε άραγε εμείς στο υποβρύχιο σε μιά τέτοια περίπτωση;
Το πιθανότερο δέν είναι να στέλναμε τέτοια μυνήματα που να εξυπηρετούν όχι την ανάγκη μας για επικοινωνία,έκφραση ή ότι άλλο,αλλά την ανάγκη της μηχανής για διεκπεραίωση και όπου το τελικό συναίσθημα θα ταυτίζεται απλώς με την επιτυχημένη έκβαση,την εκπλήρωση, των ενεργειών μας;
Ο σκληρός δίσκος της μηχανής,δέν θα είναι τότε και η δική μας μνήμη, έτσι που θα μπορούσαμε να πούμε,πώς τώρα όχι μόνο ο άνθρωπος δέν είναι άνθρωπος,αλλά ούτε κάν μιμείται τον άνθρωπο γιατί απλούστατα τώρα πιά μιμείται.....









































....την μηχανή του;

(άτομαντ,μιάς και πηρες αφορμή για τις σκέψεις σου από την εκπομπή που είδες στην τηλεόραση,για ρίξε και μερικές σκέψεις σου για αυτήν την ίδια την τηλεόραση που φαίνεται πώς τελικά αυτή είναι που διαμορφώνει την κοινωνία,και όχι η κοινωνία αυτήν).

aspic είπε...

(Και ένα υστερόγραφο,μιάς και δέν είχα δεί του λέφτυ το μύνημα όταν έστελνα το δικό μου)
Μπράβο λέφτυ ,σωστά το βαλες το ζήτημα...όσο είμαστε νέοι δενόμαστε με τα πράγματα γιατί τα χρωματίζουμε,ενώ όταν γερνάμε απλώς γινόμαστε ιδιοκτήτες τους.
Εν ολίγοις, δια μέσου της ιδιοκτησίας επιθυμούμε να σκοτώσουμε τα πράγματα.΄
Επειδή γεράσαμε και τα φοβόμαστε;
Επειδή κουραστήκαμε να δενόμαστε μαζί τους;
Η επειδή απλώς άμα γερνάς θέλεις να παρασύρεις και τον κοσμο μαζί σου, στο γήρας και στο θάνατο;




























Η μήπως τελικά ισχύει το αντίθετο και δέν γινόμαστε ιδιοκτήτες των πραγμάτων επειδή γερνάμε,αλλά γερνάμε επειδή γινόμαστε ιδιοκτήτες;

dianathenes είπε...

Black swan

«Ο κόσμος γίνεται δυνητικός.
....το εκτόπισμα των βιωμάτων συστέλλεται σταθερά μέχρι πλήρους εξαφανίσεως.

Το σημάδι της συστολής είναι, απλούστατα, εκείνο το αδιάλειπτα παρόν ίχνος τού κακού, το «Είμαι ένας άλλος», η αλλοτρίωση που ψηλαφούμε σε κάθε μας δραστηριότητα και που θα μπορούσε να περιγραφεί ως αποσύνδεση της πράξης από το καθήκον να επαληθεύει την ανάγκη της και την επιθυμία η οποία θα έπρεπε να τη συλλαβίζει».

Aspic

«Τι θα γίνει δηλαδή όταν αύριο δέν θα φέρουν πιά οι οι άνθρωποι εγγεγραμένες μέσα τους,τις αντιστοιχίες εικονικού και πραγματικού χρόνου;

Τι θα λέγαμε άραγε εμείς στο υποβρύχιο σε μιά τέτοια περίπτωση;

Το πιθανότερο δέν είναι να στέλναμε τέτοια μυνήματα που να εξυπηρετούν όχι την ανάγκη μας για επικοινωνία,έκφραση ή ότι άλλο,αλλά την ανάγκη της μηχανής για διεκπεραίωση και όπου το τελικό συναίσθημα θα ταυτίζεται απλώς με την επιτυχημένη έκβαση,την εκπλήρωση, των ενεργειών μας»;


Κρατώ αυτά τα δυο για να πω 2 πραγματάκια να δω αν κατάλαβα καλά....

Είχα γράψει τις προάλλες ένα ποστ για τις επισκέψεις του πάλαι ποτέ όταν δεν υπήρχαν ούτε καν τηλέφωνα.
Αν υποθέσουμε ότι εκείνη την εποχή -που δεν είναι και τόσο μακρινή και αποτελεί για τους μεγαλύτερους μια εμπειρία αποθηκευμένη στην μνήμη μας όπως λες Ασπικ- κάποιος που είχε την επιθυμία να δει κάποιον, είχε τον χρόνο όχι μόνο να επεξεργαστεί την επιθυμία του αυτή, να το σκεφτεί όπως λέμε, ώστε να διαμορφωθεί σε «βούληση» την οποία θα διατύπωνε στο μυαλό του με το ρήμα «θέλω» αλλά και να την πραγματώσει. Ντύνεται, στολίζετα, περπατά. Ολα αυτά απαιτούν ένα χρόνο. Ολα αυτά είναι μέσα στην διαδικασία του βιώματος που κορυφώνεται την στιγμή της συνάντησης και της συναναστροφής του με τον άλλο. Εχουμε δηλαδή την επιθυμία και μετά την απόλαυση και ανάμεσά τους διαδικασίες που εκτυλίσσονται «επαληθεύοντας» τις πράξεις μας. Για να το καταλάβουμε αυτό, ας σκεφτούμε ότι ανά πάσα στιγμή είμαστε σε θέση να «επαληθεύσουμε» το στάδιο που διανύουμε: τώρα ντύνομαι, τώρα περπατώ, κτυπώ το κουδούνι, χαιρετώ, μιλώ κλπ κλπ. Παρατηρούμε ότι περιγράφουμε τις εκάστοτε πράξεις μας σε χρόνο ενεστωτικό. Αντίθετα, αν μας ρωτήσουμε τι κάναμε θα αναφερθούμε σε χρόνο παρελθοντικό όντας ικανοί να ανακαλέσουμε από την μνήμη μια προς μια τις πράξεις μας σαν να τις «συλλαβίζουμε» όπως λες Ατομαντ. Και αυτό βέβαια μπορεί να ανακαλέσει το ίδιο αίσθημα απόλαυσης με την στιγμή που πράτταμε. Αυτή λοιπόν είναι το μεγάλο ατού του βιώματος, η αναβίωση.


Στο εικονικό όμως, το διάστημα μεταξύ επιθυμίας και ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΟΣ είναι τόσο μικρό που η επιθυμία μας δεν πραγματώνεται αλλά διεκπεραιώνεται όπως λες Ασπικ, περιοριζόμενη στην απλή εκφώνησή της δια του γραπτού λόγου. Η δε πράξη μας συρρικνώνεται στην ανά-γνωση, δηλαδή απλώς «λαμβάνουμε γνώση» αυτού που στιγμιαία επιθυμήσαμε ξαναδιαβάζοντας το απολίθωμα της επιθυμίας μας, το κείμενο.

Πράγματι, αν εξετάσουμε την διαδικασία που υποβάλουμε τον εαυτό μας στο διαδίκτυο θα δούμε ότι μια στιγμιαία επιθυμία δεν έχει το χρόνο ούτε να ωριμάσει, να ψηλαφιστεί διανοητικά ώστε να γίνει ένα σταθερό «βούλομαι» λαμβάνοντας υπ όψιν τις παραμέτρους των πιθανών εμποδίων που θα συναντήσουμε – φερ ειπείν θέλω να γράψω αλλά βρέχει, αλλά μπορεί να μην είναι εκεί αυτός που θέλω να του γράψω ή δεν έχω πάρει δώρο ή βαριέμαι να ντυθώ κλπ όπως στην περίπτωση μιας επίσκεψης, ο «άλλος» είναι πάντα «εκεί», αν βρέχει δεν επηρεάζει ποσώς, μιας και κάθομαι μπροστά στον υπολογιστή, δώρο δεν χρειάζεται και μπορώ να γράφω με το σώβρακο- όπως είπε ο Ασπικ την άλλη φορά :) . Οπότε αγαπητοί μου φίλοι, πράγματ, αυτός που γράφει δεν είμαι ΕΓΩ αλλά ένας «άλλος» απαλλαγμένος από τον πραγματικό του εαυτό και τις αντιξοότητες που αυτό μπορεί να σημαίνει. Στην ουσία δεν χρειάζεται να κάνω καμιά συμφωνία με τον εαυτό μου για να δω αν μπορώ πραγματικά να επικοινωνήσω με τον άλλον γιατί όλα είναι εύκολα, άρα το «θέλω» ή το «δεν θέλω» δεν έχει πραγματικό αντίκρισμα. Το ίδιο καθεστώς ισχύει και για τα μηνύματα στα κινητά.

Στις τηλεπικοινωνίες δεν έχουμε πραγμάτωση της επιθυμίας έχουμε τηλεμεταφορά της. Τα κείμενα που γράψαμε και ξαναδιαβάζουμε στην οθόνη μας λειτουργούν κατ αυτόν τον τρόπο όχι σαν βίωμα αλλά σαν «αρχείο» επιθυμιών που εξέπνευσαν πρόωρα και που για να βιώσουμε διαβάζουμε και ξαναδιαβάζουμε. Για να τα κατακτήσουμε. Να τα κάνουμε δικά μας. Να νιώσουμε την απόλαυση που προσφέρει η ανάκληση βιωμάτων από την μνήμη μας. Αλλά πώς μπορεί να γίνει αυτό όταν λείπει μια σειρά από στάδια που σηματοδοτούν το βίωμα; Γι αυτό ίσως λέμε συχνά ότι αυτή η «ανά-γνωση» θυμίζει τον νάρκισσο....

Ερώτημα: σε τι διαφέρει μια επιστολή ή ένα βιβλίο όσον αφορά την επιθυμία της επικοινωνίας και την πραγμάτωσή της; Εχουμε πραγμάτωση – αν έχουμε- ή απλή «εκφώνηση» της επιθυμίας από το μέσο;

Black Swan είπε...

Πιστεύω , μεσούσης της νέας εποχής, κοινωνικότητα και μοναξιά συμπίπτουν απολύτως, όμως δεν θα έπρεπε να περιορίσουμε την αντίφαση μόνον εκεί.

Στο βάθος, αυτή αποτελεί την ουσία της μοντέρνας επικοινωνίας, όπου το μήνυμα, επειδή είναι κενό περιεχομένου, ακυρώνεται κατά την ίδια την εκπομπή του.

Γενικευμένη όμως η αντίφαση παύει να είναι αντίφαση.

Για παράδειγμα έχει διαπιστωθεί, από πολύ νωρίς, ότι εφόσον επικαλείτο κανείς τους ποιητές η τους συγγράφεις ήταν αρεστός, εάν όμως άρχιζε να τους διαβάζει, η διάθεση της παρέας άλλαζε προς το χειρότερο.


Παλιά, μπορούσες να πεις ότι ενώ τα σχολεία δίδασκαν τη λογοτεχνία μέσω των μαθημάτων γλώσσας, η χαρά του γονέα μόλις υποψιαζόταν ότι το παιδί του έδειχνε κλίση στον λυρισμό, παραήταν αμφίβολη για να τη θεωρήσει κανείς ευθυγραμμισμένη με τις κατευθυντήριες προσδοκίες, επομένως η επιφύλαξη έμοιαζε αν μη τι άλλο παράδοξη.

Τώρα, η παραδοξότητα, αυτή καθεαυτήν, έχει εξαλειφθεί, καθώς επιπλέει διάχυτη παντού, στους ωκεανούς της κοινοτοπίας.

Μόνον τυφλός δεν βλέπει ότι πολλά από τα σημερινά «λογοτεχνήματα» σου υποβάλλουν την ιδέα να λατρεύεις και να μισείς ταυτόχρονα, να είσαι δέσμιος της εικόνας σου και συνάμα να την παραμελείς, να εμπιστεύεσαι τις παρορμήσεις σου και την ίδια στιγμή να τις έχεις υπό έλεγχο.

Σκλαβιά και ελευθερία κατέληξαν αξεδιάλυτες.


Και σε διαβεβαιώνουν ότι το εκεί είναι εδώ, ότι το αύριο είναι τώρα, ότι το ακαριαίον ισοδυναμεί με την αιωνιότητα.

Η ψυχή είναι το σώμα, το ξέρουμε και, κυρίως, αντιλαμβανόμαστε πως η βλακεία είναι η εξυπνάδα προσωποποιημένη.

Τέλος, δικαίωμα και υποχρέωση πολύ λίγο διακρίνονται πια.

Έτσι λοιπόν Υποβρύχιοι φίλοι μου δεν έχουμε λοιπόν μια διάσταση αντιφατική, δεν έχουμε διπλό μήνυμα αλλά μιαν επέλαση του μηνύματος Μηδέν.

ΥΓ. Πριν είκοσι χρόνια, η οικογένεια επέμενε να γαλουχεί τα παιδιά της υπό την αιγίδα της αστικής μυθολογίας της εντιμότητας, αν όμως κάποιο από αυτά κατέληγε να πάρει στα σοβαρά τις ηθικές απαγορεύσεις στο παιχνίδι του πλουτισμού, το μέμφονταν για την ατολμία του. Αυτό ήταν ένα διπλό μήνυμα. Σήμερα, ατολμία και τόλμη συναιρούνται στην ίδια κίνηση, για παράδειγμα στην πολιτική του λεγόμενου μεσαίου χώρου. Κοινοβουλευτική δραστηριότητα και πολιτική απάθεια είναι ένα και το αυτό, και πουθενά δεν το βλέπουμε με τρόπο περισσότερο χαρακτηριστικό απ' ό,τι στη σκηνή της δημοκρατίας των δημοσκοπήσεων.

Έτσι και οι «φωνές» του φαντασιακού «ακούγονται» επειδή (και στο μέτρο που) οι αληθινές φωνές του συμβολικού σωπαίνουν.
Φωνή και σιωπή συσσωματώνονται σ' αυτό που ονομάζουμε επικοινωνιακό μοντέλο.

χαμίνι είπε...

Αν είχαμε την επέλαση του μηνύματος μηδέν θα κυριαρχούσαν τα ένστικτα. Δυστυχώς η επέλαση έρχεται από συνεχώς και αδιαλείπτως εναλλασόμενα μηνύματα. Ναι - όχι! Καλό - κακό! Πρέπει - δεν πρέπει! Μπορώ - δεν μπορώ! Χθες - αύριο!

Το μηδέν θα μπορούσε να υιοθετηθεί σαν η πρωτόγονη έννοια του σήμερα και να πάρει τη θέση του στο γνώμονα σαν αρχική μονάδα μέτρησης των πάντων.

Αλλά όοοοοχι! Τα ένστικτα κατευνάζονται και μπαίνουν στην άκρη με τρόπους πλάγιους. Οι πιο τρελές φαντασιώσεις παίρνουν σάρκα και οστά μέσα από το γυαλί κι έτσι παύουν να υφίστανται ως φαντασιώσεις. Καταιγισμός και επανάληψη των αντιφατικών μηνυμάτων με άναρχα και άσχετα συμπεράσματα που κανείς δεν έχει πια διάθεση να εξετάσει πόσο λογικά ή αληθινά είναι κι απλά τα παπαγαλίζει... Φωνές που υψώνονται για να καταδείξουν την απάτη αφήνονται να καταλαγιάσουν στα πλαίσια ενός απόλυτα δημοκρατικού περιβάλλοντος όπου όλοι μα όλοι έχουν λόγο άξιο να ακουστεί και ποδοπατούνται από την επιθυμία να μην ξεφύγουμε απ' το ρεύμα.

Άραγε τι είναι αυτό που μας φοβίζει; Η μοναξιά ή η εικόνα της μοναξιάς που καλλιεργείται από όλα τα μέσα και μοιάζει με πανούκλα που μεταδίδεται από στόμα σε στόμα;


Καλό Σαββατοκύριακο!

χαμίνι είπε...

ΥΓ:

Ξέχασα!

Σ' ευχαριστώ άσπικ για την ευχή! Την φύλαξα!!!

dianathenes είπε...

Καλά τα λέτε όλοι...

...εγώ σκέφτομαι τώρα ότι δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι όλα αυτά τα γράφουμε κάτω από ένα ποστ που αναφέρεται σε μια υπόθεση που τελικώς αποδείχτηκε "μαϊμού" ....