Σάββατο, Σεπτεμβρίου 30, 2006

Αναρωτιέμαι...

Αναρωτιέμαι αν και εσείς εκνευρίζεστε με τα φακελάκια που σας έρχονται με το ταχυδρομείο από τους διαφόρους υποψηφίους των εκλογών. Επίσης όταν σας τηλεφωνούν αρχίζοντας τα καλησπέρα σας, ξέρετε ο πατέρας σας και ο πατέρας μου ήταν μαζί....ή μητέρα σας και η μητέρα μου κατάγονται από....

Ξέρω ότι κάποιοι πρέπει να "βγουν" αλλά αναρωτιέμαι γιατί αυτοί θέλουν να βγουν. Τι είδους άνθρωποι είναι; Μήπως αγαπούν τον τόπο περισσότερο από μένα;

Αναρωτιέμαι επίσης γιατί εγώ έχω δεχτεί να με αντιπροσωπεύουν άλλοι.

Μήπως τώρα με το διαδίχτυο υπάρχει περίπτωση να αλλάξει κάτι και να αποφασίζουμε όλοι για όλα αυτοπροσώπως;

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 20, 2006

Χωρίς δίχτυ.

Αν όμως ήταν εκεί;
Τότε η πόρτα θα άνοιγε με τον πρώτο χτύπο.
Τότε γίνεται η έκπληξη.
Μέσα από τα μάτια περνά μια αστραπή και ανοίγουν τα χέρια.
Καλωσορίσματα και περνούν στη σάλα ή βγαίνουν περισσότερα καθίσματα στη βεράντα.
Σε διάστημα εύλογο, βγαίνει το γλυκό- του κουταλιού- και λέγονται κάποια σχόλια για το σωστό του «δέσιμο».
Η επίσκεψη μπορεί να είναι και «αρμένικη».
Μπορεί να γίνει μια γνωριμία ιδιαίτερης σημασίας μεταξύ εκείνου και εκείνης, με εννοείτε τι θέλω να πω, που προβλέπεται ότι θα καταλήξει στο χορό του Ησαΐα.
Μπορεί να αρκεστεί κανείς στο κουτσομπολιό ή μπορεί να το γυρίσει στη πολιτική και να ανάψουν τα αίματα. Στους χαμηλούς μισθούς, στην ενορία, την αργοπορία του τραμ! Καμιά φορά αν υπάρχει στο σπίτι η νέα μόδα της φωτογραφίας, μπορεί ο οικοδεσπότης να προτείνει μια πόζα με τις κοπέλες μπροστά-μπροστά, γυρισμένες ελαφρά στο πλάι, το χτένισμα «παζ», τη μέση δακτυλιδένια.

Η ουσία σε όλα αυτά δεν είναι να σπάσει κανείς την ανία – της Κυριακής. Σιγά-σιγά, ένας δεσμός γεννιέται ανάμεσα σε αυτούς τους ανθρώπους. Κάτι μεταξύ Δευτέρας και Σαββάτου. Όλη τη βδομάδα κοιμάται, αίφνης σε κάποιον γάμο ξυπνά, οπωσδήποτε όταν πρόκειται για λύπη, κηδεία. Μαζεύονται όλοι τότε ντυμένοι επίσημα μιλώντας δυνατά ή χαμηλόφωνα, ανάλογα τη στιγμή που τους έσμιξε πάλι.

Μα εκείνο που μένει πιο πολύ είναι η ανάμνηση.
Το μυαλό την ανακαλεί για χρόνια μετά μέσα από το δίχτυ της μνήμης.

Είναι παράδοξο δυο λέξεις τόσο κοντινές, δίχτυ και δίκτυο, να ορίζουν τόσο διαφορετικά τις σχέσεις των ανθρώπων. Η μια περιέχει πράγματι σχέσεις ή άλλη data που σβήνονται με ένα format.

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 18, 2006

Χωρίς τηλέφωνο.

Τον παλιό καιρό που υπήρχαν ακόμα οι επισκέψεις και η Αθήνα είχε την έκταση ενός μεγάλου χωριού, κάτι απογεύματα εκεί γύρω στις 4.00, φορούσες κάτι καλό και ξεκινούσες να πας συχνά στην άλλη άκρη της πόλης με τα πόδια. Προορισμός ήταν κανένας δεύτερος ξάδελφος/η και πάντα πήγαινες με παρέα μετά από ολιγόστιγμο συμβούλιο για το πού θα σπάσει η ανία του απογεύματος, περίπου έτσι: δεν πάμε από του Λάκη; - Ουφ καημένε, μια ώρα δρόμο! – Γιατί ωραία θα είναι θα δούμε και τον τάδε, μπορεί να είναι και ο....

Από τη στιγμή που άρχιζαν οι συζητήσεις για το πού, το απόγευμα σάλευε, έχανε μεγάλο μέρος της ακινησίας του σαν άνθρωπος που σηκώνεται από τη καρέκλα να βηματίσει λίγο.

Τα ρούχα, το χτένισμα, το γυάλισμα των παπουτσιών, κλείδωσες καλά; τα φώτα....βουρ στον δρόμο κι άρχιζε ο μεγάλος περίπατος με τη προσμονή στο στόμα, δρόμοι- δρόμοι κι άλλοι δρόμοι, σπίτια, πεζοί και πού και πού αυτοκίνητα. Ο ήχος καμιά φορά ενός πιάνου, καθώς περνούσες. Υπήρχαν και οι στάσεις μπροστά σε κάποιο βιτρίνα. Με τη μόδα, την τσάντα που σου έλλειπε να συνοδεύψεις εκείνες τις γόβες, πιο πολύ προείχαν οι τιμές σε όλα τούτα τα όνειρα. Μετά ήταν η φλυαρία και η ανησυχία να μη φύγει κάποιος πόντος στην κάλτσα. Το κοκκινάδι ήταν επίσης ένας βραχνάς να διατηρηθεί ζωηρό. Και το χτένισμα, ιδίως αν υπήρχε αέρας. – Κοίτα μη σου ξεφύγει καμιά κουβέντα για..... Κτύπα το κουδούνι! Μια φορά μόνο, πρόσεχε....

Κανείς.
- Για κτύπα ακόμα μια φορά....
σαν να άκουσα βήματα, το κουρτινάκι... μου φάνηκε κουνήθηκε....
Κανείς! Κρίμα!

Πάλι πίσω από τους ίδιους δρόμους , τώρα πιο σκοτεινούς.
Αύριο, Δευτέρα.

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 12, 2006

Τα νέα σύμβολα.

Ένιωθα τρόμο μικρή στα όνειρά μου. Συνήθως έρχονταν ανθρωπόμορφα τσακάλια που χτυπούσαν το τζαμωτό της πόρτας, όταν ο πατέρας έλειπε ταξίδι. Τα έδιωχνα ανάβοντας σπίρτα επειδή είχα ακούσει ότι φοβούνται τη φωτιά.

Τρόμο μού δημιουργούσαν τα συλλαλητήρια στους δρόμους της Αθήνας, οι ιστορίες με τα «κονσερβοκούτια» και τη πηγάδα του Μελιγαλά αλλά κι αυτά τα ξέχασα.

Φοβόμουν πολύ τον «Δράκο».

Με κυνηγούσαν οι προαγωγικές εξετάσεις και ίδρωνα μπροστά στους ελέγχους και τον κατάλογο.

Θυμάμαι ακόμα τη βέργα του δασκάλου.

Ήταν τρόμοι. Φόβοι έντονοι που ξεθύμαναν μεγαλώνοντας. Πέρασαν αλλά έμειναν τα σύμβολα που πολλές φορές, τους αφυπνίζουν.

Με την τρομοκρατία που δεν έχω ακόμη βιώσει στο πετσί μου, το τοπίο άλλαξε.

Υπάρχει ένας διάχυτος φόβος που γίνεται όμως σιγά-σιγά τρόμος, ώστε να μπορώ να πω ότι αρχίζω να την βιώνω. Κινούμαι παράλληλα με αυτόν ή καλύτερα υπάρχει άκρες-άκρες στα πράγματα. Στους ελέγχους, στις κάμερες, στον τύπο που κάθεται καπνίζοντας μέσα στο Βαν στη γωνία.

Περίπου είναι σαν την επάρατη νόσο που ύπουλα παραμονεύει στα κύτταρά σου.Δεν ξέρεις με σιγουριά πόση είναι η ευθύνη σου. Καπνίζεις μεν αλλά χιλιάδες καπνίζουν χωρίς να νοσήσουν. Υποσυνείδητα ελπίζεις ότι θα είσαι ένας από τους δυτικούς που θα εξαιρεθούν από το κτύπημα. Προφασίζεσαι ότι καλύπτεις τον επιβαρυντικό παράγοντα με άλλες πράξεις εξισορροπητικές, όπως η υιοθεσία ενός μικρού από τον Τρίτο Κόσμο ή μια εισφορά στους Γιατρούς του Κόσμου.

Περισσότερο νιώθω τη δαγκάνα του με τα διάφορα μέτρα.
Νόμους αντιτρομοκρατικούς αλλά και συζητήσεις, αφιερώματα, εκτιμήσεις και αναλύσεις . Υπάρχει στον αέρα ένα αίσθημα κλεφτοπόλεμου, όπως ακριβώς ο αγώνας κατά του καρκίνου, όπου η ανθρωπότητα πραγματοποιεί καθημερινά άλματα, χωρίς όμως να μπορεί να πει ότι ανακάλυψε αυτό που θα αναστρέψει την πορεία του. Ιδίως όλα τούτα τα μέτρα στα αεροδρόμια, μού θυμίζουν τον αντικαρκινικό έρανο, όπου όλου δίνουν ελπίζοντας να νικήσουν το τέρας.

Πορτοφόλια, κλειδιά, κινητά τηλέφωνα πέφτουν πρόθυμα στο καλαθάκι, προκειμένου να περάσουν από τις ακτίνες. Ανιχνευτές ψάχνουν το κορμί μας για τον επικίνδυνο «όγκο» κι επιτέλους περνούμε «καθαροί».

Ο φόβος δεν περιορίζεται πια σε κάποιον συγκεκριμένο άνθρωπο – κάποιον διεστραμμένο ή φανατικούς- αλλά διαχέεται στα όργανα που προορίζονται να μας προφυλάξουν. Όπως παλιά η βέργα του δασκάλου ή η τσιμπίδα του χειρούργου που θα μας έβγαζε τα κρεατάκια. Τα κάνουν σύμβολα και ο χρόνος δεν παίζει κανένα ρόλο στο να τα ξεπεράσω αφού είναι η «τεχνολογία» του μέλλοντος.

Το νέο σύμβολο είναι ο έλεγχος.
Πρέπει διαρκώς να με ελέγχουν.
Και με εξαναγκάζουν σε έναν υποσυνείδητο έλεγχο που έχει να κάνει με την ιδεολογία, τι κάνω, με ποιους είμαι.

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 04, 2006

Διακοπές.

Οι «διακοπές» είναι τελικά η περίοδος του ανθρώπου όπου αυτός έρχεται πιο πολύ από όλες τις άλλες εποχές του έτους, σ επαφή με το υπαρξιακό του πρόβλημα.

Το βιώνει καθημερινά με την ειλικρίνεια που ξεχνά τον υπόλοιπο χρόνο χωμένος στη δουλειά και τη τακτοποιημένη ζωή στο σπίτι του.

Σας έχει τύχει σίγουρα να στήσετε μια μικρή φωλιά σε ένα ενοικιαζόμενο εποχιακό δωμάτιο ή ένα μικρό βασίλειο γύρω από το μικρό αντίσκηνο. Τι πιο γλυκά τραγικό από την εντύπωση ότι είναι ένα παιγνίδι μικράς διαρκείας με ημερομηνία λήξης την ημέρα της επιστροφής. Το ξέρετε ότι θα κρατήσει λίγο κι όμως το στήνετε με τόση φροντίδα, σκηνοθετώντας μια μικρή ζωούλα.


Θα ήθελα να μπορούσα να σκηνοθετώ με τον ίδιο τρόπο τις ημέρες μου.
Με ένα μικρό σημειωματάριο να περιηγούμουν τον κόσμο.
Μια εβδομάδα εδώ, ένα μηνάκι εκεί.
Ολα τούτα τα σημειωματάρια να τα έβρισκαν τα εγγόνια μου στο χέρι μου όταν θα ήμουν πολύ γριά αγκαλιασμένη με τον Θάνατο.

Θα έλεγαν τότε σίγουρα, να, μια σοφή γριά που δεν το έπαιξε σοφή.

Να είχαν μέσα από Αφρική και λίγο από θαλασσινά ταξίδια και λίγο έρωτα και ένα σωρό ατοπήματα καταχωνιασμένα στα μπαούλα....

Δε κάνει να παραδώσω τη ψυχή έτσι άχαρα. Τι θα πω στους αγγέλους σαν με ρωτήσουν πώς την πέρασα τη ζωή κει κάτω από τα άστρα;

Ο Κόσμος εξακολουθεί να με καλεί.
Τούτη η φλόγα μέσα μου να υψώνει παρατηρητήρια...