Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 20, 2006

Χωρίς δίχτυ.

Αν όμως ήταν εκεί;
Τότε η πόρτα θα άνοιγε με τον πρώτο χτύπο.
Τότε γίνεται η έκπληξη.
Μέσα από τα μάτια περνά μια αστραπή και ανοίγουν τα χέρια.
Καλωσορίσματα και περνούν στη σάλα ή βγαίνουν περισσότερα καθίσματα στη βεράντα.
Σε διάστημα εύλογο, βγαίνει το γλυκό- του κουταλιού- και λέγονται κάποια σχόλια για το σωστό του «δέσιμο».
Η επίσκεψη μπορεί να είναι και «αρμένικη».
Μπορεί να γίνει μια γνωριμία ιδιαίτερης σημασίας μεταξύ εκείνου και εκείνης, με εννοείτε τι θέλω να πω, που προβλέπεται ότι θα καταλήξει στο χορό του Ησαΐα.
Μπορεί να αρκεστεί κανείς στο κουτσομπολιό ή μπορεί να το γυρίσει στη πολιτική και να ανάψουν τα αίματα. Στους χαμηλούς μισθούς, στην ενορία, την αργοπορία του τραμ! Καμιά φορά αν υπάρχει στο σπίτι η νέα μόδα της φωτογραφίας, μπορεί ο οικοδεσπότης να προτείνει μια πόζα με τις κοπέλες μπροστά-μπροστά, γυρισμένες ελαφρά στο πλάι, το χτένισμα «παζ», τη μέση δακτυλιδένια.

Η ουσία σε όλα αυτά δεν είναι να σπάσει κανείς την ανία – της Κυριακής. Σιγά-σιγά, ένας δεσμός γεννιέται ανάμεσα σε αυτούς τους ανθρώπους. Κάτι μεταξύ Δευτέρας και Σαββάτου. Όλη τη βδομάδα κοιμάται, αίφνης σε κάποιον γάμο ξυπνά, οπωσδήποτε όταν πρόκειται για λύπη, κηδεία. Μαζεύονται όλοι τότε ντυμένοι επίσημα μιλώντας δυνατά ή χαμηλόφωνα, ανάλογα τη στιγμή που τους έσμιξε πάλι.

Μα εκείνο που μένει πιο πολύ είναι η ανάμνηση.
Το μυαλό την ανακαλεί για χρόνια μετά μέσα από το δίχτυ της μνήμης.

Είναι παράδοξο δυο λέξεις τόσο κοντινές, δίχτυ και δίκτυο, να ορίζουν τόσο διαφορετικά τις σχέσεις των ανθρώπων. Η μια περιέχει πράγματι σχέσεις ή άλλη data που σβήνονται με ένα format.

3 σχόλια:

Black Swan είπε...

Μνήμη - Format;

Οχι

Προϊόντος του χρόνου, γίνεται όλο και πιο φανερό πως η μνήμη, η ψυχική μνήμη, έχει πολύ πιο άνετη πρόσβαση στα όσα διάβασε κατά καιρούς το υποκείμενο παρά στα όσα έζησε σε πρώτο πρόσωπο. Αληθεύει, φερ' ειπείν, ότι τα πραγματικά σενάρια της ζωής μου, καθώς τα ανακαλώ στη στάθμη της αναπόλησης με σκοπό να τα κατανοήσω, δηλαδή να μην τα επαναλάβω, ξεθωριάζουν βαθμιαία ώσπου, όταν πλέον αποκτήσουν ευανάγνωστους υπότιτλους, οδεύουν προς την οριστική τους σβέση. Απεναντίας, ένα χαρακτηριστικό τμήμα της αναγνωστικης εμπειρίας μου, αυτό που εξασφάλισα συναινώντας στην αληθοφάνεια μιας σειράς αριστουργηματικών εξιστορήσεων τρίτων, παραμένει πεισματικά φορτισμένο με θετική επιρροή, σχεδόν ανυποχώρητη. Φυσικά, προσυπογράφω την υπόθεση ότι αυτή η αντοχή συνιστά το ιδανικό της περιπέτειας που ονομάζουμε ανάγνωση.

Ακόμη χειρότερα, η έκφραση «όσα έχω διαβάσει» αναφέρεται πρωτίστως στο περιβάλλον των αφηγήσεων, στις αποχρώσεις, στο φόντο, στην τονικότητα, και όχι σε συμβάντα. Είναι και ο λόγος που αυτές οι ανάγλυφες εμπειρίες, καταλαμβάνοντας αρχετυπική θέση, δεν παρουσιάζονται καθόλου ως κάτι ευνόητο ή αναπόφευκτο. Για να δώσω το παράδειγμα μιας πρόβλεψης, θα θυμάμαι μέχρι το τέλος της ζωής μου το βαθύ θρόισμα των αφηγημάτων όπου η κατανομή των αντιθέσεων είχε αγγίξει ένα συγκεκριμένο όριο ανεπανάληπτης ευστοχίας, όμως δεν επρόκειτο ακριβώς για ευστοχία -το είδος της μάγευσης διαφεύγει. Δεν ξέρω αν αυτό αφορούσε το συντονισμό της αντίληψής μου με δονήσεις κρυμμένες στο υπέδαφος της κοινότητας των εικόνων, δηλαδή των εικόνων του συγγραφέα και των δικών μου εικόνων και, εδώ που τα λέμε, θα ευχόμουν να μην το μάθω ποτέ.

Εν πάση περιπτώσει, δεν ήταν ζήτημα θεματικού ρεπερτορίου ούτε περιγραφικής δύναμης αλλά μάλλον μιας εγγύτερης, ενδόμυχης οικειότητας με το διαφεύγον νόημα καθεμιάς απ' τις σκηνές, φαινομενικά ουδέτερες, αλλά που έρχονταν αναδρομικά να στοιχειώσουν την ονειροπόλησή μου. Αυτό το νόημα δεν είναι αδιαχώιστο από το «Πραγματικό», το μη εκφράσιμο μέσα στον συγγραφέα. Μ' άλλα λόγια είχα οδηγηθεί σε περιοχές εντάσεων εξαρχής προορισμένων να αποτελέσουν το υλικό ανεξίτηλων αναμνήσεων, τη στιγμή που η φύση αυτού του προορισμού έμοιαζε ολότελα αινιγματική.

Αν μου ζητούσαν να γίνω περισσότερο σαφής, θα τολμούσα να πω ότι είμαι καταδικασμένος να θυμάμαι για πάντα όλους τους γρίφους της ανάγνωσης που δεν κατόρθωσα να λύσω.

Η παράξενη λευκότητα εκείνου του ρυακιού από αφρό που σχημάτιζε πίσω του το ταχύπλοο στα Νησιά της Καραϊβικής του Χέμινγουεϊ, τίποτα το σπουδαίο από δραματική άποψη, με διαπερνάνει ακόμη μ' ένα τρέμισμα πρωτεϊκής αγωνίας, μ' εκείνο το ευχάριστο σύγκρυο της αναστάτωσης που προκαλεί η γυμνή απεραντοσύνη όταν την πλήττει το βλέμμα. Ηταν σαν να άγγιζες το κόκαλο μιας φάλαινας ξασπρισμένο από τον ήλιο. Και θυμάμαι τη σκηνογραφία ενός υπαίθριου πάρτι, ακαθόριστα φοβική, που περιγράφει ο Μέιλερ στο Πάρκο των Ελαφιών, μολονότι είχε διαβάσει το βιβλίο πριν από 25 χρόνια. Στο κάτω κάτω, δεν ήταν παρά μια εκατό τοις εκατό συνηθισμένη μάζωξη επαρχιακών στελεχών του τζετ σετ, για να εκτιμήσουν τα αβγά του οξύρρυγχου, σχολιάζοντας εκθέσεις ζωγραφικής και διαζύγια. Ο φωτισμός της διαλεκτικής που διέπει και αιτιολογεί αυτή τη φαντασματική διαιώνιση είναι αντιστρόφως ανάλογος προς τη δύναμη του φαντάσματος. Ποιο είναι το ελατήριο της νοσταλγίας μου; Αμφιβάλλω αν τη χρωστάω στο ρητορικό θαύμα των διαλόγων.

Και δεν πιστεύω ότι θα θεραπευτώ ποτέ από τη σαγήνη της Ανατολής στο έργο του Ζενέ. Θυμάμαι γαλάζιους αντικατοπτρισμούς του Γιβραλτάρ, πόλεις που αιωρούνται στις αφρικανικές αμμοθύελες, τοπωνύμια λαμπερά και μαζί θανάσιμα, μέχρι τη θαλάσσια πρόσοψη της πόλης Οράν, γνωστής σ' εμένα απ' την Πανούκλα του Καμί. Αλλοι, π.χ. οι λάτρες του Μπέκετ, που μας ταλαιπωρούν εδώ και δεκαετίες με τη βεβαιότητα ότι δεν απέμεινε τίποτα να ειπωθεί (στην ουσία, δεν απέμεινε τίποτα άλλο να ειπωθεί περί Μπέκετ), ενδεχομένως να εξακολουθούν να θεωρούν τις αναφορές του Ζενέ στον ουρανό της Αφρικής απλώς τουριστικές ή και πρόξενους υπνηλίας. Στη δική μου συνείδηση, τουλάχιστον εκ των υστέρων, ή ίσως ειδικά εκ των υστέρων, παίρνουν τη θέση κορυφαίων υπαινιγμών, ηδυπαθών και συνάμα απόκρυφων, σε σχέση με τους οποίους προσανατολίζεται ένα ολόκληρο εσωτερικό εννοιολογικό θέατρο.

Σήμερα, είναι αδύνατον να απομαγεύσει κανείς αυτές τις αναγνωστικές κορυφώσεις, οι οποίες, ας μην το ξεχνάμε, τη στιγμή που σημειώθηκαν, δεν είχαν τίποτα απ' την αίγλη ενός κολοφώνα. Σκοπίμως διάλεξα ήπια παραδείγματα, ζωγραφιές που δεν αντιτίθενται στον ορίζοντα των «χαμηλών» συμβάντων της ανάγνωσης, ώστε να τραβήξω την προσοχή σας στο γεγονός ότι εκείνο που μαγεύει είναι ως επί το πλείστον η ατμόσφαιρα, ένα κάτι στην ποιότητα αυτής της ατμόσφαιρας συνυφασμένο με τον αναπνευστικό ρυθμό του συγγραφέα ως αδαούς ή αυτόματου· είναι το «je ne sais quoi», το «δεν-ξέρω-τι», για το οποίο μιλούν οι θεωρητικοί της αποπλάνησης. Και ανάποδα: σκηνές της λογοτεχνίας που σχετίζονται με κινηματογραφικές δραστηριότητες «αιχμής» (π.χ. φόνοι, αυτοκτονίες, ερωτικές συνευρέσεις, κυνηγητά πάνω σε στέγες, επί τόπου στροφές του σασπένς και εκπλήξεις κάθε αγοραστικού τύπου) είναι λογικό να αγκιστρώνονται στη μνήμη μ' έναν απατηλό, «τεχνικό» τρόπο, ώσπου φυλλορροούν μόλις λήξει ο συναγερμός της άμεσης επικαιρότητάς τους.

Γι' αυτό οι ρωμαλαίοι συγγραφείς τις αποφεύγουν, προσπερνώντας τες με τη λεγόμενη «λευκή θέση» της αφήγησης και αφήνοντάς τες να εννοούνται, οπότε γίνονται ισχυρότερες, όπως φερ' ειπείν η υποδειγματική λογοκρισία της πρώτης ερωτικής συνεύρεσης στη Λολίτα του Ναμπόκοφ. Που θα πει πως η πραγματικά μεγάλη στιγμή της ανάγνωσης, η ατμοσφαιρική στιγμή, η βαρυτική κατάδυση στον ομφαλό του ονείρου, πρέπει να συγκριθεί με μιαν αβρή διάχυση των σημείων στη ζώνη αμοιβαιότητας συγγραφέα και αναγνώστη, κι όχι με ένα άλμα, όχι με ίλιγγο, όπως οι «δυνατές» στιγμές. Εχουμε εδώ το δίχτυ ασφαλείας δίχως τον άλτη. Αν ένα βιβλίο αποδεικνύεται απείρως εύγλωττο ως προς αυτό, δηλαδή αν ισοδυναμεί μ' ένα τέτοιο δίχτυ, είναι χάρη στα όσα δεν λέει. (Δίχτυ, δίκτυο: αισθανόμαστε, τώρα, προορατικά την επαπειλούμενη μετακίνηση του γραφέα από το Εργο στο Κείμενο, για την οποία έγινε τόσος λόγος). Οντως, είναι στα όσα δεν λέγονται που φωλιάζει το αδιευκρίνιστον των προτιμήσεων, εξού και παραμένει αδιευκρίνιστο. Οπως και να το δεις, η πηγαία ωφελιμότητα εν ονόματι της οποίας σε κυριεύει αυτό και όχι εκείνο το ατμοσφαιρικό περιεχόμενο δεν ομολογείται σε κανένα προφανές αίτιο. Εδώ που τα λέμε, τέτοια είναι και η διάσταση της αξίας της.

Στις Συμβουλές σ' έναν νέο ποιητή, ο Μαξ Ζακόμπ λέει ότι «τις λέξεις Καλημέρα και Καλησπέρα πρέπει να τις περιβάλλει ένα ολόκληρο κοινωνικό, μεταφυσικό και φιλοσοφικό σύστημα», κι ότι «αυτό είναι το μυστικό όλων των μεγάλων έργων». Εγώ, λιγότερο αφοριστικός, διατείνομαι ότι το μυστικό όλων των μεγάλων έργων παραμένει ακριβώς αυτό και τέτοιο: μυστικό. Θυμάμαι δώρα των θεών, τη γεμάτη νεύματα ατμόσφαιρα του υπέροχου πρώτου μέρους του μυθιστορήματος του Ιαν ΜακΓιούαν Εξιλέωση, το κύμα της σκοτοδίνης που προκαλούσε ο Κόκκινος Ανεμος του Τσάντλερ, την ευωδία των φαγητών στις αυλές όπου σκηνοθετήθηκε το δικό μας Τρίτο Στεφάνι. Και τι να πεις για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη! Αυτός είναι ο τοίχος όπου χτυπάνε το κούτελό τους όλες οι σχολές κριτικής.

dianathenes είπε...

Ναι,όλα αυτά ισχύουν. Το βιβλίο έχει όντως έναν βυθό στον οποίο καταβαίνουμε όταν το διαβάζουμε μια ατμόσφαιρα όπως λες- και ο οποίος παραδόξως μετά από καιρό αντί να κατέβουμε εμείς όπως όταν το διαβάζαμε, "ανεβαίνει" αυτός προς εμάς μέσω της μνήμης.

Το ίδιο εξ άλλου συμβαίνει και με τις μυρωδιές, τους ήχους, τις γεύσεις, την αφή και τις εικόνες στην πραγματική ζωή μας. Ισως ο καλός συγγραφέας να μπορεί μέσω αυτής της "ατμόσφαιρας" να μας χαρίζει έναν άλλο κόσμο που τρέχει στο πίσω μέρος του μυαλού μας, της ψυχής μας, χαρίζοντάς μας τρόπω τινά, μια δεύτερη ζωή.

Ομως συγκρίνεις εδώ ανάγνωση και ζωή, εγώ αντιπαραβάλλω ζωή και διαδίκτυο. Και δεν βρίσκω κανέναν βυθό στο τελευταίο. Ούτε για να κατέβω ούτε βέβαια για να ανακαλέσω στη μνήμη μου. Αντίθετα, διαρκώς σβήνω πραγματοποιώντας μεγάλες απλωτές, πηγαίνοντας όλο και πιο μακριά αλλά όχι και πιο βαθιά.

Μιας και το λες όμως,ακόμα και η ανάγνωση δεν μπορεί να μου προσφέρει τίποτα απολύτως τις ώρες που αναζητώ μια ανθρώπινη παρουσία δίπλα μου.

Αν υπάρχει άνθρωπος που μπορεί να αντικαταστήσει τον βυθό ενός άλλου ανθρώπου κάποιες στιγμές απόλυτης μοναξιάς, να απαλύνει η στιγμή από την ανάκληση αναγνωσμάτων, ακόμα κα αν είναι του Παπαδιαμάντη και να το κάνει αυτό κάθε φορά που νιώθει την ανάγκη ενός άλλου ανθρώπου, τότε θα πρέπει να είναι ή θεός ή τέρας.

Βέβαια, αν το έχεις επιτύχει εσύ που γράφεις αυτές τις γραμμές τόσο καλά, δεν λέγω ότι είσαι θεός ούτε τέρας, απλώς λέγω να μην υπερβάλουμε προσπαθώντας να υποκαταστήσουμε τον άνθρωπο με τα δημιουργηματά του, δηλαδή τα έργα του που αποτελούν και τις αναγνώσεις μας.

aspic είπε...

Είναι αλήθεια όμως άτομαντ, πέρα από την ανάγνωση και τα βιβλία,πώς και τα έντονα γεγονότα της πραγματικής μας ζωής τα θυμόμαστε,όποια θυμόμαστε,όχι σάν τέτοια γεγονότα,σάν κινηματογραφικές δραστηριότητες αιχμής που λές,αλλά σάν μυρωδιές.
Θυμόμαστε τα πράγματα όχι σάν αυτά που ήταν αλλά σάν αυτά που νοιώσαμε να ήταν.
Έτσι λοιπόν διανάθενα,προφανώς οι άνθρωποι δέν ειναι καν τα έργα τους,διότι αυτά τα έργα τους είναι πολύ μεγαλύτερα από αυτούς.Και χωρίς υπερβολή θα μπορούσαμε να πούμε,πώς τα ίδια τα έργα τους είναι πολυ ανθρωπινότερα από αυτούς τους ανθρώπους.
Και σίγουρα άν συναντούσες τον χέμινγουέι ή τον παπαδιαμάντη ή όποιον άλλον μεγάλο,σε κανέναν βυθό τους δέν θα έφθανες σάν αυτό που φθάνεις μέσα απο τα έργα τους.Διότι οι άνθρωποι,μήν κρυβόμαστε και παραμυθιαζόμαστε,δέν έχουν κανένα βυθό.
Οι άνθρωποι,είναι απλώς άνθρωποι.Βιολογικές μηχανές,που τρώνε,πίνουν,χέζουν και κατουράνε.Και ακόμη και ο λόγος τους και οι πράξεις τους,δέν είναι τίποτα άλλο,από διεκπαιρεώσεις και αιτήματα των ενστίκτων τους.
Αλλά τα έργα τους,τα μεγάλα αυθεντικά έργα τους,είναι κάτι άλλο.
Είναι η ψυχή τους.
Η ψυχή των ανθρώπων είναι έξω από αυτούς.


Βέβαια,για να μήν περάσουμε και στην άλλη όχθη αναπαράγοντας ένα δυιστικό μοντέλο του παρελθόντος,κινδυνεύοντας να γίνουμε σκληροί και αυστηροί με τους ανθρώπους και τις ανάγκες τους,θα πρέπει να παραδεχθούμε άτομαντ,πώς άν οι άνθρωποι ήταν θεοί,είχαν ψυχή δηλαδή,τότε κανένα έργο τους δέν θα μπορούσε να σε μαγεύσει.Διότι ο λόγος που σε μαγεύουν τα έργα τους είναι ότι προέρχονται απο ζώα.
Και δέν ξέρεις άν σε μαγεύει η ψυχή που έχουν τα έργα τους ή η ψυχή που δέν έχουν οι ίδιοι.Και βασικά αυτό που σε γοητεύει και σε συναρπάζει,είναι όχι κάποιος βυθός,κάποια ψυχή,αυτά που λέγονται ή αυτά που δέν λέγονται,αλλά αυτή η διαλεκτική σχέση μεταξύ του τίποτα και του κάτι.Μεταξύ αυτού που υπάρχει και αυτού που δέν υπάρχει.
Η αγωνία του ανθρώπου να αποκτήσει ψυχή,είναι αυτή η ίδια η ψυχή του.

Έτσι λοιπόν διανάθενα,προσπαθώντας να συνθέσω τις δύο διαφορετικές απόψεις που έχετε εσύ και ο άτομαντ,νομίζω πώς όσο λάθος είναι ο άτομαντ να αρνείται και να απογοητεύεται με τις ρηχές πραγματικές σχέσεις των ανθρώπων,άλλο τόσο λάθος είσαι και εσύ που ψάχνεις σε αυτές,τις σχέσεις,τον βυθό των ανθρώπων.
Αυτά είναι λόγια μεγάλα και ρομαντικά.
Ποιόν βυθό;
Δέν έχουν τέτοια πράγματα οι άνθρωποι,και άν έχουν,ούτε οι ίδιοι το ξέρουν ούτε και εσύ πώς να φθάσεις σε αυτόν.
Οι άνθρωποι βρίσκονται μεταξύ τους από ιδιοτέλεια και για να ικανοποιήσουν τα βασικά τους ένστικτα.Να φάνε να πιούνε και να γαμηθούνε.
Σιγά μήν ψάχνανε βυθούς.
Ο βυθός εμφανίζεται αργότερα στην μνήμη μας.
Η μνήμη μας ουσιαστικά ο βυθός.
Για αυτό και εγώ το έψαξα,το έψαξα και κατέληξα τελικά.Αβαθής,ανόητος και ιδιοτελής,όπως στο πραγματικό,έτσι και στο διαδίκτυο,σε αυτό που τελικά αποβλέπω,δέν είναι ούτε να γαμήσω,ούτε να εξουσιάσω,ούτε να κάνω φιγούρα,αλλά απλώς και μόνο να με θυμούνται.
Να μπώ στην μνήμη των άλλων,έστω και άν δέν είμαι ο παπαδιαμάντης.
Να αποκτήσω ψυχή.
Και άμα είναι να βρείς ψυχή,όπου και να την βρείς διανάθενα,στο διαδίκτυο,στο πραγματικό,ή σε ένα βιβλίο,πάρτην και μήν μιλάς καθόλου.
Έτσι δέν είναι;
Ψυχή είναι αυτή και όπου θέλει βρίσκεται.









































Μιά ψυχή και για μένα ρε παιδιά!!